It'sover, Iquit.
I'm about as lifeless as it gets
It's not like I'm worth saving anyways.
I don't belong here, I never really wanted to be here.
Why can't somebody else take my place.
…
Lay me down, I'm so tired.
I'm about as lifeless as it gets
It's not like I'm worth saving anyways.
I don't belong here, I never really wanted to be here.
Why can't somebody else take my place.
…
Lay me down, I'm so tired.
Empty Inside,The life of the spider.
Laymedown-Crossfade
«ΤΙ ΣΚΕΦΤΟΣΟΥΝ ΜΟΥ ΛΕΣ;» με ρώτησε θυμωμένα ο Τζέικοπ την στιγμή που πέρασα
την πύλη με το τόξο ξανά στα χέρια μου και την φαρέτρα στην πλάτη μου.
«Πες μου τι;» συνέχισε με περισσότερο πείσμα καθώς τώρα με ταρακουνούσε.
«Εγώ... εγώ ήθελα μόνο...» προσπάθησα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου αλλά
εκείνος δεν με άφησε.
«Θα μπορούσες να τα είχε γλυτώσει όλα αυτά, θα μπορούσες και εσύ...»
«Μα ήθελα μόνο...» κλαψούρισα αλλά αυτό έδειξε να τον κάνει χειρότερα.
«Αν νομίζεις ότι αυτό που ζούμε είναι η κόλαση τότε ετοιμάσου να γευτείς
την πραγματική κόλαση» μου χτύπησε σκληρά μέσα από τα δόντια του και γυρίζοντας
την πλάτη του έφυγε. Έφυγε μακριά μου χωρίς καμία άλλη εξήγηση.
Ντρακούντα 12-12-2028
Καθισμένη στο υψηλότερο σημείο της γέρικης Ρομπινίας, το δέντρο που είχε
γίνει για μένα πια το μόνιμο μου σπίτι, κοίταζα μακριά αναπολώντας όσα μου
στιγμάτισαν την ζωή. Τα δάκρυα μου αρνιόντουσαν να ελαφρύνουν έστω και λίγο την
ψυχή μου. Μια ψυχή που αιμορραγούσε, μια ψυχή που δεν έβρισκε στιγμή λίγη
γαλήνη.
Το μυαλό μου καθώς μεταφερόταν και
πάλι στο μακρινό παρελθόν, στην αγκαλιά της γλυκιάς μου Ταμπηθά, στην μοναδική
αγκαλιά που είχα γευτεί ποτέ, με βασάνιζε. Με έκανε να τα βάζω με τον εαυτό μου
που όσο ήμουν κοντά της έκανα τα πάντα για να φύγω από εκείνο το μέρος που ένιωθα
να με πνίγει. Οι ‘θετοί μου γονείς’ με είχαν ξεριζώσει από την μοναδική αγκαλιά
που είχα γνωρίσει, οι ‘Κόλλεκτορς’ όμως με είχαν ξεριζώσει από τον ίδιο μου τον
πλανήτη.
Δεν ήξερα πως να το εξηγήσω αλλά αυτό το μέρος, αυτή η γη, με έκαναν να το
πιστεύω κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Τα πλάσματα εδώ με έκαναν να πιστεύω ότι
είχαν βγει μέσα από μια άλλη εποχή. Μια εποχή όπου οι βασιλιάδες διέταζαν και
όλοι οι υπόλοιποι υπακούσανε χωρίς ίχνος βούλησης. Μιας εποχής όπου τα πάντα
γύρω ήταν καταπράσινα. Ριάκια που έτρεχαν από κάθε μεριά ήταν καθάρια. Ακόμα
και ο ουρανός και αυτός ξάστερος τα βράδια σαν να μην υπήρχαν φώτα. Και
πράγματι δεν υπήρχαν.
Το νέο μου ‘σπίτι’ δεν γνώριζε τι πάει να πει ηλεκτρισμός. Δαδιά ξεπρόβαλαν
πάνω στους πέτρινους τοίχους σε κάθε γωνιά για να φωτίζει τον δρόμο μας. Ένα
δρόμο γεμάτο με αίμα, με πόνο, με κραυγές αγωνίες από τους εφιάλτες μας. Όχι
δεν μπορεί αυτό το μέρος να ήταν η γη που εγώ γεννήθηκα και γνώρισα. Δεν
μπορούσαν αυτά τα περίεργα πλάσματα που γύριζαν εδώ και εκεί θυμίζοντας παλιούς
μύθους να ζούσαν ακόμα γύρω μας και να μην το γνωρίζαμε.
«Αν
νομίζεις ότι αυτό που ζούμε είναι η κόλαση τότε ετοιμάσου να γευτείς την
πραγματική κόλαση» τα λόγια του Τζέικοπ ηχούσαν ξανά και ξανά στο μυαλό μου
να με βασανίσουν περισσότερο.
«Αν
νομίζεις ότι αυτό που ζούμε είναι η κόλαση τότε ετοιμάσου να γευτείς την
πραγματική κόλαση» είχε προβλέψει ή ήξερε και απλά προσπάθησε να με
προειδοποιήσει και τώρα μπορούσα επιτέλους να καταλάβω ακριβώς το γιατί. Τα
σημάδια στο σώμα μου και την ψυχή μου το αποδείκνυαν. Το αίμα στα χέρια μου που
ήταν ακόμα φρέσκο δεν ήταν ψέμα αλλά η σκληρή πραγματικότητα.
Στα δεκαπέντε χρόνια της ζωής μου
δεν είχα αγγίξει ούτε μυρμήγκι, δεν είχα σκοτώσει ποτέ και για κανέναν λόγο.
Μέχρι τα δεκαπέντε μου το μόνο αίμα που με είχε ακουμπήσει ήταν το δικό του
εκείνου που αγαπούσα με όλη μου την ψυχή και αυτό από ανάγκη και τώρα... Τώρα
τα είκοσι σημάδια πάνω στο κορμί μου, τα είκοσι κουφάρια που κείτονταν άδεια
στα ματωμένα χώματα ήταν δικό μου κατόρθωμα. Είκοσι ζωές, μέσα σε έναν χρόνο.
Είκοσι αδικοχαμένες ψυχές λυτρωμένες από αυτήν την κόλαση και πόσες ακόμα άλλες
που δεν γνώριζα να είναι νεκρές από το δικό μου τόξο από τα δικά μου βέλη από
το δικό μου σπαθί.
Θυμάμαι που κοίταζα τον Τζέικοπ να φεύγει
μακριά και η καρδιά μου μάτωνε περισσότερο. Εκείνη η σκηνή στοίχειωνε τα όνειρα
μου. Τι να του είχαν κάνει τότε; Τι να είχε απογίνει; Κανείς δεν έκανε τον κόπο
να μου πει.
Μου έδωσαν ένα λεπτό για να μαζέψω
τα πράγματα μου. Δεν είχα τίποτα να πάρω μαζί μου, το μοναδικό πράγμα που με
σύνδεε με εκείνο το ‘σπίτι’ ήταν το τόξο μου που δεν το αποχωριζόμουν ποτέ.
Και μετά με τράβηξαν μακριά, μέσα στην τεράστια έκταση, στο δάσος που
πολεμάγαμε για την ίδια μας την ζωή, για τους αγώνες της επιβίωσης, μακριά από
όλους τους άλλους, χωρίς να μου δώσουν τον χρόνο να τους αποχαιρετήσω. Ποιον θα
μπορούσα να αποχαιρετήσω, δεν ήμουν με κανέναν τους κοντά. Πίστευα, έλπιζα, ότι
ο μοναδικός άνθρωπος που θα ήθελα έστω να πω καλή τύχη θα ήταν κοντά μου αλλά
δεν ήταν και εγώ δεν τόλμησα να ρωτήσω το γιατί.
Με τον Οντιγκρέι μπροστά και
Θόρθαντερ δίπλα του και τους άλλους τρεις ακόλουθους τους, εγώ και τα άλλα δύο
παιδιά που είχαν περάσει την δοκιμασία πριν τον Τζέικοπ, προχωρούσαμε σιωπηλοί
στον άγνωστο εκείνον δρόμο όπου μας οδηγούσαν. Φώναζα, ούρλιαζα μέσα μου το
όνομα του αλλά δεν τολμούσα να ρωτήσω γιατί δεν ήταν μαζί μας. Ποιον θα
μπορούσα να ρωτήσω άλλωστε; Μέχρι που εκείνοι άξαφνα, χωρίς να βγουν από το
δάσος που ήταν μέσα στην μεγάλη έκταση που μας περιέβαλε, σταμάτησαν.
Ο Οντιγκρέι χτύπησε την χρυσή του ράβδο πάνω στο χώμα και κοιτώντας ψιλά
είπε ένα όνομα ‘Άσγκαρντ’ και αυτό ήταν όλο.
Ενστικτωδώς, όλοι ταυτόχρονα,
κοιτάξαμε προς τα πάνω και είδαμε τα σύννεφα πάνω από το κεφάλι μας να
πυκνώνουν. Δημιουργώντας, στο ανώτερο σημείο του ουρανού, έναν ανεμοστρόβιλο
μια τρύπα άνοιξε στο κέντρο της και από εκεί ένας κεραυνός ξεπετάχτηκε από μέσα
του και άρχισε να έρχεται καταπάνω μας. Πριν προλάβουμε να κάνουμε κάποια
κίνηση για να προστατευτούμε ο κεραυνός έπεσε απάνω μας και μέχρι να
ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας βρισκόμασταν ακριβώς εκεί που ήμασταν και πριν.
Στο ίδιο σημείο, με τον ουρανό να είναι και πάλι γαλάζιος αλλά μουντός. Δεν
είχε αλλάξει τίποτα. Τίποτα απολύτως.
Εγώ και τα άλλα δύο παιδιά κοιταχτήκαμε μεταξύ μας με απορία αλλά πριν
κάποιος από μας εκφράσει την απορία αυτή δυνατά, ο Οντιγκρέι και ο Θόρθαντερ
άρχισαν και πάλι να προχωρούν προς το μεγάλο ‘σπίτι’. Δεν είχαμε επιλογή, απλά
τους ακολουθήσαμε όταν όμως φτάσαμε μπροστά του τότε καταλάβαμε την διαφορά.
Μπροστά από το κτήριο, εκείνο το
επιβλητικό κτήριο που θύμιζε ξεχασμένο κάστρο σε κάποιο περίχωρο της Αγγλίας,
με τα πέτρινα γκρίζα τείχη του και τα τεράστια παράθυρα του, μουντό όπως και η
ίδια μας η ζωή, ήταν δύο χρυσές άμαξες με την κάθε άμαξα να έχει μπροστά της
από δύο άλογα. Σε κάθε άμαξα χώραγε μόνο ένας αναβάτης και μόλις ο Οντιγκρέι
και ο Θόρθαντερ ανέβηκαν σε αυτές τότε τα ρούχα τους άλλαξαν χωρίς να κάνουν
καμία κίνηση. Μαγικά; Ίσως ποιος ξέρει.
Τα ρούχα που φόραγαν πριν, κουστούμια εντυπωσιακά και ακριβά αλλά σίγουρα
της εποχής μας, έγιναν παρελθόν και την θέση τους τώρα πήραν από μια όμοια
πανοπλία. Χρυσή που άστραφτε στο άπλετο φως με περίτεχνα γεωμετρικά σχήματα και
κόκκινες αέρινες μπέρτες να κυματίζονται στον άνεμο καθώς εκείνοι ξεμάκραιναν
ενώ τα κεφάλια τους τώρα καλύπτονταν με χρυσές περικεφαλαίες που θύμιζαν
αρχαίους πολεμιστές.
Αυτό όμως που μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν τα πρόσωπα τους. Του
Θόρθαντερ δεν άλλαξε και τόσο αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη έγινε ακόμα πιο
εντυπωσιακό ενώ του πατέρα του έγινε ακόμα πιο σκληρό όμως και τελείως
διαφορετικό. Τώρα τα μαλλιά του και η γενειάδα του δεν ήταν πια χρυσά όπως και
πριν αλλά κατάλευκα και το ένα του μάτι ήταν καλυμμένο με μια χρυσή ασπίδα που
δεν φαινόταν να την συγκρατεί τίποτα. Ήταν λες και ήταν ένα με την επιδερμίδα
του.
«Το δείπνο είναι έτοιμο» δήλωσε μια
γυναικεία αχρωμάτιστη φωνή και χωρίς να μας περιμένει γύρισε την πλάτη της και
προχώρησε προς το εσωτερικό του σπιτιού.
Ενώ οι άλλοι δύο μου σύντροφοι μαζί
με τους τρεις ακόλουθους του Οντιγκρέι και του Θόρθαντερτην ακολούθησαν εγώ
είχα παραμείνει εκεί, να κοιτάω εκείνον να ξεμακραίνει χωρίς να είμαι ικανή να
πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Εκείνος όμως δεν με κοίταξε ποτέ ξανά.
Από την επόμενη μέρα κιόλας όλη μας η ζωή άλλαξε. Η ημέρα μας δεν ξεκίναγε
πια με εκπαίδευση αλλά με τον ωμό χυδαίο πόλεμο, έναν πόλεμο που ούτε οι μύθοι
αλλά ούτε και η ίδια η ιστορία μπορούσε να περιγράψει. Ένα πόλεμο που όμοιο του
δεν είχε δει ποτέ ανθρώπινο μάτι. Ένα πόλεμο που καμία ψυχή δεν θα μπορούσε να
μείνει αλάβωτη από το πέρασμα του.
«Αν
νομίζεις ότι αυτό που ζούμε είναι η κόλαση τότε ετοιμάσου να γευτείς την
πραγματική κόλαση» είχε πει ο μοναδικός άνθρωπος που είχα έρθει πιο κοντά
και πραγματικά την γεύτηκα με χίλιους δύο τρόπους.
Ένα χρόνο μετά και μέτραγα είκοσι σημάδια βαθιά χαραγμένα στο σώμα μου και
την ψυχή μου. Το τελευταίο ακόμα έσταζε κάτω από το πρόχειρο μπάλωμα που του
είχα κάνει. Το αίμα του άτυχου που βρέθηκε μπροστά μου στέγνωνε πάνω στα χέρια
μου. Η ψυχή μου ακόμα προσευχόταν για εκείνον τον άτυχο νέο να βρει την γαλήνη…
Μια γαλήνη που δεν είχα ιδέα που θα μπορούσε να βρεθεί.
Μας ξερίζωσαν από τις αγκαλιές όσων
μας συμπόνεσαν, μας εκπαίδευσαν για έναν άδικο πόλεμο και μας έφεραν εδώ για να
υπερασπιστούμε τα δίκια τους χωρίς να μας πουν ποια ήταν αυτά.
Πως μπορείς να πολεμάς χωρίς σκοπό; Πως μπορείς να τρέχεις να σώσεις την
ζωή σου όταν η λύτρωση ξέρεις ότι βρίσκεται στον θάνατο; Πως να συνεχίσεις να
ζεις όταν για να γίνει αυτό πρέπει να βαφτείς ολόκληρος με αίμα;
Κοίταξα τα χέρια μου, τα δάχτυλά μου
προσπάθησαν να απομακρύνουν το αίμα από πάνω τους αλλά αυτό αντί να φεύγει
απλώνονταν περισσότερο. Θα μπορούσα να είχα γυρίσει πίσω, να περιποιηθώ την
πληγή μου, να φάω ένα κομμάτι ψωμί και λίγο κρέας για να αναπληρώσω την δύναμη
μου, ίσως και να κοιμηθώ για λίγο με τα μάτια ανοιχτά, αλλά δεν το έκανα.
Λόγο του ότι ακόμα δεν είχα ενηλικιωθεί, δεν τόλμαγε κανείς τους να με
πλησιάσει, να με αγγίξει όπως άγγιζαν τις άλλες πολεμίστριες σαν και μένα γιατί
ήταν βαρύ αδίκημα. Η τιμωρία αρκετά αυστηρή για να την αγνοήσει κάποιος αλλά
ακόμα και έτσι δεν άντεχα να μένω στον ίδιο χώρο για πολλές ώρες μαζί τους.
Πάντα προτιμούσα να έρχομαι εδώ σε αυτό τον ήρεμο μέρος. Μακριά από τις
σειρήνες του πολέμου, μακριά από τα γεμάτα ικανοποίηση μάτια των συντρόφων μου,
μακριά από τις φρικαλέες τους περιγραφές για το πως ξέσκισαν την σάρκα του
εχθρού μας.
Μα ποιος τέλος πάντων ήταν αυτός ο εχθρός; Τι μας είχε κάνει για να τον μισούμε τόσο; Ποιος θα μπορούσε ποτέ να μας πει;
Τα μάτια μου, καρφωμένα ακόμα πάνω
στο χέρι μου που προσπαθούσε να απομακρύνει αυτό το απαίσιο αίμα του άτυχου
εχθρού μου που βρέθηκε μπροστά μου που τώρα είχε ποτιστεί μέσα στην σάρκα μου,
άστραψαν.
‘Δεν είναι δικός μου αυτός ο πόλεμος. Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Τι έχω
κάνει επιτέλους για να το αξίζω αυτό;’ κοίταξα γύρω μου.
Το ποτάμι που ήταν δίπλα μου έρεε αρμονικά θροΐζοντας τα λιγοστά φύλα που
το ακουμπούσαν. Τα άγρυπνα μάτια μου έψαξαν για κάποιον, για κάτι, αλλά δεν
είδαν τίποτα. Τα κουρασμένα μου πόδια πήραν την απόφαση για μένα και κατέβηκαν
από την γέρικη Ρομπινία και έφτασαν εκεί όπου το ποτάμι έγλυφε αργά τα βότσαλα.
Τα χέρια μου βουτήχτηκαν μέσα του και η δροσιά του μου πλημύρισε της αισθήσεις,
έκανε το σώμα μου να δροσιστεί αλλά η ψυχή μου καιγόταν ακόμα.
‘Γιατί;’ ούρλιαζε αλλά καμία λέξη δεν βγήκε μέσα από τα σφραγισμένα μου
χείλι.
Τα χέρια μου γδέρνοντας το ένα το άλλο, προσπαθούσαν με μανία να βγάλουν
αυτό το πορφυρό χρώμα από πάνω τους. Αυτό όμως είχε φωλιάσει στα μύχια της
ψυχής μου, στο μεδούλι των οστών μου, στον πυρήνα κάθε κυττάρου του κορμιού
μου, και αν και μπορούσα να το ξεπλύνω από την επιδερμίδα μου, από εκεί δε θα
έφευγε ποτέ.
‘Γιατί;’ ωρυόταν η ψυχή μου ξανά.
‘Τι μπορεί να έχω κάνει για να το αξίζω αυτό;’ συνέχιζε με παράπονο και καθώς
μια πέτρα σκόνταψε πάνω στο χέρι μου, το χέρι μου την άρπαξε και άρχιζε να
τρίβει το άλλο με περισσότερο πείσμα.
‘Δεν μου αξίζει αυτό. Αυτό δεν είμαι
εγώ’ έλεγα μέσα μου και με περισσότερη αποφασιστικότητα, μπαίνοντας ολόκληρη
μέσα στο ποτάμι, συνέχισα να βγάζω από πάνω μου τα ξεραμένα αίματα με τέτοιο
άχτι που για πρώτη φορά, στα δεκαέξι χρόνια της ζωής μου, δεν κατάλαβα ότι
κάποιος με παρακολουθούσε μέχρι που ένιωσα το βέλος του να με διαπερνά.
Κοίταξα προς τα κάτω, η μύτη του
βέλους μου χαμογελούσε, ανταπέδωσα το χαμόγελο και εγώ καλωσορίζοντας το.
‘Ίσως να είναι καλύτερα έτσι’
σκέφτηκα και το άφησα να με παρασύρει. Λύγισα. Το σώμα μου έπεσε μπροστά, το
ποτάμι βάφτηκε με αίμα, το δικό μου αίμα και ένιωσα το σώμα μου να γλιστρά.
‘Ίσως να είναι καλύτερα έτσι, έτσι
θα μπορέσω να έχω μια ευκαιρία να λυτρωθώ’ σκέφτηκα ξανά και καθώς βυθίστηκα
μέσα στα κρύα του νερά άφησα το κορμί μου και την ψυχή μου στα χέρια του.
~*~*~*~
Μέσα στο πυκνό σκοτάδι της
ανυπαρξίας ένιωσα κάτι να μου δροσίζει το πρόσωπο και τα μάτια μου πετάρισαν,
άνοιξαν και τότε το άπλετο φως ήρθε να με τυφλώσει. Δύο γκριζογάλανες χάντρες
με κοίταζαν. Με αγωνία; Δεν μπορούσα να καταλάβω.
‘Άγγελος’ σκέφτηκα. ‘Ένας δικός μου
άγγελος’ αλλά αυτός ο άγγελος δεν μου ήταν άγνωστος. Η καρδιά μου πετάρισε.
Αυτό τον άγγελο θα ορκιζόμουν ότι τον ξέρω. Δεν θα μπορούσα να κάνω λάθος. Ήταν
ο μοναδικός άγγελος που λαχταρούσε η ψυχή μου. Ο δικός μου άγγελος που είχε
ποτέ αγγίξει το κορμί μου και τώρα ένιωθα ξανά τα χέρια του, καυτά, όπως ακριβώς
τα θυμόμουν, να με αγγίζουν ξανά να μου καίνε τον νου, την λογική μου.
«Θόρ...» τα χείλια μου προσπάθησαν
να προφέρουν το όνομα του αλλά δεν τα κατάφερναν.
~*~*~*~
Οι μέρες, οι ώρες, τα λεπτά,
γλιστρούσαν από πάνω μου. Δεν μπορούσα να ξυπνήσω ήξερα όμως ότι ήταν εκεί,
δίπλα μου, να μου δροσίζει το κορμί, να με αγγίζει με τα πυρωμένα του δάχτυλα,
να με φροντίζει κάθε δευτερόλεπτο και εγώ... Εγώ παρέμενα ακίνητη, ευάλωτη κάτω
από το άγγιγμα του, άδεια χωρίς να είμαι ικανή να καταφέρω να ανταποδώσω το άγγιγμα
του που τόσο λαχταρούσα όλον αυτόν τον καιρό.
«Θόρ...» τα χείλια μου μόνο
κατάφερναν που και που να εκπνέουν και εκείνος με φρόντιζε περισσότερο.
~*~*~*~
Μέσα στο παραλήρημα της φωτιάς που
με έκαιγε ολόκληρη τον έβλεπα στα όνειρα μου, τον άγγιζα και εγώ με τα
ακροδάχτυλα μου, τον φίλαγα τρυφερά πάνω σε κάθε σημείο του πρόσωπο του όπως
ακριβώς έκανε και εκείνος.
«Συγχώρεσε με Θόρθαντερ... Συγχώρεσε
με Αγάπη μου... Συγχώρεσε με» κατάφερα να πω με δυσκολία και χάθηκα ξανά μακριά
του.
~*~*~*~
Η φωτιά άρχισε να υποχωρεί. Τα
όνειρα να γίνονται όλο και πιο έντονα και κάθε του άγγιγμα με έκανε, λεπτό το
λεπτό, να ζωντανεύω ξανά. Τα μάτια μου άνοιξαν, αναζήτησαν τα δικά του και
μόλις τα βρήκαν ένα τεράστιο χαμόγελο απλώθηκε στα υπέροχα χαρακτηριστικά του.
Ένα χαμόγελο που έκανε την καρδιά μου να φτερουγίσει. Ένα χαμόγελο που όμοιο
του δεν είχα ξαναδεί. Ένα χαμόγελο που έκανε την ανάσα μου να χαθεί. Το δικό
του χαμόγελο. Αλλά αυτό το χαμόγελο δεν άνηκε σε εκείνον. Όχι. Αυτό το
χαμόγελο...
Μια δυνατή κραυγή βγήκε από τα βάθη
της ψυχής μου κάνοντας την ανάσα μου να κοπεί στην μέση σταματώντας αυτόματα
κάθε μου σκέψη. Ο πόνος ήταν τόσο δυνατός που με συγκλόνισε σε τέτοιο βαθμό που
ένιωσα μέχρι και την καρδιά μου να σταματά να χτυπά.
«Συγνώμη, μάλλον θα έπρεπε να σε
προειδοποιήσω ότι θα πονέσει λίγο» άκουσα την γλυκιά του φωνή απολογητικά να
μου λέει και τότε τα έχασα περισσότερο.
«Ευχαριστώ για την προειδοποίηση»
απάντησα αυθόρμητα με κόπο μέσα από τα δόντια μου με τα μάτια μου ακόμα
ερμητικά κλειστά και τον ένιωσα να προσπαθεί να πνίξει το χαμόγελο του.
Τα μάτια μου άνοιξαν αυτόματα και
τον κοίταξαν εξεταστικά. Τα μαλλιά του δεν ήταν και τόσο κοντά. Στο χρώμα της
φωτιάς, σαν ένα μείγμα από κόκκινες, πορτοκαλί και χρυσές τούφες που όλες τους
οι άκρες εξείχαν προς τα έξω σαν πύρινες γλώσσες με μια παχιά τούφα να καλύπτει
το ένα του μάτι καθώς έσκυβε.
‘Το μόνο που του έλειπε ήταν τα μυτερά αυτιά’, σκέφτηκα. Σε συνδυασμό και
με το καφέ μπουφάν και παντελόνι του και το πράσινο πουκάμισο τον έκανε να μοιάζει
με ξωτικό. Αν πεις και το παιχνιδιάρικο του ύφος σε συνδυασμό εκείνου του
ακαταμάχητου χαμόγελου τότε δεν υπήρχε περίπτωση να μην ήταν ένα. Ένα τόσο
σκανδαλιάρικο ξωτικό που ήταν τόσο αστείο και ταυτόχρονα τόσο ζεστό που ήταν
λες και είχε έρθει για να φωτίσει αυτό το σκοτεινό μέρος με την παρουσία
του.
Το μακρύ του πρόσωπο, τα λεπτά ροδαλά του χείλι που τα κάλυπτε μια μικρή
γενειάδα μερικών ημερών λίγο πιο σκούρα αλλά στις ίδιες αποχρώσεις με το μαλλί
του, δεν έμοιαζαν με το πρόσωπο του δικό μου αγγέλου. Αλλά τα μάτια του… αυτά
τα γκριζογάλανα μάτια, θα ορκιζόμουν ότι ήταν ίδια όμως και πάλι δεν είχαν
καμία σχέση με μάτια πολεμιστή αυτά ήταν τόσο γαλήνια. Αυτόν τον άγνωστο δεν
τον αναγνώριζα και το σώμα μου, αυτόματα, βρέθηκε σε εγρήγορση όπως γνώριζε
πάντα να κάνει για να προστατευτεί.
«Δεν θα σου το συνιστούσα, είσαι
πολύ αδύναμη ακόμα» είπε για να με σταματήσει αλλά δεν μπορούσα να τον
εμπιστευτώ. Πως θα μπορούσα άλλωστε.
«Αν θες να με σκοτώσεις γιατί δεν με
αποτελειώνεις;» ρώτησα σκληρά και με κοίταξε με περιέργεια.
«Να σε σκοτώσω;» ρώτησε δύσπιστα.
«Πως θα μπορούσα ποτέ να σκοτώσω μια τόσο όμορφη ύπαρξη!» συνέχισε και δεν
ήξερα τι να πιστέψω.
«Ποιος είσαι;» δεν μπορούσα να μην
ρωτήσω και εκείνο το χαμόγελο γύρισε ξανά.
Ένα χαμόγελο που θα μπορούσες να το θεωρήσεις και χαμόγελο νικητή. Τόσο
γαλήνιο και ανακουφιστικό.
«Έχει σημασία;» ρώτησε με την σειρά
του αποφεύγοντας να μου απαντήσει.
«Πρέπει να καθαρίσω και το πίσω μέρος της πληγής. Θα πονέσει λίγο»
συμπλήρωσε πάλι με ένα περιπαικτικό τόνο σαν να το διασκέδαζε και καθώς πήρε το
χέρι μου μέσα στο δικό του η ανάσα μου χάθηκε μακριά.
Το άγγιγμα του μου έφερε στην μνήμη όλα εκείνα τα όνειρα, εκείνα τα
αγγίγματα που ένιωθα μέσα στο μαύρο σκοτάδι. Τα αγγίγματα που ξυπνούσαν το
κορμί και το έκαναν να κρατιέται από την μοναδική κλωστή που με χώριζε από τον
θάνατο.
«Μην ξεχνάς να ανασαίνεις» ψιθύρισε
με την ανάσα του να χάιδευε απαλά το πρόσωπο μου ενώ η γκριζογάλανες χάντρες
του δεν αποχώριζαν ποτέ τα δικά μου σοκολατένια μου μάτια.
Με το χέρι του ακόμα να κρατά το
δικό μου, έβαλε την παλάμη μου να ακουμπήσει πάνω στην κοιλιά μου, στο μέρος
ακριβώς όπου πριν ήταν το βέλος. Καθώς το ελεύθερο του χέρι με τράβαγε κοντά
του, χωρίς να αφήνει το δικό μου χέρι που άγγιζε την σάρκα μου, με ανάγκασε να
ακουμπήσω επάνω του. Το κεφάλι μου έπεσε στον ώμο του βαρύ, τα δάχτυλα μου
τυλίχτηκαν γύρω από τα δικά του και πριν προλάβω να το συγκρατήσω ένα βογκητό
ξεπήδησε μέσα από τα σπλάχνα μου.
«Συγνώμη» ψιθύρισε με πόνο και καθώς
ένιωσα τα χείλια του να ακουμπούν πάνω στον ώμο μου ένιωσα σαν να άφησε ένα
απαλό φιλί ακριβώς εκεί αλλά τα χείλια του δεν κουνήθηκαν και θα ορκιζόμουν πως
και η δική του ανάσα είχε πλέον χαθεί μακριά ακριβώς όπως και η δική μου.
«Μην ξεχνάς να αναπνέεις» μου υπενθύμισε με την φωνή του να είναι ένα
ψίθυρος που αν δεν ήταν τόσο κοντά μου δεν θα μπορούσα με τίποτα να την ακούσω
και μηχανικά τα πνευμόνια μου υπάκουσαν.
Με την πιο απαλή κίνηση, απομακρύνοντας το χέρι που ήταν πάνω στο δικό μου,
σήκωσε το τεράστιο πουκάμισο που τώρα φόραγα. Με το άλλο του χέρι, αφού πρώτα
απομάκρυνε κάτι στέρεο που ακουμπούσε την πληγή μου, άφησε απάνω στην πληγή
κάτι που με έκανε να καώ ενώ τα χείλια του ψιθύριζαν κάτι σαν μελωδία με λόγια
που δεν αναγνώριζα.
«Είσαι μάγος;» ρώτησα αυθόρμητα και
τον ένιωσα με κόπο να προσπαθεί να κρύψει το γέλιο του που τον έκανε για λίγο
να τρανταχτεί.
«Αλήθεια πιστεύεις σε αυτά τα
πράγματα;» ρώτησε με δυσπιστία.
«Τότε τι μουρμουρίζεις;»
«Είναι μια προσευχή» απάντησε απλά.
«Τότε μήπως είσαι ιεραπόστολος ή
κάτι τέτοιο;» συνέχισα εγώ προσπαθώντας να βγάλω μια άκρη.
Με την πιο απαλή κίνηση, αφού πρώτα
κατέβασε το πουκάμισο ξανά στην θέση του, συγκρατώντας με, με το ένα του χέρι
από τον αυχένα μου με παρέσυρε προς τα κάτω. Μόλις με άφησε να ακουμπήσω στο αυτοσχέδιο
κρεβάτι που είχε δημιουργήσει με όλα αυτά τα ξερόχορτα που υπήρχαν από κάτω
μου, μου έδωσε την ευκαιρία να τον κοιτάξω καλύτερα. Σάστισα αλλά δεν πρόλαβα
πολύ να το σκεφτώ.
«Μοιάζω για άγιος;» ρώτησε με πικρία
και δεν ήξερα τι να απαντήσω.
Ένιωσα τις λέξεις να πνίγονται μέσα μου, τον λαιμό μου να ξεραίνεται και
την ανάσα μου για άλλη μια φορά να χάνετε μακριά. Ήταν τόσο αφοπλιστικά όμορφος
που η ομορφιά του δεν μου έδινε περιθώριο να σκεφτώ κάτι άλλο.
«Ποιος είσαι;» τα χείλια μου
ψιθύρισαν μουδιασμένα.
«Ο κανένας» δήλωσε και αυτό με έκανε
να βγω ξανά από τον λήθαργο που με είχε τυλίξει στα δίχτυα της η ομορφιά του.
«Πάντως ούτε με τον Οδυσσέα
μοιάζεις» σχολίασα.
«Και σίγουρα δεν είμαι» είπε με
έμφαση σοβαρά και καθώς με απελευθέρωσε από την ματιά του ένιωσα ξανά την
λογική μου για λίγο να γυρνά.
Μόλις γύρισε την πλάτη του για να
ξεβγάλει το πανί που κράταγε τώρα στα χέρια του μέσα στο ρυάκι που έρεε δίπλα
μας, τα μάτια μου περιπλανήθηκαν για λίγο στον χώρο. Τα έχασα. Τέτοια ομορφιά,
έστω και κατεστραμμένη, τα μάτια μου δεν είχαν δεί ποτέ ξανά.
Βρισκόμασταν μέσα σε κάτι που έμοιαζε σαν ένα εγκαταλειμμένο παλάτι ή πιο
σωστά, μια αίθουσα ενός παλατιού. Το κτίσμα βρισκόταν σε κατάσταση αποσύνθεσης
με τη φύση να διεκδικεί και πάλι αυτό που η ανθρώπινη παρέμβαση της είχε
στερήσει. Από αυτό που πρέπει κάποτε να ήταν ένας μεγαλοπρεπείς ολοστρόγγυλος
θόλος είχαν μείνει μόνο στηρίγματα ανάμεικτα με τα κλαδιά και τα βρύα που
κάλυπταν και κάθε άλλη επιφάνεια να δημιουργούν ένα καταπράσινο σκέπαστρο που
προφύλασσε το έδαφος από το άπλετο φως που διαπερνούσε τα φυλλώματα τους και
έκανε τον χώρο να μοιάζει εξωπραγματικός. Όμως το πιο επιβλητικό κομμάτι ήταν
οι καταρράκτες που δημιουργούνταν σε διάφορα σημεία καθώς και το ποτάμι που
κατρακυλούσε ορμητικά στα σκαλιά που λογικά ήταν μια είσοδος παλιά. Στο βάθος
τα χαλάσματα έδειχναν να διατηρούνται καλύτερα στο χρόνο με μια σκάλα, που είχε
και αυτή μεταφορτωθεί σε ρυάκι, να οδηγεί σε ψηλά ημικυκλικά παράθυρα με
περίτεχνες κολώνες και σκαλίσματα κολώνες που μαρτυρούσαν την παραμυθένια
ομορφιά του κτηρίου, μια ομορφιά που διατηρούσε ακόμη. Χαμηλώνοντας τα
ορθάνοιχτα μάτια μου στο έδαφος παρατήρησα ότι ήταν γεμάτο με πέτρες και
χαλάσματα αλλά και αυτά πλέον είχαν καλυφθεί από το χλωρό χορτάρι που το νερό
τα ευδοκιμούσε .
«Που βρισκόμαστε;» ρώτησα πριν καν
το σκεφτώ.
Δεν απάντησε αμέσως. Σήκωσε την
ματιά του από το νερό και κοίταξε γύρω του σαν να μαγευόταν και ο ίδιο όπως και
εγώ από την ομορφιά του. Σαν να έβλεπε και ο ίδιος αυτό το μέρος για πρώτη φορά
κάτι που ήμουν σίγουρη ότι δεν ίσχυε.
«Κάποτε ήταν ναός» είπε με πνιγμένη
φωνή σαν να τον πλήγωνε η εικόνα του με το πως είχε καταντήσει σε σχέση με αυτό
που ήταν κάποτε.
«Ο ναός της γονιμότητας» συνέχισε με ένα πικρό χαμόγελο χαμηλώνοντας την
ματιά του ξανά προς το νερό. Με ντροπή; Δεν ήμουν σίγουρη.
«Αλλά τώρα λίγοι είναι αυτοί που θυμούνται την τοποθεσία του αλλά κανείς
δεν τολμάει να έρθει ξανά εδώ. Τον θεωρούν υπαίτιο για τα βάσανα τους.
Καταραμένο».
«Και εσύ;» ρώτησα και γύρισε την
ματιά του ξαφνιασμένος προς το μέρος μου ζαρώνοντας τα φρύδια του με απορία.
«Εγώ τι;»
«Εσύ τι πιστεύεις ότι είναι;»
διευκρίνισα. Αφήνοντας ένα γελάκι να του ξεφύγει καθάρισε το πανί που κράταγε
καλύτερα, το στράγγιξε απαλά και γύρισε κοντά μου.
«Εγώ πιστεύω ότι είσαι πολύ μικρή
για να έχεις τα σημάδια του πολέμου πάνω σου» μου απάντησε σχεδόν αυστηρά σαν
να με κατηγορούσε γι’ αυτό αλλάζοντας κουβέντα.
«Είμαι αρκετά δυνατή για να τα
αντέξω» αμύνθηκα.
«Αυτό...
μπορώ να το δω» συμφώνησε και πιάνοντας απαλά το χέρι μου που ακουμπούσε ακόμα
πάνω σε αυτό που είχε τοποθετήσει πριν στην πληγή μου, ένιωσα την ανάσα μου να
βγαίνει τρεμάμενη, το κορμί μου να ανατριχιάζει και την καρδιά μου να αρχίζει
και πάλι να σφυροκοπά μέσα στο στήθος μου σαν τρελή.
Δεν με έφερε σε δύσκολη θέση, αντιθέτως, με το πιο απαλό τρόπο καθάρισε το
χέρι μου, το έβαλε απαλά στην άκρη και κάλυψε το εκτεθειμένο μου κορμί ξανά με
το πουκάμισο που μου είχε φορέσει.
«Πως μπόρεσαν να διαλέξουν μια τόση
τρυφερή ύπαρξη για ένα τέτοιο σκοπό;» μουρμούρισε περισσότερο στον εαυτό του
παρά σε μένα χωρίς να με κοιτάει.
«Μόνη μου διάλεξα την μοίρα μου»
παραδέχτηκα με πόνο κλείνοντας τα μάτια καθώς πλάγιαζα το κεφάλι μου για να
αποφύγω την ματιά του και αμέσως ένιωσα το χέρι του να πλαισιώνει το πρόσωπο
μου.
Καυτό και απαλό, σαν μετάξι να χαϊδεύει με τον αντίχειρα του τα κουρασμένα
μου μάτια, με τα μάτια του να κοιτάζουν μέσα στην ψυχή μου. Δάκρυσα, δεν ήξερα
το γιατί αλλά για πρώτη φορά στην ζωή μου ένα μου δάκρυ θέλησε τώρα να με
προδώσει. Δεν ήθελα μπροστά του να φανώ αδύναμη αλλά δεν μπορούσα να κάνω και
αλλιώς.
«Κανείς δεν αξίζει τέτοια μοίρα»
ψιθύρισε με βαθιά φωνή που έκανε όλο μου το σώμα να παραλύσει.
«Πόσο μάλλον εσύ» συνέχισε και ένιωσα τη βαθιά ειλικρίνεια στα λόγια του
που έκανε το δάκρυ μου να κυλίσει προς τον αντίχειρα του και εκείνος το μάζεψε
απαλά.
«Και τι μοίρα μου άξιζε;» πρόφερα με
την ανάσα μου σχεδόν να χάνετε μέσα μου με παράπονο.
«Η μοίρα έπρεπε να σου είχε κεντήσει
ένα λευκό πέπλο, γεμάτο με όλα τα αστέρια του ουρανού για να σε φωτίζουν, να
σου δείχνουν τον δρόμο σου προς την ευτυχία» έκανε μια παύση, κατάπιε με
δυσκολία και αφού πρώτα κοίταξε για λίγο μακριά, με κοίταξε για άλλη μια φόρα
βαθιά μέσα στα μάτια και παίρνοντας μια ανάσα συνέχισε.
«Αυτό που σου αξίζει είναι μια ζεστή αγκαλιά, γεμάτη αγάπη, ζεστασιά,
τρυφερότητα. Μια αγκαλιά που να σου προσφέρει όσα η καρδιά σου λαχταρά. Με
σεβασμό γι’ αυτό που πραγματικά είσαι και όχι γι’ αυτό που οι άλλοι θέλουν να
γίνεις» συμπλήρωσε με τόσο πάθος στην φωνή του, τόσο κατηγορηματικά που έκανε
τα μάτια μου τώρα να τρέχουν ακατάπαυστα χωρίς να μπορώ να τα σταματήσω.
«Λυπάμαι τόσο πολύ» κατάφερα να πω
και τα μάτια του με κοίταξαν ξαφνιασμένα.
«Για ποιο πράγμα;» ρώτησε με αγωνία.
«Δεν ξέρω» απάντησα κουνώντας το κεφάλι
μου αρνητικά χωρίς να είμαι ικανή να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του και
γέρνοντας κοντά μου ένιωσα τα χέρια του να με τυλίγουν, την ζεστή του αγκαλιά
να με παρηγορεί.
Τα χέρια του απαλά με κράταγαν κοντά
του ενώ τα χείλια του τρυφερά φιλούσαν τα μαλλιά μου. Είχα συγκλονιστεί, το
σώμα μου σείονταν με τους λυγμούς που δε μπορούσα πλέον να συγκρατώ αλλά εκείνος δεν με σταμάταγε. Με άφηνε να
ξεσπάω ότι με έπνιγε και άξαφνα μέσα μου ένιωσα την λύτρωση που λαχταρούσα να
με περικυκλώνει και να παίρνει από πάνω μου όλο εκείνο το βάρος που με πλάκωνε.
«Είσαι δυνατή, έξυπνη, ξέρω ότι θα
τα καταφέρεις όμως θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα προσπαθήσεις να βρεις τον
τρόπο να ξεφύγεις. Να βρεις τον τρόπο να φύγεις από εδώ. Μην αφήσεις άλλο αυτό
το μέρος να σε καταστρέψει» τον άκουσα να λέει και τα χέρια μου σφίχτηκαν γύρω
από το κορμί του αδύναμα.
«Είμαι τόσο κουρασμένη» κλαψούρισα
και απομακρύνοντας με από το σώμα του με ανάγκασε να τον κοιτάξω.
«Μην τα παρατάς τώρα, όχι τώρα» με
διέταξε επιτακτικά αλλά τα μάτια μου ήταν πολύ βαριά για να υπακούσουν την
εντολή του.
«Τόσο κουρασμένη» επανέλαβα
ξεψυχισμένα και ένιωσα το κορμί μου να παραλύει, τα χέρια μου να πέφτουν δίπλα
στο σώμα μου άψυχα και το πνεύμα μου να βυθίζεται στο απέραντο σκοτάδι για άλλη
μια φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου