Μάκον, Τζόρτζιας
Αν και πρωί ακόμα, χωρίς
τα φώτα του νοσοκομείου όπου δούλευα δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα. Η
καταιγίδα που είχε ξεσπάσει είχε σκοτεινιάσει τόσο τον ουρανό που σε έκανε να
νομίζεις ότι είναι βράδυ. Οι αστραπές και οι βροντές που χάλαγαν τον κόσμο
είχαν ξεσηκώσει τόσο τους ασθενείς που το προσωπικό δεν σταμάταγε να τρέχει
πανικόβλητο για να τους καθησυχάσει. Τα χειρουργεία λόγο των συνεχόμενων
διακοπών του ηλεκτρικού είχαν ακυρωθεί ενώ οι εντάσεις δεν σταματάγανε λεπτό
από τα παράπονα των ασθενών που χάνανε τα ραντεβού τους.
Τα πόδια μου πια είχαν
σταματήσει να με υπακούν. Η διπλοβάρδια με είχε εξοντώσει όμως το ενδεχόμενο να
βγω έξω από το κτήριο και μάλιστα με τέτοιον καιρό μου φαινόταν αδιανόητο.
«Ταμπηθά;» άκουσα την
προϊσταμένη πίσω μου να με φωνάζει την στιγμή που έβαζα τους τελευταίους
φακέλους στην θέση τους και γύρισα να την κοιτάξω.
«Φεύγεις;» με ρώτησε και
κατένευσα κουρασμένα.
«Καιρός δεν είναι;»
αναρωτήθηκα.
«Πως θα βγει η βάρδια
χωρίς εσένα. Αυτή η καινούργια η Λαρίσα ακόμα δεν έπιασε δουλειά και μου έχει
ήδη σπάσει τα νεύρα» παραπονέθηκε και την κοίταξα με κατανόηση.
«Θα στρώσει που θα πάει»
προσπάθησα να την παρηγορήσω αν και ήξερα ότι δεν ήταν αλήθεια.
«Μπα» παραδέχτηκε και η
ίδια. «Ο άνθρωπος παιδί μου γεννιέται δεν γίνεται» αντέκρουσε τα λόγια μου και
της χαμογέλασα κουνώντας το κεφάλι μου απηυδισμένα.
Η βροντή που ακούστηκε
μου έκοψε το γέλιο στην μέση. Τα ουρλιαχτά που ήρθαν από τον θάλαμο με τα
νεογνά που τα είχαν παρατήσει οι γονείς τους έκανε τις ματιές μας να σμίξουν.
«Τρία, δύο, ένα…» είπαμε
ταυτόχρονα άηχα και πριν πούμε μηδέν, η Λαρίσα, έβγαλε το κεφάλι της από την
πόρτα και άρχισε να φωνάζει.
«Θα έρθει καμία σας να με
βοηθήσει ή θα κάθεστε εκεί να με κοιτάτε;» ρώτησε νευριασμένα και η προϊσταμένη
της μονάδας μας αναστέναξε.
«Άσε πάω εγώ» της
πρότεινα και με κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
«Θα σου το χρωστάω» μου
φώναξε πίσω μου αλλά δεν γύρισα να της το ανταποδώσω.
Μπαίνοντας μέσα στην
μονάδα επικρατούσε πανικός. Η βροχή χτύπαγε πάνω στα τζάμια. Οι αστραπές
διαδέχονταν η μία την άλλη φωτίζοντας το δωμάτιο στιγμιαία. Οι βροντές που
ακολουθούσαν έκαναν το πάτωμα να τρίζει. Τα νεογνά είχαν αναστατωθεί τόσο πολύ
που η Λαρίσα πραγματικά μόνη της ήταν αδύνατών να τα συνεφέρει και ας ήταν μόνο
δέκα.
Ίσως να ακουγόταν μεγάλος
ο αριθμός για κάποιον που δεν είχε περάσει από αυτό το τμήμα αλλά για μας που
ήμασταν εδώ ήταν ο μικρότερος αριθμός των τελευταίων δύο χρόνων. Κάθε χρόνο ο
αριθμός των παιδιών που αφήνονταν στο νοσοκομείο αυξάνονταν δραματικά πολύ. Όλο
και περισσότεροι γονείς ήταν εκείνοι που τα αφήνανε πίσω τους για μια καλύτερη
περίθαλψη από τα δημόσια ιδρύματα που τα αναλάμβαναν.
Υπήρχαν και γονείς που
γυρίζανε να τα δουν άλλα κανείς από εκείνους δεν αποφάσιζε να τα πάρει μαζί
τους. Η κυβέρνηση τους έκανε την ζωή τους δύσκολη. Βάζοντας εξωφρενικούς φόρους
σε κάθε νέο μέλος της οικογένειας που ερχόταν για τους άμοιρους γονείς που δεν
μπορούσαν να ανταπεξέλθουν ήταν μονόδρομος.
Ποιος τους αδικούσε, όμως
τι έφταιγαν και αυτά τα κακόμοιρα τα μωρά που τους στερούσαν την γονική αγκαλιά
για ένα κράτος που το μόνο που τους ένοιαζε ήταν η μείωση του υπερπληθυσμού.
«Ταμπηθά» άκουσα το
ουρλιαχτό της προϊσταμένης και πριν συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει, το παράθυρο
που ήταν πίσω μου, άνοιξε απότομα. Το χτύπημα που δέχτηκα στο κεφάλι με έκανε
να βρεθώ στο πάτωμα σχεδόν λιπόθυμη.
Η αστραπή που πλησίαζε
επικίνδυνα προς το παράθυρο με έκανε ενστικτωδώς να καλύψω το πρόσωπο μου αλλά
το ταρακούνημα που το διαδέχτηκε έκανε όλη την μονάδα ταυτόχρονα να ουρλιάξει.
«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε
τρομοκρατημένη η Λαρίσα
Σηκώνοντας το κορμί μου,
πιάστηκα από το πρεβάζι και ανασηκώθηκα για να κοιτάξω έξω. Το νερό που
μαστίγωνε το πρόσωπο μου έκανε την όραση μου να λιγοστεύει αλλά αυτό που έβλεπα
μπροστά μου δεν μπορούσε να ήταν της φαντασίας μου.
«Δεν το πιστεύω» φώναξα
σοκαρισμένη και άρχισα να τρέχω προ της έξοδο.
«Ταμπυθά τι συνέβη;»
ρώτησε αγχωμένα η προϊσταμένη μου κρατώντας με από τα μπράτσα για να με
σταματήσει.
«Μια γυναίκα είναι
πεσμένη μέσα στον κρατήρα που δημιούργησε η αστραπή» είπα γρήγορα ενώ
προσπάθησα να ξεφύγω από την λαβή της για να τρέξω να την βοηθήσω.
«Φώναξε κάποιον να έρθει
να με βοηθήσει» συμπλήρωσα και έτρεξα με όλη την δύναμη της ψυχής μου για να
φτάσω κοντά της.
Βγαίνοντας έξω, μόλις την
αντίκρισα τα ‘χασα. Το χώμα που είχε ποτιστεί με το αίμα της απλωνόταν γύρω της
από την βροχή που την μαστίγωνε. Το σώμα της σπαρταρούσε ενώ τα ουρλιαχτά της
κάλυπταν ακόμα και τον ήχο από τις βροντές που έκανε τα τύμπανα μου να πονάνε.
«Το μωρό μου» ούρλιαζε
μέσα στην απελπισία της κρατώντας την κοιλιά της και καθώς γονάτισα δίπλα της
προσπάθησα να την ανασηκώσω στην αγκαλιά μου.
«Κρατήσου όσο μπορεί,
έρχονται να μας βοηθήσουν» της φώναξα απελπισμένα αλλά ο πόνος της ήταν τόσο
μεγάλος που δεν μπορούσε να μείνει ακίνητη.
«Εδώ» φώναξα προς το
προσωπικό που είδα να βγαίνει από την πόρτα με το φορείο και μόλις μας είδαν
έτρεξαν κοντά μας.
Βάζοντας την πάνω στο
φορείο με πολύ λίγη βοήθεια από μέρους της τρέξαμε όλοι μαζί μέσα στο κτήριο
και οι τραυματιοφορείς κατεύθυναν το φορείο προς τα χειρουργεία.
Ο πανικός που επικρατούσε
μέσα στις αίθουσες από τους ασθενείς και τους επισκέπτες έκαναν την διέλευση
μας δύσκολη. Μόλις όμως φτάσαμε έξω από την πόρτα που οδηγούσε στα χειρουργεία
αποφάσισα ότι ήταν η ώρα να τους αφήσω να κάνουν την δουλειά τους.
«Μην με αφήνεις» φώναξε η
κοπέλα πιάνοντας με από τον καρπό.
Η δύναμη που άσκησε πάνω
στον καρπό μου ήταν τόση μεγάλη που με έκανε να λυγήσω από τον πόνο. Φαινόταν
ότι με είχε ανάγκη, πως μπορούσα εγώ να της το αρνηθώ; Καθώς κοίταξα τους
τραυματιοφορείς εκείνοι μου έκαναν σήμα να τους ακολουθήσω.
Χωρίς επιλογή, αν και δεν
ήμουν σίγουρη ότι ήταν το σωστό, το έκανα και μόλις φτάσαμε στο χειρουργείο
έμεινα στο πλάι να κοιτάζω το προσωπικό που έτρεχε να την προετοιμάσει.
«Πάρτε το από μέσα μου»
σπάραζε το κακόμοιρο το κορίτσι και μου σπάραξε την ψυχή.
«Κρατήσου όσο μπορείς»
την παρακάλεσα ενώ πήγα και στάθηκα δίπλα της προκειμένου να της δώσω κουράγιο
αλλά τα ανήσυχα βλέμματα των νοσοκόμων άρχισα να με ανησυχούν.
Είχε χάσει τόσο αίμα που δεν
ήμουν σίγουρη αν θα τα καταφέρει αλλά δεν τα παρατούσε.
«Πάρτε το μωρό τώρα» φώναξε
ξανά ενώ το σώμα της έτρεμε σπασμωδικά καθώς η ανάσα της χανόταν μέσα της.
«Δεν μπορώ να πάρω τέτοια
ευθύνη» της απαντούσε ο βοηθός του γιατρού.
«Πρέπει να περιμένουμε
τον γιατρό να έρθει, βοηθήστε με να σταματήσουμε την αιμορραγία» συνέχισε
διατάζοντας τις νοσοκόμες που ήταν μαζί του.
Η κοπέλα, βάζοντας όλη
την δύναμη της ψυχής της, ανασήκωσε το κορμί της και άρπαξε ένα νυστέρι. Πριν
προλάβουμε να την σταματήσουμε, άνοιξε την κοιλιά της στα δύο και έπεσαι πίσω
ξανά μισολιπόθυμη. Το ματωμένο της χέρι που έπεσε άψυχα πάνω στο κρεβάτι άνοιξε
και το νυστέρι έπεσε στο πάτωμα με ένα βαρύ γδούπο. Ο ήχος του επανέφερε το
προσωπικό στην πραγματικότητα. Βλέποντας την ανοιγμένη της κοιλιά να αιμορραγεί
ακατάπαυστα ο βοηθός γιατρού που ήταν εκεί να της παρέχει τις πρώτες βοήθειες
πήρε την απόφαση να δράσει σαν κανονικός γιατρός.
«Μην την αφήσεις να
κλείσει τα μάτια της» με διέταξε ενώ εκείνος πάλευε να σώσει το μωρό και
πιάνοντας το χέρι της άρχισα να της μιλάω.
«Πως σε λένε;» ρώτησα το
πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό.
«Σ-ι-φ» κατάφερε να μου
πει με δυσκολία τρέμοντας και τρίζοντας τα δόντια της από τον πόνο.
«Ξέρεις που είσαι;» καμία
αντίδραση.
«Θυμάσαι να μου πεις από
που έρχεσαι;» και πάλι τίποτα.
Το κλάμα του μωρού της
έδειχνε ότι ήταν το μοναδικό πράγμα που μπορούσε να την κάνει να πάρει άλλη μια
ανάσα ζωής. Γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι, το κοίταξε με μάτια θολά
πλημμυρισμένα με δάκρυα και με ανακούφιση, πριν ξεψυχήσει, είπε την τελευταία
της λέξη.
«Τά-ι-ρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου