Ετικέτες

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Soulmates Μ2 "9. Οι Βερμουδιανοί"




Είχα διαλυθεί και με όλον αυτόν τον κόσμο γύρω μου δεν μπορούσα ούτε να εκφράσω όλα όσα με έπνιγαν. Στην Άλις φυσικά, μετά από απαίτηση της Μπέλλας όπου θεώρησε σωστό να μην το κάνουμε, δεν είπαμε τίποτα ούτε βεβαια στον Έμετ γιατί ήμουν σίγουρος ότι εκείνος δεν θα κατάφερνε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Ίσως και καλύτερα, το ότι την αποχωρίστηκε έστω και προσωρινά – όπως η Άλις φανταζόταν – ήταν μεγάλο πλήγμα και δεν φαινόταν να το έχει ξεπεράσει αν μάθαινε και ότι την αποχωρίστηκε για πάντα πως θα κατάφερνε να το ξεπεράσει;;;

Είχαν περάσει τρεις μέρες πάνω σε αυτό το γιοτ και το απέραντο γαλάζιο είχε αρχίσει να μου την δίνει στα νεύρα, η ανάγκη μου για αίμα με έκανε να νιώθω σαν τον ναρκομανή σε απεξάρτηση και οι ατελείωτες ώρες αδράνειας με έκαναν πιο νευρικό από ποτέ αλλά περισσότερο το ότι μπροστά στην αδελφή μου έπρεπε να δείχνω φυσιολογικός αυτό με έφτανε στα όρια μου, μην πω ότι με έκανε να τα ξεπερνάω.

Περίμενε πως και πως αυτήν την ημέρα που θα ήμασταν με την Μπέλλα και πάλι μαζί και τώρα που την έχω εδώ, δίπλα μου, δεν μπορώ να το χαρώ, η θλίψη μου για την μητέρα μου επισκίαζε τα πάντα. Πως μπορούσα να δεχτώ ότι την είχα χάσει; Απλά μου ήταν αδύνατον. Φυσικά η Μπέλλα έκανε τα πάντα για να με κάνει να νιώσω καλύτερα και δεν έφευγε στιγμή από δίπλα μου αλλά εγώ είχα κλειστεί τόσο στον εαυτό μου που υπήρχαν ακόμα και στιγμές που δεν καταλάβαινα την παρουσία της όμως όταν εκείνη ήταν δεν ήταν δίπλα μου πάντα την αναζητούσα έστω και με την ματιά μου.

Εκεί που κοιμόμουν ξαφνικά ένιωσα την μηχανή να σβήνει και αυτόματα άνοιξα τα μάτια μου. Η Μπέλλα δεν ήταν κοντά μου και αυτό με παραξένεψε τόσο που ένιωσα την ανάγκη να πάω να την βρω. Φτάνοντας στο σαλονάκι είδα από τα παράθυρα να υπάρχει μια περίεργη ομίχλη και παραξενεύτηκα αλλά μόλις πήγα να ανοίξω την πόρτα για να βγω έξω την βρήκα κλειδωμένη.

«Όλοι έχουν μαζευτεί πάνω στο πιλοτήριο» άκουσα τον Κλάους να με ενημερώνει αδιάφορα και χωρίς δεύτερη σκέψη ανέβηκα να πάω να τους βρω.

Πράγματι ήταν μαζεμένοι όλοι εκεί εκτός της Μπέλλας και του Μπρεκ που είχαν σταθεί μπροστά στην πλώρη. Η εικόνα τους με έκανε για λίγο να τα χάσω. Η Μπέλλα μπροστά να κρατάει την κουπαστή με τον Μπρεκ από πίσω της να έχει καλύψει σχεδόν όλο της το σώμα με τα δάχτυλα τους να μπλέκονται μεταξύ τους καθώς με αυτό τον τρόπο ο Μπρεκ κράταγε και ο ίδιος την κουπαστή με έκανε να εκραγώ. Το αίσθημα της ζήλιας να τρυπώσει βαθιά μέσα μου και εκεί που προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι ήταν παράλογος και ότι σίγουρα κάποιος λόγος υπάρχει που είναι εκεί και μάλιστα σε αυτήν την στάση να κρατάνε τώρα την κουπαστή εκεί ήρθε ο Έμετ να με κάνει να ξεπεράσω τα όρια μου.

«Δεν μοιάζουν σαν ερωτευμένο ζευγαράκι;» ρώτησε ο Έμετ δίπλα μου κάνοντας τον εκνευρισμό μου να εκτοξεύεται στα ύψη αλλά αυτό που ήρθε αμέσως μετά κάλυψε οποιαδήποτε αντίδραση μου.

Η ομίχλη μας κύκλωσε τελείως, η εικόνα του Μπρεκ και της Μπέλλας χάθηκε ενώ η Άλις ξαφνικά κλείνοντας τα μάτια της με τα χέρια της άρχισε να κλαίει βουβά. Δεν το σκέφτηκα, σβήνοντας την απόσταση αμέσως στάθηκα δίπλα της και παίρνοντας την στην αγκαλιά μου προσπάθησα απελπισμένα να καταλάβω τι της συμβαίνει αλλά εκείνη δεν μίλαγε.

«Άλις προσπάθησε να τους αγνοήσεις. Ο Μπρεκ θα μας πάρει γρήγορα από εδώ» της υποσχέθηκε ο Τζάσπερ καθώς την χάιδευε παρηγορητικά στα μαλλιά και τον κοίταξα με απορία.

«Οι ψυχές που έχουν εγκλωβιστεί στην ομίχλη προσπαθούν να την προσεγγίσουν για να τους βοηθήσει» εξήγησε και αυτό έκανε την αγωνία μου να φτάσει στο αποκορύφωμα.

«Που διάολο βρισκόμαστε επιτέλους και πως μπορεί ο Μπρεκ να μας πάρει από εδώ από την στιγμή που είναι οι μηχανές σβησμένες;» ξέσπασα χωρίς να έχω άλλες αντοχές σφίγγοντας την Άλις περισσότερο απάνω μου υποσυνείδητα για να την προστατέψω και ο πατέρας του Τζάσπερ έλυσε την σιωπή του.

«Βρισκόμαστε στο Τρίγωνο των Βερμούδων» δήλωσε και όλοι τον κοιτάξαμε σοκαρισμένοι ακόμα και η Άλις που τίναξε το κεφάλι της απάνω από την έκπληξη.

«Και ο Μπρεκ;» ρώτησε η Άλις και ο πατέρας του Τζάσπερ συνέχισε.

«Ο Μπρεκ είναι Βερμουδιανός – όπως αποκαλούν τους εαυτούς τους – έχει γεννηθεί στην νήσο που βρίσκεται πίσω από την ομίχλη και είναι ας το πούμε κάπως ιδιαίτερος» είπε χαμηλόφωνα.

«Δηλαδή είναι μεταλλαγμένος;» ρώτησε ο Έμετ μεταξύ σοβαρού και αστείου και ο πατέρας του Τζάσπερ γύρισε για να τον αντικρίσει αυστηρά καθώς εξηγούσε σε όλους μας.


«Δεν έχει αποδειχτεί τίποτα επιστημονικά αλλά από όσο φαίνεται αυτή η ομίχλη επηρεάζει όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα. Όποιο πλοίο παρασύρετε από την ομίχλη με αναμμένη μηχανή δεν κατάφερε να βγει από αυτήν, οι κάτοικοι του νησιού λένε ότι τους παρασέρνει σε μια δύνη και εκεί βυθίζονται. Υπάρχει μόνο μια είσοδος και για να την βρεις θα πρέπει να είσαι πολύ τυχερός και με μεγάλες αντοχές για να τα καταφέρεις. Όσοι διασώθηκαν πάλευαν μέρες μέσα στην θάλασσα τυφλοί από την ομίχλη που δεν τους επέτρεπε να βλέπουν τίποτα μπροστά τους. Όσοι όμως έχουν γεννηθεί σε αυτήν την νήσο με κάποιον τρόπο μπορούν να ελέγχουν τα στοιχεία της φύσης και φυσικά να καταφέρνουν να χρησιμοποιούν την δύναμη της ομίχλης υπέρ τους. Έτσι και ο Μπρεκ που έχει γεννηθεί εδώ είναι ο μόνος που μπορεί να μας οδηγήσει στην μοναδική είσοδο που υπάρχει, αν κάποιος από μας βγει έξω θα παρασυρθεί από την δίνη μακριά από το γιοτ γι αυτό σας συνιστώ να μην σκεφτείτε να το κάνετε»

«Και η Μπέλλα;» ρώτησα χωρίς ανάσα πριν καν το σκεφτώ.

«Γι αυτό την κρατάει μπροστά του...» διευκρίνισε ο Τζάσπερ με έμφαση... «Για να μην την καταπιεί η δίνη» συμπλήρωσε κοιτώντας τον Έμετ με ένα ειρωνικό ύφος.

«Οπότε είναι μεταλλαγμένος» είπε περισσότερο πεπεισμένος ο Έμετ για τον Μπρεκ και ο πατέρας του Τζάσπερ τα παράτησε, δεν έβρισκε τον λόγο να τον πείσει για το αντίθετο. Εδώ που τα λέμε και εγώ το ίδιο σκεφτόμουν αλλά δεν το παραδέχτηκα μπροστά τους.

Όσο πέρναγε η ώρα και καθώς η ομίχλη μας κατάπινε περισσότερο, η κατάσταση άρχισε να γίνεται χειρότερη. Η Άλις όσο περισσότερο το γιοτ εισχωρούσε μέσα στην ομίχλη τόσο εκείνη χειροτέρευε και μαζί με τον Τζάσπερ προσπαθούσαμε μάταια να την παρηγορήσουμε καθώς εκείνη έτρεμε περισσότερο μέσα από τα αναφιλητά της αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, το γιοτ άρχισε να κουνιέται πάρα πολύ με την πλώρη του να βυθίζεται μέσα στο νερό και έβγαινε ξανά στην επιφάνεια με όλες τις ξύλινες επιφάνειες του να τρίζουν τόσο ανατριχιαστικά που μας έκαναν να θέλουμε να κλείσουμε τα αυτιά μας για να μην τις ακούμε ενώ παράλληλα πιανόμασταν από όπου βρίσκαμε για να καταφέρουμε να μην βρεθούμε στο πάτωμα.

Το αποκορύφωμα όλων όμως ήταν ότι όσο πιο βαθιά πηγαίναμε μέσα στην ομίχλη τόσο το σκοτάδι μας κύκλωνε και την στιγμή που αρχίσαμε να μην βλέπουμε τίποτα μπροστά μας ένα φως ήρθε από την πλώρη για να φωτίσει λίγο τον γύρω χώρο. Ανασηκώνοντας το κεφάλι μου κοίταξα μπροστά και μόλις ανακάλυψα από που έρχεται το φως έμεινα εκστασιασμένος να κοιτώ προς την πλώρη χωρίς ανάσα.

Το φως που αναδυόταν από το σώμα της Μπέλλας με την ομίχλη να την κυκλώνει την έκανε να μοιάζει με άγγελο και καθώς ο λυσσασμένος άνεμος μαστίγωνε τα κορμιά τους που ήταν ήδη μούσκεμα, άξαφνα η πλώρη για άλλη μια φορά βυθίστηκε τελείως μέσα στο νερό και η Μπέλλα με τον Μπρεκ πίσω της να την κρατάει σφιχτά χάθηκαν μέσα στο νερό μαζί με το μισό κατάστρωμα.

Η καρδιά μου πάγωσε, το μυαλό μου αρνιόταν να συνεργαστεί και μέχρι να ξαναδώ το μπροστινό μέρος του γιοτ να βγαίνει ξανά στην επιφάνεια δεν είχα ιδέα πως κρατήθηκα να μην τρέξω κοντά της αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε να γίνει αυτό. Μια μαύρη τρύπα ρούφηξε όλο το γιοτ και τα νερά έγιναν για άλλη μια φορά ήρεμα. Το γιοτ σταμάτησε να τρίζει και καθώς όλοι σχεδόν ταυτόχρονα ξεφύσησαν ανακουφισμένοι είδα την Μπέλλα να πετάγεται έξω από αυτό και με ένα σκοινί να το κατευθύνει προς ένα σημείο που πιο πάνω από το κεφάλι της έδειχνε σαν άνοιγμα αλλά το φως του δεν ήταν επαρκή ώστε να μας κάνει να μπορέσουμε να διακρίνουμε τα απόκρημνα σημεία του βράχου που ήταν αρκετά άγρια ακόμα και για τα δικά μου πόδια που ήταν πιο αυθεντικά πόσο μάλλον για έναν απλό θνητό.

Με την λάμψη που ανέδυε το σώμα της, έμεινε λίγο πιο μακριά μας για να φωτίζει το μικροσκοπικό διάδρομο που υπήρχε και με οδηγό τον Μπρεκ παίρνοντας όλοι στα χέρια μας τα σακίδια πλάτης που μας είχε δώσει ο πατέρας του Τζάσπερ με τα απολύτως απαραίτητα τον ακολουθήσαμε μέχρι το μεγάλο άνοιγμα που μας οδηγούσε σε έναν άλλον κόσμο που ήταν λες και είχε βγει μέσα από ένα παραμύθι.

Το πράσινο μας τύφλωσε ενώ οι μυρωδιές που ήρθαν να μας κατακλείσουν έκαναν τα πνευμόνια μας να πονάνε από το υπερβολικό οξυγόνο που υπήρχε εδώ. Η Μπέλλα δεν σταμάτησε και το ίδιο κάναμε και εμείς. Με εκείνη και τον Μπρεκ μπροστά προχωράγαμε για αρκετή ώρα χωρίς σταματημό μέχρι που η Άλις πρώτη από όλους κουράστηκε και αναγκαστικά κάναμε μια στάση για να πάρει μια ανάσα σε ένα εκπληκτικό τοπίο όπου ένας καταρράκτης δημιουργούσε γύρω του διάφορα ουράνια τόξα. Η Άλις κατενθουσιασμένη από αυτό που έβλεπε, τρέχοντας προς τον καταρράκτη άρχισε να παίζει με το νερό που έσκαγε στα πόδια της ενώ η ίδια μπήκε όλη από κάτω για να δροσιστεί. Η Μπέλλα δεν την έχανε από τα μάτια της ενώ η λάμψη του σώματος της όσο πέρναγε η ώρα ένιωθα να δυναμώνει και περισσότερο.

«Τι θα γίνει τώρα έτσι θα λάμπει αυτή όλη την ώρα σαν ντισκόμπαλα;» μουρμούρισε ο Έμετ δίπλα μου και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του εκνευρισμένος.

«Δεν είναι ανατριχιαστικά αηδιαστικό; Το είχα ξεσυνηθίσει τελείως» τον σιγοντάρισε η Ρεμπέκα και δεν είχα ιδέα πως κρατήθηκα να μην τους ορμίσω.

Η Μπέλλας δεν έδειχνε να ενοχλείτε και τόσο από τα λόγια τους, περισσότερο θα έλεγα ότι μάλλον ήταν συνηθισμένη σε τέτοιου είδους σχόλια αλλά εγώ δεν κατάφερα να μείνω αμέτοχος σε όλο αυτό.

«Θα μπορούσες να ήσουν λιγάκι πιο διακριτικός σε παρακαλώ;» του είπα αυστηρά και εκείνος μου έκανε μια ειρωνική γκριμάτσα.

«Μην σου θίξουμε το γκομενάκι» είπε και άστραψε το μάτι μου.

«Για ποιον λόγο θέλησες να μας ακολουθήσεις Έμετ;» τον ρώτησα με όλον τον εκνευρισμό που με είχε καταβάλει να εκφράζεται στα χαρακτηριστικά μου.

«Είσαι με τα καλά σου; Θα έχανα ποτέ τέτοια ευκαιρία με τόσους βρικόλακες και λυκάνθρωπους τριγύρω;...» ρώτησε ενώ ανασήκωνε τα φρύδια του παιχνιδιάρικα αφήνοντας με να καταλάβω ακριβώς τις βρώμικα σχέδια του που είχε κάνει μέσα στο μυαλό του... «Από την άλλη όταν κατάλαβα ότι θα είναι και ο λιγούρης εδώ...» πρόσθεσε κοιτώντας μοχθηρά προς την μεριά του Τζάσπερ που είχε πλησιάσει την Άλις και συμμετείχε στο παιχνίδισμα που έκανε με το νερό με ένα χαμόγελο που δεν σου άφηνε περιθώρια να αμφισβητήσεις το πόσο αγνά συναισθήματα είχε για εκείνην... «Δεν υπήρχε περίπτωση να τους αφήσω μόνος τους να αλωνίζουν χωρίς κάποιον να τους ελέγχει από την στιγμή που ξέρω ότι εσένα δεν ιδρώνει το αυτί σου»

«Τι κόλλημα έχεις πάθει πια με την πάρτη του;...» αναφώνησα χωρίς να υπολογίζω την φωνή μου... «Και στην τελική δεν σου πέφτει λόγος. Από την στιγμή που η Άλις νιώθει καλά μαζί του σου απαγορεύω να ανακατευτείς στα πόδια τους. Έγινα κατανοητός;» τον ρώτησα σκληρά και εκείνος ανασήκωσε το φρύδι του ειρωνικά.

«Τα ίδια θα έλεγες αν ήξερες....» προσπάθησε αλλά η παρουσία της Μπέλλας του έκοψε αμέσως την φόρα.

«Η Άλις έχει το δικαίωμα να κάνει αυτό που νιώθει όπως όλοι μας και αν θες την γνώμη μου δεν ανησυχώ τόσο για εκείνην όσο για σένα Έμετ γι αυτό κράτα τις σκέψεις σου για τον εαυτό σου και κοίτα εκεί που θα πάμε να κρατήσεις και τα χέρια σου κοντά γιατί δεν θα ανεχτώ κανένα παράπτωμα από κανέναν σας» δήλωσε αυστηρά και την κοίταξα καχύποπτα. Τι εννοούσε με αυτό; Αναρωτήθηκα αλλά καθώς εκείνη συνέχιζε δεν μου δόθηκε η αφορμή προς το παρών να λύσω το ερώτημα που στριφογύριζε την σκέψη μου.

«Και μιας που το έφερε η κουβέντα θα ήθελα να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα πριν προχωρήσουμε... Οι πρώτοι κάτοικοι της νήσου αυτής εγκαταστάθηκα εδώ από πολύ πριν γεννηθούμε εμείς όποτε καταλαβαίνετε ότι όλα τους τα ήθη, τα έθιμα αλλά περισσότερο οι νόμοι τους έχουν μείνει σε εκείνην την εποχή. Οι περισσότεροι δεν μπορείτε να τα γνωρίζεται αλλά δεν θα σας είναι δύσκολο να τους καταλάβετε και απαιτώ να τους σεβαστείτε γιατί εδώ δεν ήρθαμε για να τους αλλάξουμε την ζωή αντιθέτως μας κάνουν χάρη που μας φιλοξενούν και θέλω να είστε ευγνώμονες γι αυτό γιατί είναι το μοναδικό μέρος που δεν μπορεί κανείς να μας πλησιάσει. Πέρα από αυτό υπάρχει φυσικά και το πρόβλημα της επιβίωσης. Θα χρειαστεί όλοι σας να αρκεστείτε σε ότι μας παρέχουν από όσα διαθέτουνε και τίποτα παραπάνω. Όσο για μας που έχουμε και διαφορετικές ανάγκες...» συνέχισε κοιτώντας έντονα προς τα εμένα, την Ρεμπέκα και τον Κλάους... «Τις ιδιαιτέρες προτιμήσεις σας για όσο θα είμαστε εδώ θα αναγκαστείτε να της καταπνίξετε...»

«Εννοείς ότι δεν θα κυνηγάμε;» ρώτησε με φρίκη η Ρεμπέκα και η Μπέλλα γύρισε υπομονετικά την ματιά της προς το μέρος της.

«Αυτό ακριβώς εννοώ... Ότι υπάρχει από ζωή εδώ είναι αρκετά περιορισμένη για τους κατοίκους της πόσο μάλλον αν αρχίσουμε και το κυνήγι τότε θα εξαλειφτούν πολύ πιο γρήγορα» επιβεβαίωσε και άρχισε να με πιάνει μια περίεργη αγωνία. Ήδη είχα φτάσει στα όρια της τρέλας τόσες μέρες χωρίς να ικανοποιώ τις ανάγκες μου πως θα άντεχα παραπάνω;

«Δεν πας καλά αδελφούλα, πως περιμένεις να καταφέρουμε να συγκρατηθούμε; Ήδη είμαστε τέσσερις μέρες χωρίς κυνήγι αν αυτό συνεχιστεί μην ελπίζεις...»

«Δεν βασίζομαι στην ελπίδα Ρεμπέκα και αυτό σας το δηλώνω από τώρα... Όποιος από εσάς παραβεί αυτούς τους κανόνες θα βρεθεί έξω από αυτό το νησί την επόμενη στιγμή χωρίς καμία διάκριση» της δήλωσε κατηγορηματικά.

«Μα πως μπορείς...» προσπάθησε πάλι η Ρεμπέκα αλλά η Μπέλλα αμέσως την διέκοψε.

«Δεν θα είναι για πάντα Ρεμπέκα. Μια φορά την εβδομάδα πηγαίνουμε για κυνήγι στα πλησιέστερα νησιά ανά ομάδες» την διαβεβαίωσε η Μπέλλα και η Ρεμπέκα αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Κλάους που δεν είχε βγάλει άχνα, όχι μόνο τώρα αλλά και σε ολόκληρο το ταξίδι. Ήταν πολύ περίεργος γενικότερα αλλά κάτι πάνω του, πέρα από αυτό, με έκανε να μην τον εμπιστεύομαι καθόλου.

«Μην ανησυχείς Ίζαμπελ, έχεις τον λόγο μας ότι δεν θα τους ενοχλήσουμε» δήλωσε εκείνος απόλυτα σοβαρός και η Μπέλλα κατένευσε προς απάντηση του.

«Όπως επίσης δεν θα ανεχτώ και από κανέναν σας να παρασύρει καμία ή κανέναν...» τόνισες προς τον Έμετ και την Ρεμπέκα περισσότερο... «Στα ερωτικά σας παιχνίδια» συνέχισε αυστηρά και ο πατέρας του Τζάσπερ που μας είχε πλησιάσει συνέχισε για εκείνην.

«Εδώ έχουν μεγαλώσει αλλιώς και όταν αγαπούν κάποιον ή κάποιαν αυτό τους στιγματίζει για πάντα. Δεν ζείτε πια στην Αμερική γι αυτό να σκεφτείτε δύο και τρεις φορές ποιον θα κοιτάξετε παραπάνω για οποιονδήποτε λόγο» ενίσχυσε τα λόγια της και η Ρεμπέκα αλλά και ο Έμετ τον κοίταξαν με έναν απαξιωτικό τρόπο.

«Εδώ κρυβόσασταν όταν ο θείος έχασε τα ίχνη σας» δήλωσε ο Έμετ την διαπίστωση του και ο πατέρας του Τζάσπερ του το επιβεβαίωσε με το βλέμμα που του έριξε... «Τώρα εξηγείτε το γιατί ο γιός σου συμπεριφέρεσαι σαν να είναι από άλλον πλανήτη» συνέχισε αυθάδικα και ο Τζάσπερ που μας πλησίασε εκείνη την στιγμή τον έστειλε με την απάντηση του.

«Ήταν χίλιες φορές καλύτερα από το να ζούμε μέσα στον φόβο. Τουλάχιστον εδώ δεν χρειάζονταν να φοβόμαστε μήπως ο λατρεμένος σου θείος μας σκοτώσει εν ψυχρό όπως σκότωσε την μητέρα μου» του είπε με δηλητήριο στην φωνή του χωρίς να υπολογίσει την Άλις που ήταν δίπλα του και καθώς ένιωσε το πάγωμα της γύρισε να την αντικρίσει μετανιωμένος.

«Άλις, συγνώμη. Δεν ήθελα, εννοώ...» είχε χάσει πια τα λόγια του και ο πατέρας του έσπευσε να τα μπαλώσει.

«Εδώ δεν είσαστε τα παιδιά αυτών που μας έκλεψαν την ελευθερία αλλά ανεξάρτητοι άνθρωποι που ο καθένας ορίζει μόνος τους το μέλλον» είπε απευθυνόμενος σε όλους μας και κοίταξα προς την Άλις που είχε ταραχτεί με όλα αυτά και αμέσως σηκώθηκα για να την πλησιάσω για να την παρηγορήσω και εκείνη αμέσως κλείστηκε στην αγκαλιά μου.

«Ο κάθε ένας από μας έχει την δική του μοίρα και τον δικό του σταυρό να κουβαλήσει. Αυτή η μοίρα δεν ορίζεται από που προέρχεστε αλλά από που εσείς θέλετε να την πάτε. Στο χέρι σας είναι η ζωή σας και μόνο από εσάς τους ίδιους θα καθοριστεί. Δεν πρόκειται να σας κρίνει ποτέ και κανείς για όσα έκαναν οι δικοί σας τα περασμένα χρόνια αλλά οι δικές σας πράξεις θα σας στιγματίσουν για πάντα. Κάνετε ένα νέο ξεκίνημα, πάρτε τα εφόδια που έχετε ανάγκη και προχωρήστε μπροστά την ζωή σας χρησιμοποιώντας αυτά τα εφόδια με σύνεση» συμπλήρωσε ο Μπρεκ και όλοι μείναμε να τον κοιτάμε με ανοιχτό το στόμα. Ήταν η δεύτερη φορά που τον άκουγα να βγάζει έναν τόσο μεγάλο λόγο. Δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί όμως όπως και την πρώτη φορά έτσι και τώρα τα λόγια του με χτύπησαν κατάστηθα. Η ανακούφιση που με έκανε να νιώθω τα λόγια του μου έδιναν μια δύναμη που δεν μπορούσα να μην με κάνουν να τον ευγνωμονώ που ήταν δίπλα μας ακόμα και όταν αυτός παρμένε στην σιωπή του. 

Μετά από αυτό όλοι σηκωθήκαμε και ξεκινήσαμε ξανά την πορεία μας προς το σημείο όπου οι κάτοικοι του νησιού αυτού είχαν φτιάξει τα σπίτια τους. Ήταν ένα όμορφό μέρος στο πίσω μέρος του νησιού με την θάλασσα αρκετά κοντά να βρέχει τους πρόποδες του περίεργου χωριού που είχαν φτιάξει με ξύλινα σπίτια. Βλέποντας το ένιωθες ότι οι άνθρωποι δεν γνώριζαν τον πολιτισμό. Δεν υπήρχε τίποτα που θα σε έκανε να νιώσεις ότι οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν στον 21 αιώνα. Αντίθετα η αρμονία και ευτυχία που πλαισίωναν τα πρόσωπα τους σε έκανε αμέσως να καταλαβαίνεις ότι δεν τους έλειπε τίποτα. Ήταν τόσο ξέγνοιαστοι και απαλλαγμένοι από όλο το άγχος που χαρακτήριζε την γενιά μας.

Καθώς πλησιάζαμε προς το κέντρο του χωριού, όλοι οι κάτοικοι άρχισα να μας πλαισιώνουν αλλά δεν μας κοίταζαν με περιέργεια και αυτό ήταν κάτι που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ήταν σαν να μας ήξεραν χρόνια και τώρα μας καλωσόριζαν ξανά πίσω. Όλοι πλησίαζαν πρώτα την Μπέλλα κάνοντας μια υπόκλιση μπροστά της προσφωνώντας την Κουιν και εκείνη τους το ανταπέδιδε με τον ίδιο σεβασμό που υπήρχε και στο δικό τους πρόσωπο προσφωνώντας τον κάθε ένα με το όνομα του κλείνοντας τους αμέσως μετά μέσα στην αγκαλιά της ενώ με τον Μπρεκ ήταν πιο διαχυτικοί, εκείνον τον σφιχταγκάλιαζαν και τον χαϊδεύαν στο πρόσωπο και εκείνος τους το ανταπέδιδε το ίδιο θερμά. Το χαμόγελο που δεν έφευγε από το πρόσωπο του καθώς και η ευτυχία που διέκρινες στα χαρακτηριστικά του δεν ήταν κάτι που μου διέφυγε της προσοχής μου, όπως τον έβλεπα ένιωθα ότι είχε φύγει ένα μεγάλο βάρος από πάνω του, ένα βάρος που πάντα με έκανε να νιώθω ότι κουβαλούσε όλο το διάστημα όσο ήταν μαζί μας.

«Τι μεγαλόψυχη Βασίλισσα» μουρμούρισε η Ρεμπέκα με αηδία στην φωνή της και ο Τζέικοπ που το άκουσε γύρισε την ματιά του προς το μέρος της απότομα κάνοντας μας όλους να σταματήσουμε ξαφνικά τον βηματισμό μας.

«Δεν είναι η Βασίλισσα τους» είπε με ένα τελείως εκνευρισμένο ύφος σαν να είχε τελειώσει η υπομονή του μαζί της αλλά πάντα σοβαρός.

«Και τότε γιατί την αποκαλούν Κουίν και υποκλίνονται μπροστά της;» τον προκάλεσε η Ρεμπέκα περισσότερο με δηλητήριο στην φωνή της.

«Γιατί αυτό είναι το επίθετο της και από σεβασμό για όσα τους έχει προσφέρει» της απάντησε κοφτά ο Τζέικοπ και γυρίζοντας ξανά μπροστά έληξε αυτήν την σύντομη συζήτηση εδώ χωρίς να της δίνει το περιθώριο να το σχολιάσει περεταίρω και εμείς ακολουθήσαμε αμίλητοι.

Προσπερνώντας όλα τα σπίτια που υπήρχαν στην σειρά, ο Μπρεκ με την Μπέλλα που ήταν μπροστά μας οδήγησαν στο τέλος του χωριού όπου υπήρχε κάτι σαν πλατεία. Στο κέντρο αυτής της ιδιόρρυθμης πλατείας υπήρχε ένα ύψωμα και πάνω σε αυτό μια πολυθρόνα από μπαμπού με μια μεγάλης ηλικίας κυρία να κάθεται πάνω σε αυτήν ενώ αριστερά της και δεξιά της ο κόσμος που βγήκε από τα σπίτια του για να δει τον ερχομό μας πήγαν και στάθηκα δίπλα της. Τα μικρότερα παιδία του χωριού αντί να ακολουθήσουν τους γονείς τους πλαισίωσαν την Μπέλλα και τον Μπρεκ με μια ιδιαίτερη χαρά και εκείνοι χαμογελώντας τους τα χάιδευαν τρυφερά και τα φιλούσαν ενώ τους παρότρυναν αμέσως μετά να πάνε στους γονείς τους μέχρι που έφτασαν μπροστά ακριβώς από την γεραιότερη κυρία που στεκόταν ακόμα πάνω στην υπερυψωμένη της καρέκλα και τους κοίταζε με θαυμασμό.

Μόλις στάθηκαν μπροστά της και οι δύο ταυτόχρονα κοκάλωσαν, έκαναν μια βαθιά υπόκλιση και έμειναν εκεί χωρίς να πούνε κάτι ενώ εμείς κοιταχτήκαμε μεταξύ μας χωρίς να ξέρουμε αν πρέπει να κάνουμε το ίδιο. Αφού είδαμε ότι ο Τζάσπερ και ο πατέρας του έκαναν το ίδιο εγώ με την Άλις αφού ανταλλάξαμε μια ματιά τους μιμηθήκαμε χαμηλώνοντας το κεφάλι ενώ ο Κλάους, η Ρεμπέκα και ο Έμετ δεν κουνήθηκαν καθόλου, ιδίως ο Έμετ στριφογύρισε τα μάτια του με αηδία κοροϊδευτικά.

«Αγαπητό μου παιδί, πόσο χαίρομαι που γύρισες κοντά μας» είπε η γεραιότερη κυρία ενώ σηκώθηκε και κατεβαίνοντας από τον θρόνο της πλησίασε τον Μπρεκ με πραγματική συγκίνηση.

«Μητέρα» της ανταπέδωσε ο Μπρεκ και αφού ίσιωσε το κορμί του την φίλησε τρυφερά και αμέσως πήρα την ματιά μου από πάνω τους. Αυτή η εικόνα με έκανε να πονέσω τόσο πολύ που δεν είχα ιδέα πως κρατήθηκα να μην ουρλιάξω όλο τον πόνο που με διαπέρασε.

«Ευλογημένο μου παιδί» συνέχισε η γεραιότερη κυρία προς την Μπέλλα και μόλις την πλησίασε έβαλε απαλά τα χέρια της πάνω στους ώμους της και η Μπέλλα ισιώνοντας το κορμί της την φίλησε επίσης σταυρωτά.

«Μην ξεράσω τώρα» άκουσα να σχολιάζει η Ρεμπέκα σχεδόν από μέσα της ενώ ο Κλάους την σκούντησε γρήγορα με τον αγκώνα του για να το βουλώσει καθώς η Μπέλλα χαιρετούσε την μητέρα του Μπρεκ.

«Πρεσβυτέρα» είπε με σεβασμό προς το πρόσωπο της.

«Ξένοι...» τέλος η μητέρα του Μπρεκ απευθύνθηκε προς τα εμάς και βλέποντας τον Τζάσπερ και τον πατέρα του να ορθώνουν τα κορμιά τους, του μιμηθήκαμε και εμείς... «Καλωσορίσατε στο νησί μας. Εύχομαι εδώ να βρείτε την γαλήνη και την γνώση που αναζητάτε» συμπλήρωσε και αυθόρμητα ένιωσα την ανάγκη να την ευχαριστήσω γι αυτήν της την προσφορά.

«Ευχαριστούμε για την φιλοξενίας σας» είπα μόνο εγώ ενώ όλοι οι άλλοι σιώπησαν και από το βάθος ένα μικρό κορίτσι πάνω κάτω ενός χρόνων μέσα από την αγκαλιά της μητέρας του σήκωσε το κεφαλάκι της και κάρφωσε την ματιά της απάνω μου. Οι ξανθές μπούκλες που πλαισίωναν το μικροσκοπικό της προσωπάκι την έκαναν να μοιάζει με άγγελο ενώ τα καταγάλανα μάτια της αμέσως ένιωσα να με μαγνητίζουν. Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που με έκανε να θέλω να την κοιτώ αλλά μόλις οι ματιές μας συναντηθήκαν δεν μπόρεσα να κρύψω το χαμόγελο που μου έφερε στα χείλι και μόλις εκείνη το αντιλήφτηκε μου το ανταπέδωσε με ένα τελείως ναζιάρικο τρόπο που με έκανε να χαμογελάσω πιο πλατιά.

«Σίγουρα θα είσαστε κουρασμένοι από το ταξίδι και αρκετά πεινασμένοι... Παρακαλώ πηγαίνατε να τακτοποιηθείτε και θα σας περιμένουμε με μεγάλη χαρά στο δείπνο που σας έχουμε ετοιμάσει. Τζέικοπ...» συνέχισε η μητέρα του Μπρεκ και ο πατέρας του Τζάσπερ αμέσως ανταποκρίθηκε κάνοντας μια υπόκλιση προς το μέρος της πρώτα και μετά γυρίζοντας προς την μεριά μας, μας παρότρυνε να τον ακολουθήσουμε.

Εγώ για κάποιον λόγο δεν μπορούσα να αφήσω την ματιά μου από αυτό το μικρό αγγελούδι και στην αρχή δεν κατάλαβα ότι η Άλις με τραβούσε.

«Δεν είναι πολύ όμορφη!!!» σχολίασε η Άλις με θαυμασμό καθώς κοίταζε προς το μέρος που είχα καρφώσει την ματιά μου και εγώ κατένευσα προς απάντηση της όμως όταν είδα την μητέρα της μικρής να πλησιάζει προς τον Μπρεκ τότε η έκπληξη μου έγινε ακόμα μεγαλύτερη.

«Αυτή είναι η κόρη μας» σύστησε η μητέρα στον Μπρεκ τον μικρό άγγελο και ο Μπρεκ συγκινημένος την κράτησε στην αγκαλιά του με ευλάβεια. Ένα αίσθημα ζήλια ήρθε να φωλιάσει μέσα μου που με έκανε να παραξενευτώ και αμέσως ακολούθησα τους υπόλοιπους τελείως σοκαρισμένος με τον εαυτό μου.

Ποτέ δεν είχα νιώσει την ανάγκη της πατρότητας, πάντα θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ μικρό για κάτι τέτοιο, ακόμα και όταν η Έλενα μου ανακοίνωσε ότι περιμένει παιδί εμένα με έπιασε πανικός, τώρα για ποιον λόγο να με κάνει αυτή η αγκαλιά να ζηλέψω; Δεν μπορούσα να καταλάβω τον εαυτό μου.

Σίγουρα έπρεπε να ηρεμίσω, όλα όσα μου είχαν συμβεί τις τελευταίες μέρες με είχαν ταράξει σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τα συναισθήματα μου, ούτε καν τον ίδιο μου τον εαυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA