Τα φώτα έκλεισαν, το τραγούδι των γενεθλίων
άρχισε να ηχεί και οι τούρτες άρχισαν να μας πλησιάζουν με την Μπέλλα να
κρατάει την δική μου και τον Μπρεκ την τούρτα της Άλις. Με την άκρη των ματιών
μου έβλεπα τον πατέρα μου να κοιτάει έντονα την μητέρα μου και εκείνη να
ανταποδίδει το βλέμμα του με ένα βλέμμα που όμοιο του δεν είχε υπάρξει ξανά.
Ήταν τελείως αφοπλιστικό και αποφασιστικό, δεν άφηνε περιθώρια για αμφισβήτηση
ότι ήταν δική της δουλειά αλλά πέρα από αυτό υπήρχε και κάτι παραπάνω, δήλωνε
νίκη. Η μητέρα μου τελικά πράγματι μας αποχαιρετούσε με τον τρόπο της το πρωί,
τώρα ήμουν βέβαιος γι αυτό και όλο αυτό με έκανε να ανησυχώ. Αν πράγματι είχε
σχεδιάσει την διαφυγή μας γιατί δεν ήθελε να έρθει μαζί μας; Ήξερε – όπως και
όλοι μας – ότι αυτό ο πατέρας μου δεν θα το άφηνε ατιμώρητο και αυτό ήταν κάτι
που δεν θα επέτρεπα ποτέ να γίνει. Μια τρίχα από τα μαλλιά της αν πείραζε θα
είχε να κάνει μαζί μου.
~Μην ξεχάσεις να κάνεις μια ευχή~ άκουσα να
μου ψιθυρίζει μέσα στην σκέψη μου και η ματιά μου επικεντρώθηκε απάνω της. Το
χαμόγελο της έκανε την καρδιά μου να φτερουγήσει αλλά η αγωνία για την μητέρα
μου δεν με άφηνε να το χαρώ όπως θα ήθελα.
Η Έλενα δίπλα μου είχε αρχίσει να εκδηλώνει
την ενόχληση της και κοιτώντας προς τον πατέρα μου του πέρασε ότι απαιτούσε να
κάνει κάτι για όλη αυτήν την κατάσταση αλλά με μια ματιά γύρω του ο πατέρας μου
άξαφνα πάγωσε και εγώ ακολούθησα αυτόματα την ματιά του. Δίπλα στα τσιράκια του
πλέον υπήρχαν παραπάνω από ένας άγνωστοι που εμφανίστηκαν από το πουθενά, η
μυρωδιά τους με έκαναν να καταλάβω ότι ήταν σαν και εμένα ενώ οι ματιές τους
δήλωναν ξεκάθαρα ότι ήταν έτοιμοι για όλα. Ήμουν εκατό της εκατό σίγουρος ότι
ήταν ικανοί να μην υπολογίσουν ούτε τον άμαχο πληθυσμό που ήταν ανίδεος σε ότι
συνέβαινε και για κάποιον λόγο αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Ήταν άραγε ικανή η
Μπέλλα να βάλει σε κίνδυνο τόσους ανθρώπους που έχουν πλήρη άγνοια για τα
πλάσματα που θεωρούν ότι υπάρχουν μόνο στα παραμύθια για εκείνους ενώ εκείνα
ζούνε δίπλα τους μόνο και μόνο για να μας πάρει μακριά από το χειρότερο εχθρό
μας; Όχι δεν μπορεί να ήταν ικανή και ο πατέρας μου το ήξερε και ήμουν σίγουρος
ότι υπολόγιζε σε αυτό, αυτό όμως που δεν υπολόγιζε κανένας μας ήταν την ίδια
την μητέρα μου.
Σβήνοντας ταυτόχρονα με την Άλις τα δέκατα
όγδοα κεριά μας η Άλις χωρίς να έχει άλλη αντοχή έτρεξε προς την Μπέλλα και την
αγκάλιασε με όλη την ευτυχία και την ανακούφιση να αντικατοπτρίζεται στο
πρόσωπο της ακριβώς την στιγμή που τα φώτα ανοίγανε ξανά. Το βλέμμα του πατέρα
μου έσταζε φαρμάκι προς το μέρος της Μπέλλα αλλά εκείνη είχε μάτια μόνο για
μένα και αυτό με τρέλανε ακόμα περισσότερο γιατί με έκανε να μην μπορώ να
συγκεντρωθώ στις σκέψεις που με βασάνιζαν. Για κάποιον λόγο προσπαθούσε να με
αποπροσανατολίσει αλλά γιατί;
«Πήγαινε με τον Μπρεκ στο αυτοκίνητο και περίμενε
μας εκεί» ψιθύρισε στην Άλις η Μπέλλα χωρίς να αποχωρίζεται την ματιά μου
σκανάρωντας όλες τις αντιδράσεις μου και αυτόματα κοίταξα τον πατέρα μου που
εκείνη την στιγμή, χωρίς άλλες αντοχές, πήγε να ζητήσει εξηγήσεις από την
μητέρα μου αλλά εκείνη δεν τον άφησε να πει ούτε μια κουβέντα.
«Ούτε να το διανοηθείς...» δήλωσε
κατηγορηματικά ενώ ενθάρρυνε με το βλέμμα της την Άλις να κάνει ότι της είπε η
Μπέλλα και ας μην γνώριζε τι της είχε μόλις ψιθυρίσει την στιγμή που η Άλις
γύρισε την ματιά της προς το μέρος της αναποφάσιστη... «Αν κάνεις έστω και μια
κίνηση να τους σταματήσεις...» συνέχισε γυρίζοντας την ματιά της αμείλικτη προς
την μεριά του δείχνοντας με τρόπο το μαχαίρι που κράταγε τόση ώρα κρυφά απ’
όλους μας κάτω από την πετσέτα που είχε στα χέρια της.
«Και σίγουρα δεν σε συμφέρει κάτι τέτοιο...»
επενέβη η Μπέλλα που τους είχε πλησιάσει κοιτώντας τον με ένα αυτάρεσκο
χαμόγελο... «Καθώς το αίμα μου στις φλέβες της ξέρεις πολύ καλά την επίδραση θα
έχει απάνω της» συμπλήρωσε και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από την μητέρα μου
την έσφιξε μέσα στην αγκαλιά της.
«Να μου τους προσέχεις» παρακάλεσε η μητέρα
μου με πνιγμένη φωνή από την συγκίνηση.
«Με την ίδια μου την ζωή» επιβεβαίωσε η
Μπέλλα και δεν είχα ιδέα πως να αντιδράσω. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα
άφηνα την μητέρα μου πίσω μόνη της με αυτό το τέρας να την βασανίζει γι αυτήν
της την προδοσία.
«Καρλάιλ...» απαίτησε με τον τρόπο της να
κάνει κάτι για όλο αυτό η Έλενα μέσα από τα δόντια της και η Μπέλλα γύρισε προς
την μεριά της ενώ ο πατέρας μου έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι για να
σταματήσει αυτό που γινότανε κοιτώντας προς τους δικούς του αλλά βλέποντας το
πόσο καλά το είχε οργανώσει όλο αυτό η Μπέλλα με την βοήθεια της μητέρας μου
δεν του έδινε το περιθώριο να βρει καμία τρύπα που δεν θα τον έκθετε μπροστά
στα μάτια όλων όσων ήταν παρών σε όλη αυτήν την καλοστημένη παγίδα.
«Θα μου επιτρέψεις να συγχαρώ πρώτα την
νυφούλα μας!» μου ζήτησε την άδεια η Μπέλλα χαμογελώντας μου ενώ πλησίαζε προς
την Έλενα χωρίς να περιμένει απάντηση και εγώ γύρισα αυτόματα την ματιά μου
προς την μητέρα μου αδιαφορώντας για τις προθέσεις της αλλά η μητέρα μου μού
ανταπέδωσε το βλέμμα με ένα γλυκό χαμόγελο. Κάτι την έκανε να μοιάζει πιο
δυνατή και πιο αποφασισμένη από ποτέ, χωρίς να έχει ίχνος φόβου μέσα της και δεν
ήξερα αν αυτό με ανακούφιζε ή με τρόμαζε περισσότερο.
«Έλενα, δεν φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι για σένα
που κατάφερες επιτέλους να κερδίσεις ότι σου άξιζε!» άκουσα την Μπέλλα να λέει
προς τα εκείνη ενώ την αγκάλιαζε και την φιλούσε. Η Έλενα έσφιξε τις μπουνιές
της και κοίταξε προς τον πατέρα μου με περισσότερο εκνευρισμό.
«Καρλάιλ, απαιτώ αμέσως να κάνεις κάτι γι
αυτό...»
«Αλλιώς τι; Θα βάλεις σε κίνδυνο το μοναδικό
πράγμα που θα μπορέσει να σου εξασφαλίσει την αμοιβή σου για τις υπηρεσίες που
τους προσέφερες τόσο καιρό;» την ρώτησε με καθαρό φαρμάκι η Μπελλα διακόπτοντας
την και η Έλενα γύρισε αυτόματα την ματιά της προς το μέρος της δολοφονικά αλλά
της Μπέλλας δεν ίδρωσε το αυτί της, η ματιά της προκαλούσε την Έλενα να
αντιδράσει και εκείνη μην έχοντας άλλη επιλογή τελικά το έβαλε στα πόδια
τρέχοντας προς την ασφάλεια των δικό της με τα μάτια της να τρέχουν
ακατάπαυστα.
«Έντουαρτ;...» άκουσα την Μπέλλα να με
φωνάζει και παίρνοντας μια ανάσα γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της...
«Πρέπει να φύγουμε... Τώρα!!!» τόνισε βλέποντας την μάχη που έδινα μέσα μου.
Οι καλεσμένοι με όσα έβλεπαν δεν ξέρανε τι να
υποθέσουν και τα σούσουρα άρχισαν να γίνονται αισθητά ακόμα και σε έναν κοινό
άνθρωπο και έτσι η μητέρα μου έσπευσε να τους καθησυχάσει ενώ έδινε εντολή
στον Dj να βάλει ξανά μουσική κόβοντας
ταυτόχρονα την τούρτα με τα γκαρσόνια να μας πλησιάζουν για να αναλάβουν τα
υπόλοιπα καθώς ο πατέρας μου έφευγε προς το εσωτερικό του σπιτιού προφανώς για
να μπορέσει να ειδοποιήσει τους δικούς του για να καταφέρει να μας σταματήσει
με τον πατέρα της Έλενας να τον ακολουθεί φανερά εκνευρισμένος ενώ η μητέρα της
παρέμενε δίπλα της προσπαθώντας να την παρηγορήσει.
«Δεν πρόκειται να την αφήσω στο έλεος του. Αν
δεν έρθει η μητέρα μου μαζί μας δεν πάω πουθενά» της δήλωσα κατηγορηματικά και
η καθώς η μητέρα μου το άκουσε άφησε το μαχαίρι της τούρτας σε έναν σερβιτόρο
και ήρθε κοντά μας.
«Είναι δική μου απόφαση όχι δική της» μου
δήλωσε και γύρισα προς την μεριά της για να την κοιτάξω κατάματα.
«Μαμά ξέρεις ότι δεν πρόκειται να το αφήσει
έτσι. Θα...» βάζοντας το χέρι της πάνω στα χείλια μου κούνησε το κεφάλι της
αρνητικά και με αγκάλιασε.
«Να ήξερες μόνο πόσο υπερήφανη είμαι για
σένα...» ψιθύρισε στο αυτί μου συγκινημένη... «Πήγαινε αγόρι μου, φύγε από
αυτήν την κόλαση είναι η μόνη ευκαιρία που έχεις, μην την χάσεις για μένα»
παρακάλεσε και την απομάκρυνα από την αγκαλιά μου για να την αντικρίσω για άλλη
μια φορά.
«Έλα μαζί μας, σε ικετεύω» έκανα άλλη μια
απελπισμένη προσπάθεια αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη.
«Σας αγαπώ, είσαστε όλη μου η ζωή αλλά ήρθε η
ώρα να σας αφήσω Έντουαρτ. Φύγε πριν να είναι αργά» δήλωσε κατηγορηματικά και
με έσπρωξε προς την Μπέλλα.
«Όχι χωρίς εσένα» δήλωσα με περισσότερο
πείσμα και την άρπαξα από το χέρι.
«Έντουαρτ» επενέβη η Μπέλλα και γύρισα προς
την μεριά της εκνευρισμένα... «Δεν έχουμε άλλο χρόνο» είπε αυστηρά δείχνοντας
μου προς το πλήθος που άρχισε ξαφνικά να μας κυκλώνει ενώ από το βάθος έβλεπα
ξανά τον Μπρεκ να κάνει την εμφάνιση του αισθητή.
Γυρίζοντας την ματιά μου προς την μητέρα μου
εκείνη με παρακάλεσε με το ύφος της αλλά εγώ δεν τα παράταγα.
«Γιατί;» απαίτησα να μου πει τον λόγο και
εκείνη κοίταξε την Μπέλλα με ένα παρακλητικό ύφος.
«Έντουαρτ, πρέπει να την αφήσεις, δεν έχουμε
άλλο χρόνο» μου δήλωσε η Μπέλλα για άλλη μια φορά και δεν ήξερα τι να κάνω. Το
ένστικτο μου μού έλεγε ότι στα λόγια της μητέρας μου υπήρχε ένα βαθύτερο νόημα
και αυτό με έκανε να αγωνιώ για εκείνην περισσότερο.
«Πήγαινε αγόρι μου, σε παρακαλώ» προσπάθησε
ξανά η μητέρα μου προσπαθώντας να πάρει το χέρι της από πάνω μου αλλά πλέον το
πείσμα μου με είχε κάνει να μην δέχομαι καμία αντίρρηση.
Τραβώντας την μαζί μου άρχισα να προχωράω
προς το πλήθος με την Μπέλλα να μας ακολουθεί ενώ ο Μπρεκ δεν άργησε να έρθει
δίπλα μου με ένα περίεργο ύφος που δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω. Στην μέση
της διαδρομής ο Έμετ στάθηκε μπροστά μας για να μας σταματήσει και η Μπέλλα
ήρθε δίπλα μας.
«Εγώ δεν μπορώ να έρθω μαζί σας;» ρώτησε με
πικρία και αντάλλαξε ένα βλέμμα με την Μπέλλα.
«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε εκείνη με σκληρό
ύφος και την κοίταξε αποφασιστικά.
«Πάντα ήμουν με το μέρος σας και το ξέρεις»
δήλωσε κατηγορηματικά και εκείνη του έκανε νόημα με μια κίνηση του κεφαλιού της
να προχωρήσει μπροστά χωρίς δεύτερη κουβέντα. Δεν μπορώ να πω ότι αυτό με
χαροποίησε ιδιαίτερα. Δεν ήταν ότι δεν αγαπούσα τον Έμετ αλλά καθώς ήξερα το
πόσο παρτάκιας ήταν δεν μπορούσα και να μην πονηρευτώ γι αυτήν του την απόφαση.
Μετά τους τελευταίους μήνες ποιος μπορούσε να μου εγγυηθεί ότι δεν ερχόταν μόνο
και μόνο για να προδώσει στον πατέρα μου το που πηγαίναμε; Αλλά από την άλλη η
Μπέλλα δεν ήταν χαζή, για να τον εμπιστευτεί σίγουρα κάτι παραπάνω θα ήξερε.
Φτάνοντας στο αυτοκίνητο που μας περίμενε με
συνοδεία ανθρώπων της Μπέλλας, η μητέρα μου με σταμάτησε πριν καταφέρω να την
βάλω να κάτσει στην πίσω θέση την στιγμή που ο Έμετ καθόταν δίπλα στην Άλις που
ήταν ήδη μέσα στο SUV της Μπέλλας.
«Δεν μπορώ να θα έρθω μαζί σας αγόρι μου,
πρέπει να με καταλάβεις» παρακάλεσε και γύρισα προς την μεριά της εκνευρισμένα
την στιγμή που η Άλις καταλαβαίνοντας τι γινόταν άνοιγε την πόρτα για να έρθει
κοντά μας.
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν πρόκειται να σε
αφήσω με αυτό το τέρας. Θα σε κάνει να πληρώσεις πολύ άσχημα για το σημερινό»
της δήλωσα κατηγορηματικά.
«Δεν θα προλάβει» ψιθύρισε για να το ακούσω
μόνο εγώ και την κοίταξα με γουρλωμένα μάτια την στιγμή που γύρισε να
αγκαλιάσει την Άλις.
«Φύγετε καρδιές μου, θα είμαι καλά, μην
ανησυχείτε για μένα. Κάντε τα όνειρα σας πραγματικότητα και μην κοιτάξετε ποτέ
ξανά πίσω. Σας αγαπώ, είστε όλη μου η ζωή» έλεγε με δάκρυα στα μάτια καθώς όσοι
παραφυλάγανε το αυτοκίνητο ξαφνικά ήρθαν δίπλα μας για να μας αναγκάσουν να
μπούμε στο αμάξι με την Μπέλλα να με τραβάει να κάνω το ίδιο.
Πάγωσα, δεν ήξερα τι να σκεφτώ, η ανάσα μου
είχε χαθεί και τα λόγια της σαν μαγνητόφωνο ηχούσαν στα αυτιά μου κάνοντας το
βασανιστήριο μου μεγαλύτερο. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε, οι ρόδες σπινάροντας
άφηναν την σκόνη να σβήσει το μοναδικό πρόσωπο που δεν ήθελα ποτέ να χάσω από
τα μάτια μου ενώ το σπαρακτικό ξέσπασμα της Άλις με έκανε να τρέμω από
απελπισία. Ένιωθα σαν να την είχα χάσει για πάντα. Ήθελα να ουρλιάξω, ο πόνος
στο στήθος μου με έκανε να τρελαίνομαι και όσο το αυτοκίνητο απομακρυνόταν από
το σπίτι τόσο το χέρι μου πάνω στο χερούλι της πόρτα με έκανε να θέλω να το
ανοίξω και αψηφώντας τα πάντα να τρέξω κοντά της για να την πάρω από τα
λυσσασμένα χέρια του που ήμουν σίγουρος ότι με το που θα περνούσε η επίδραση
του αίματος της Μπέλλας από πάνω της θα την ξέσκιζαν για να ικανοποιήσουν την
λύσσα του για εκδίκηση.
«Σταμάτα το αυτοκίνητο τώρα» απαίτησα εκτός
εαυτού και η Μπέλλα πατώντας το γκάζι περισσότερο έριξε ένα βλέμμα προς τον
Μπρεκ χωρίς να μου δώσει καμία απάντηση.
Την ίδια στιγμή που η Μπέλλα κοίταξε τον
Μπρεκ, ένας περίεργος ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο μου το κορμί και ξαφνικά δεν
μπορούσα να αντιδράσω σε τίποτα. Άξαφνα ένιωσα να μουδιάζω και τα πάντα γύρω
μου να μου φαίνονται σαν όνειρο. Ήταν τόσο περίεργο που δεν μπορούσα να προσδιορίσω
τι ακριβώς μου συνέβαινε, με κάποιον τρόπο ένιωθα σαν να είχα βγει έξω από το
κορμί μου και παρατηρούσα ότι γινόταν σαν τρίτο πρόσωπο.
Αυτοκίνητα μας κύκλωσαν από παντού αλλά η
Μπέλλα ήταν τόσο ήρεμη και ανέκφραστη που σε έκανε να νιώθεις ότι δεν την
ενοχλούσαν. Ο Έμετ και η Άλις στην σιωπή δεν μπορούσα να καταλάβω τι κάνανε ενώ
ο Μπρεκ ανέκφραστος φαινόταν σαν να συγκεντρωνόταν σε κάτι. Ένα πέπλο με τύλιξε
ξαφνικά και το κεφάλι μου βάρυνε τόσο που τελικά χωρίς να έχω επιλογή άφησα τα
μάτια μου να κλείσουν. Το κεφάλι μου βαρύ δεν μπορούσε να αντιδράσει σε καμία
σκέψη που με βασάνιζε, τα πάντα γύρω μου με έκαναν να θέλω να αντιδράσω με
κάποιον τρόπο αλλά το σώμα μου και το μυαλό μου αδυνατούσαν να υπακούσουν και
έτσι υπέκυψα και άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να παρασυρθεί στην αδράνεια.
Δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει αλλά όταν
άκουσα την γλυκιά φωνή της και άνοιξα τα μάτια μου δεν αναγνώριζα τίποτα.
Βρισκόμασταν σε ένα λιμάνι με ένα τεράστιο γιοτ να είναι αραγμένο στην
προβλήτα. Ανάμεσα στα πρόσωπα που έβλεπα έξω από αυτό, αναγνώρισα την Άλις που
τώρα ήταν στην αγκαλιά του Τζάσπερ με τον πατέρα του να στέκεται πίσω τους και
τον Έμετ μπροστά τους με μια περίεργη στάση που με έκανε να καταλάβω το πόσο ο
ίδιος προσπαθούσε να συγκρατηθεί για να μην αντιδράσει ενώ η Μπέλλα με τον
Μπρεκ ήταν ακόμα μαζί μου μέσα στο αμάξι να με κοιτάνε με ένα περίεργο ύφος που
δεν μπορούσα να καταλάβω τι δήλωνε.
«Πρέπει να φύγουμε...» άκουσα την Μπέλλα να
ψιθυρίζει δίπλα μου και γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος της σχεδόν
ξαφνιασμένος... «Τα τσιράκια του πατέρα σου δεν θα αργήσουν να μας ανακαλύψουν»
συνέχισε και μηχανικά κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά ενώ ανοίγοντας την πόρτα
μου βγήκα έξω.
Το απαλό αεράκι έκανε το μυαλό μου να
ξεθολώσει για λίγο και κοντοστάθηκα.
«Που είμαστε;» ρώτησα και η Μπέλλα βρέθηκε
στην στιγμή δίπλα μου ενώ ο Μπρεκ πίσω μου έμεινε ακίνητος να με κοιτάει με το
ίδιο πάντα ανεξιχνίαστο ύφος.
«Πρέπει να φύγουμε Έντουαρτ πριν βρουν τα
ίχνη μας» παρακάλεσε και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βαριά τελικά τα
παράτησα. Τι σημασία είχε το που ήμασταν, μου αρκούσε ότι ήμασταν μαζί αλλά και
πάλι κάτι έλειπε όμως δεν ήμουν σε θέση να συνειδητοποιήσω το τι.
Μέχρι να φτάσουμε στο γιοτ, ο Έμετ, η Άλις, ο
Τζάσπερ και ο πατέρας του είχαν ήδη ανέβει σε αυτό. Εγώ με την Μπέλλα τους
ακολουθήσαμε και ο Μπρεκ έμεινε πίσω μαζί με τους υπόλοιπους άγνωστους που
είχαν μαζευτεί γύρω μας. Η μηχανές του γιοτ ήταν ήδη αναμμένες και μέχρι να
μπούμε στην κύρια καμπίνα ξεκίνησε με έναν απαλό θόρυβο.
«Έντουαρτ πως είσαι;» με ρώτησε η Άλις μόλις
με είδε πλησιάζοντας με και την κοίταξα με περιέργεια την στιγμή που χαιρετούσα
με μια κίνηση του κεφαλιού μου τον Τζάσπερ και τον πατέρα του.
«Καλά γιατί ρωτάς;» της αντιγύρισα και
κοίταξε για λίγο ανήσυχη προς την Μπέλλα.
«Εεε... τίποτα απλά φαίνεσαι λίγο χλωμός.
Είσαι κουρασμένος θες να ξαπλώσεις;» συνέχισε εκείνη αλλά δεν με ξεγέλαγε,
ένιωθα κάτι να υποβόσκει κάτω από τα λόγια της και αυτό αυτόματα με έκανε ξανά
νευρικό. Τι διάολο μου διέφευγε; Γιατί δεν μπορούσα να το θυμηθώ;
Η παρουσία δύο αγνώστων μέσα στο σαλονάκι
όπου βρισκόμασταν μου απόσπασαν την προσοχή και για λίγο άφησα τις ανησυχίες
μου στην άκρη την ώρα που η Μπέλλα έκανε τις απαραίτητες συστάσεις.
«Ρεμπέκα, Κλάους, από εδώ είναι η Άλις, ο
Έμετ και ο Έντουαρτ. Παιδιά από εδώ είναι τα αδέλφια μου η Ρεμπέκα και ο
Κλάους» μας σύστησε και χαιρετηθήκαμε χωρίς χειραψίες. Για κάποιον λόγο τα
αδέλφια της ήταν αρκετά απόμακροί από μας αλλά προς στιγμήν δεν έδωσα και τόσο
σημασία.
«Είσαστε κουρασμένοι; Θέλετε να σας δείξω τις
καμπίνες σας;» ρώτησε η Μπέλλα και ένευσα προς απάντηση της. Ένιωθα τόσο
κομμάτια που πίστευα ότι από λεπτό σε λεπτό θα καταρρεύσω.
Αφήνοντας τον Έμετ και την Άλις στις καμπίνες
τους, η Μπέλλα με οδήγησε σε μια πιο απομακρυσμένη καμπίνα και μόλις μπήκαμε
μέσα έκλεισε την πόρτα πίσω της και με κοίταξε με ένα περίεργο βλέμμα.
«Θες να κοιμηθείς λίγο; Θα είσαι σίγουρα
εξουθενωμένος» με ρώτησε ενώ με τα χέρια της πάνω στην γραβάτα μου την έλυνε
χωρίς να αποχωρίζετε την ματιά μου.
«Νιώθω σαν να έχω να κοιμηθώ μέρες»
παραδέχτηκα και κατένευσε με κατανόηση. Τα χέρια της τώρα ξεκούμπωναν τα
κουμπιά του πουκαμίσου μου και ενώ ένιωθα τα πάντα μέσα μου να παίρνουν φωτιά,
τα δικά μου χέρια παρέμενα σαν εκκρεμές σταθερά πλάι στο σώμα μου μουδιασμένα.
«Λίγο ύπνος θα σε χαλαρώσει» ψιθύρισε
βγάζοντας μου τώρα το σακάκι και τα μάτια μου σφάλισαν αυτόματα. Ένιωθα την
επιθυμία μου να την κρατήσω στα χέρια μου, να καλύψω τα χείλια της με τα δικά
μου, να την φυλακίσω στην αγκαλιά μου και να την κάνω δικιά μου αλλά δεν
μπορούσα να κάνω τίποτα από όλα αυτά. Το κεφάλι μου ήταν τόσο βαρύ που ένιωθα
ότι θα μπορούσε να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή ενώ το σώμα μου πεισματικά
παρέμενε ακίνητο σαν άγαλμα και αυτό με τρέλανε.
Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου συνέβαινε.
Είχα παραμείνει σχεδόν γυμνός μπροστά της και όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ τα
χέρια της πάνω στο κορμί μου να με απαλλάσσουν από τα ρούχα μου, την στιγμή
όμως που την ένιωσα να με παρασέρνει στο κρεβάτι και να με βάζει να ξαπλώσω,
σαν αυτόματη αντίδραση, τα χέρια μου τυλίχτηκαν γύρω από το κορμί της και
εκείνη με κοίταξε με περιέργεια.
«Δεν θα κοιμηθείς μαζί μου;» ρώτησα με αγωνία
και μου χαμογέλασε, με ανακούφιση; Δεν ήμουν σίγουρος.
«Κλείσε τα μάτια σου. Θα είμαι εδώ όταν
ξυπνήσεις» υποσχέθηκε με μια βαθιά φωνή που ένιωσα να με νανουρίζει και χωρίς
αντοχές έκανα ότι μου ζήτησε.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήταν ακόμα σκοτάδι,
το σώμα μου καυτό και η ανάσα μου ρηχή. Ένιωθα να πνίγομαι και το στρώμα ήταν
άδειο. Ανασηκώνοντας το κορμί μου κοίταξα για λίγο γύρω μου. Που βρίσκομαι;
Αναρωτήθηκε για μια στιγμή και όλα όσα είχαν συμβεί ήρθαν ξαφνικά να με κάνουν
να σαστίσω. Πως μπόρεσα να τους αφήσω να με κάνουν να φύγω μακριά της; Έπρεπε
να πάρω απαντήσεις. Σκέφτηκα πιο αποφασιστικά και σηκώθηκα από το κρεβάτι.
Πιάνοντας το παντελόνι που ήταν αφημένο πάνω σε μια καρέκλα το φόρεσα και
κρατώντας το πουκάμισο στα χέρια μου, το φόρεσα καθώς έβγαινα ξυπόλητος από το
δωμάτιο αλλά δεν έκανα τον κόπο να το κουμπώσω.
Ανεβαίνοντας στο απάνω όροφο βρήκα την Ρεμπέκα
και τον Κλάους να κάθονται αντικριστά κάνοντας μια σιωπηλή συνομιλία που μόνο
οι δύο τους θα μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς λέγανε αλλά δεν τους έδωσα
και τόσο σημασία. Περνώντας από δίπλα του ανταλλάξαμε μια αδιάφορη ματιά και με
το ένστικτο μου οδηγό βγήκα στο κατάστρωμα. Εκείνη ήταν εκεί μπροστά στην πλώρη
να κοιτάει το απέραντο σκοτάδι ακίνητη.
Η καρδιά μου σταμάτησε, η ανάσα μου χάθηκε
μακριά και το ήδη πυρωμένο μου κορμί άρχισε άξαφνα να ιδρώνει και μόνο στην θέα
της. Το απαλό αεράκι έκανε τα μαλλιά της και το ριχτό λεπτό μεταξωτό ύφασμα που
κάλυπτε το κορμί της να μοιάζουν σαν να χόρευαν μέσα στο σκοτάδι με εκείνη να
ανασαίνει ρυθμικά κοιτώντας το απέραντο ορίζοντα. Η ομορφιά της με καθήλωνε, οι
σκέψεις μου άρχισαν να μπερδεύονται, τα θέλω μου να με διχάζουν αλλά δεν τα
παρατούσα. Έπρεπε να πάρω τις απαντήσεις μου και μάλιστα τώρα αμέσως.
Ενώ ήμουν σίγουρος ότι είχε αντιληφτεί την
παρουσία μου δεν έκανε καμία κίνηση να γυρίσει προς το μέρος μου και φτάνοντας
δίπλα της την γύρισα για να με αντικρίσει. Η ματιά της με έκαψε ακόμα
περισσότερο αλλά πριν πω ότι κάνω οτιδήποτε εκείνη σήκωσε το χέρι της και
έτεινε έναν κλειστό φάκελο για μένα.
«Από την μητέρα σου» μου είπε ήρεμα και
σμίγοντας τα φρύδια μου με απορία τον κράτησα στα χέρια μου. Κοίταξα γύρω μου
για λίγο και μόλις βρήκα ένα κάθισμα πήγα και έκατσα. Τα πόδια μου ένιωθα ότι
δεν με βαστούσαν και χωρίς να ανοίξω τον φάκελο ήξερα ότι αυτό που θα διάβαζα
δεν θα μου άρεσε καθόλου.
‘Αγαπητό μου αγόρι,
καθώς
θα διαβάζεις αυτό το γράμμα είμαι σίγουρη ότι θα πλέεις στο πέλαγος μακριά μου
και αρκετά συγχυσμένος με όσα θα έχουν συμβεί αλλά δεν θέλω να κατηγορήσεις
κανέναν γιατί αυτή η απόφαση ήταν καθαρά μόνο δική μου.
Η Μπέλλα προσπάθησε να μου αλλάξει γνώμη αλλά
εγώ είχα πάρει πια την απόφαση μου και δεν άφησα κανέναν να μου την αλλάξει.
Κουράστηκα αγόρι μου και δεν ήθελα να είμαι
εμπόδιο στα πόδια σας τώρα που ανοίγετε επιτέλους τα φτερά σας.
Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα κάνεις τα πάντα
για να γνωρίσεις όσα σου στέρησε η ζωή όλα αυτά τα χρόνια και να ζήσει την κάθε
μέρα όπως θα σου έρθει ρουφώντας την με όλη σου την ψυχή.
Θα είσαι πάντα στις σκέψεις μου και θα
παρακαλάω τον θεό να σε έχει καλά όπου και να είσαι.
Με όλη μου την αγάπη,
η υπερήφανη μητέρα σου’
Έγραφε το γράμμα και δεν είχα ιδέα τι να
υποθέσω γι αυτό.
«Έσβησε πριν μισή ώρα» με ενημέρωσε η Μπέλλα
βλέποντας την ελλιπή μου αντίδραση σε αυτό που μόλις διάβασα και σαν ελατήριο
σηκώθηκα απάνω και την κοίταξα με κομμένη την ανάσα.
«Τι πράγμα;» ρώτησα μην πιστεύοντας τα λόγια
της.
«Δεν έγινε αυτόχειρας, ούτε ήταν δολοφονία.
Έπεσε να κοιμηθεί και δεν ξύπνησε ξανά» διευκρίνισε και κοιτώντας την
σοκαρισμένος δεν ήξερα πως να αντιδράσω.
«Ψέματα» δεν ήθελα να το δεχτώ. Μου ήταν
αδιανόητο η μητέρα μου να μην ζει πια. Η Μπέλλα πλησιάζοντας με, με το πιο
απαλό τρόπο με έβαλε ξανά να καθίσω και καθώς γονάτισε μπροστά μου, κρατώντας
τα χέρια μου μέσα στα δικά μου με κοίταξε ήρεμα.
«Η ζωή της είχε τελειώσει πολλά χρόνια πριν
Έντουαρτ, η καρδιά της ήταν αδύνατη από την ημέρα που ήρθε σε αυτόν τον κόσμο,
οι γιατροί δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως ζούσε όλα αυτά τα χρόνια ιδίως μετά
την γέννηση σας. Της είχα απαγορεύσει να μείνει έγκυος αλλά εκείνη μόλις έμαθε
ότι σας είχε στα σπλάχνα της δεν άκουσε κανέναν, με κίνδυνο την ζωή και των
τριών σας έβαλε όλη την δύναμη της ψυχής της και άντεξε μέχρι να καταφέρετε να
γεννηθείτε αλλά η δική της ζωή κρεμόταν σε μια κλωστή και ο πατέρας σας τότε
της έδωσε την λύση» την κοίταζα κενός, δεν ήμουν σίγουρος για τι ακριβώς μου έλεγε.
«Τι προσπαθείς να μου πεις;» δεν άντεξα να
μην ρωτήσω.
«Η μητέρας σου Έντουαρτ, ξεγελούσε τον θάνατο
όλα αυτά τα χρόνια με αίμα βρικόλακα» απάντησε εκείνη και το μυαλό μου κάνοντας
ένα κλικ, καθώς θυμήθηκα αυτό που είχε πει εκείνη στον πατέρα μου, με έκανε να
καρδιοχτυπήσω περισσότερο.
«Αν έσβησε πριν λίγο τότε έγινε βρικόλακας»
είπα δυνατά την διαπίστωση μου αλλά το αρνητικό κούνημα του κεφαλιού της με
έκανε για λίγο και πάλι να μπερδευτώ.
«Κοιμάσαι πάνω από εικοσιτέσσερις ώρες
Έντουαρτ, η μητέρα σου όταν έσβησε δεν είχε πλέον το αίμα μου στις φλέβες της.
Έσβησε για πάντα» μου είπε απαλά προσπαθώντας να μην με πονέσει περισσότερο την
αλήθεια και έσφιξα τα δόντια προκειμένου να μην αντιδράσω κοιτώντας μακριά.
«Δεν φαντάζεσαι πόσο λυπάμαι γι αυτό» συνέχισε
με πόνο και γύρισα να την αντικρίσω.
«Ειλικρινά λυπάμαι» επανέλαβε και χωρίς να
μπορέσω να το κρατήσω άλλο μέσα μου την έσφιξα απάνω μου ζητώντας παρηγοριά και
εκείνη μου την έδωσε απλόχερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου