Ετικέτες

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Soulmates Μ2 "10. Το όνομα"




Τα σπίτια εδώ ήταν όλα από μεγάλα καλάμια μπαμπού. Έστεκαν άκαμπτα, θαμπά, ανούσια όταν όμως άνοιγε η πόρτα και έμπαινες μέσα δεν ήξερες τι να σκεφτείς πραγματικά. Υπήρχε μια διάχυτη ζεστασιά που σε έκανε να νιώθεις ότι μόλις γύριζες σπίτι ή τουλάχιστον έτσι ένιωσα εγώ. Η αρμονία που υπήρχε γύρω μου, μου έφερνε μια απίστευτη ηρεμία, με έκανε να μην θέλω να φύγω ποτέ ξανά από αυτό το σπίτι.

Απλό, λυτό, με παράθυρα που ανοίγανε προς τα έξω – από το ίδιο ξύλο που ήταν φτιαγμένο όλο το σπίτι - που είχαν κουρτίνες αντί για τζάμια και στερεωνόντουσαν με ένα ξύλο, με αυτοσχέδια καθίσματα και τραπέζια όλα φτιαγμένα στο χέρι επίσης από μπαμπού. Κάποιος βλέποντας τα, θα μπορούσε να πει ότι ήταν στραβά, κακομούτσουνα, πρόχειρα αλλά εγώ βλέποντας τα το μόνο που έβλεπα γύρω μου ήταν αγάπη. Αγάπη γι αυτόν τον τόπο, αρμονία και απέραντη γαλήνη, μια γαλήνη που τόσο είχα ανάγκη να νιώσω και την βρήκα εδώ, στην μέση του πουθενά.

Ήταν τόσο περίεργο που ήθελα να γελάσω, τα χείλη μου μυρμήγκιαζαν στην προσπάθεια μου να τα κρατήσω σε μια απρόσωπη μάσκα. Η Άλις το πρόσεξε όμως δεν μίλησε. Ήξερε ότι κάτι με βασάνιζε αλλά παρέμενε σιωπηλή αφήνοντας με – όπως πάντα έκανε – να συμβιβαστώ με αυτό που με έπνιγε και να το εκφράσω μόνος μου σε εκείνην χωρίς την δική της παρέμβαση ή πίεση και της ήμουν τόσο ευγνώμων γι αυτό.

Το πιο περίεργο μέσα σε αυτό το σπίτι ήταν ότι δεν υπήρχε κουζίνα. Στο περίεργο τραπέζι που ήταν – μπορείς να το πεις και έτσι - στρογγυλό ή τουλάχιστον προσπαθούσε να είναι, υπήρχε ένας ξύλινος δίσκος και μέσα σε αυτόν μια κανάτα με νερό που την κάλυπτε ένα απαλό άσπρο ύφασμα και γύρω της είχαν τοποθετήσει ποτήρια αναποδογυρισμένα για να μην σκονίζονται. Αυτό μόνο, τίποτα άλλο. Ούτε ψυγείο, ούτε τρόφιμα για την λιγούρα μέσα σε ντουλάπια, τίποτα.  Η τουαλέτα, δεν είχε καν είδη υγιεινής. Υπήρχε μόνο μια τρύπα που καθώς κοίταζες μέσα της έβλεπες ένα ρυάκι να τρέχει ασταμάτητα ενώ για κάθισμα υπήρχε ένα ξύλινο ημικύκλιο που θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις και λεκάνη. Για νιπτήρα υπήρχε ένας πάγκος με μια μεγάλη ξύλινη γαβάθα που δίπλα υπήρχε μια κανάτα γεμάτη νερό ενώ δεν υπήρχε πουθενά μπανιέρα.

Το σπίτι ήταν ένας ενιαίος χώρος και τα δωμάτια του βρίσκονταν μέσα σε αυτόν, τρία στον αριθμό, χωρισμένα με παραβάν με κουρτίνες. Κανένας ιδιωτικός χώρος, καμία απομόνωση. Τα χείλη μου πάλι σχημάτισαν ένα δειλό χαμόγελο. Δεν ήξερα το γιατί αλλά αντί να μου φανεί αποκρουστική όλη αυτή η έλλειψη βασικών ειδών μου έφερνε μια ανακούφιση αντίθετα. Δεν με ένοιαξε που δεν υπήρχε ρεύμα, ούτε που δεν υπήρχε τηλεόραση ή ότι άλλο τέλος πάντων είχαμε συνηθίσει να έχουμε. Επιστροφή στην φύση... ήταν η πρώτη μου σκέψη μόλις πατήσαμε το πόδι μας εδώ και ήταν ακριβώς αυτό. Η φύση σε όλο της το μεγαλείο να με καλεί να γίνω ένα με αυτήν, να γίνω αυτό που είμαι. Ένα ζώο – με την καλή έννοια.

Όταν πια είχαμε τακτοποιηθεί ο πατέρας του Τζάσπερ, ο Τζέικοπ με τον Τζάσπερ, τον Κλάους και την Ρεμπέκα, πέρασαν και μας πήραν για να μας πάνε σε έναν ξεχωριστό χώρο που βρισκόταν στο κέντρο αυτού του χωριού όπου τον χρησιμοποιούσανε για τραπεζαρία. Είχε πλέον βραδιάσει και οι δάδες που φώτιζαν όλον τον χώρο έκανε το μέρος να μοιάζει πιο εξωτικό, πιο όμορφο.  

Ο χώρος ήταν στο ίδιο ύφος με το σπιτάκι όπου μας είχαν εγκαταστήσει μόνο που εδώ υπήρχαν τεράστια παράλληλα τραπέζια το ένα δίπλα στο άλλο σε σειρά και ένα κάθετο όπου εκεί κάθονταν όλοι οι γεραιότεροι του νησιού με επικεφαλή την μητέρα του Μπρεκ. Άραγε πόσο χρονών να ήταν αυτή η γυναίκα... σκέφτηκα για μια στιγμή καθώς την αντίκριζα ξανά. Δεν φαινόταν πάνω από 60 με 70 χρόνων αλλά υπήρχε μέσα στην ματιά της μια σοφία που θα σε έκανε να νομίζεις ότι να είναι πολύ μεγαλύτερη.

Στην δεξιά πλευρά όλων των τραπεζιών κάθονταν οι άντρες ενώ στην αριστερή μεριά όλες οι μωρομάνες με τα μωρά τους στην αγκαλιά άλλες να τα βυζαίνουν και άλλες να τα απασχολούν για να παραμείνουν ήσυχα στην αγκαλιά τους καθώς επίσης και οι πιο μεγάλες γυναίκες σε ηλικία που κρατούσαν τα εγγόνια τους – υποθέτω – αριστερά και δεξιά τους ή ακόμα και στην αγκαλιά τους. Τα μεγαλύτερα αρσενικά παιδιά που ήταν σε θέση να κάτσουν και μόνα τους σε μια καρέκλα, είχαν πάρει ήδη την θέση τους δίπλα στους πατεράδες τους και αυτό που σου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι κανένα από αυτά δεν έκανε καμία αταξία. Ήταν όλα αμίλητα και παρακολουθούσαν τις συζητήσεις με μεγάλο ενδιαφέρον ενώ αν κάποια από αυτά ήθελε να πει κάτι, αντί να μιλήσει, σήκωνε το χέρι του και το έβαζε πάνω στο μάγουλο του άντρα που καθόταν δίπλα του και εκείνος γύριζε την ματιά του και έκανε την ίδια κίνηση με το μικρό κοιτώντας τον σοβαρά στα μάτια. Ποτέ κοροϊδευτικά ή βαριεστημένα και όπως τους έβλεπες ένιωθες σαν να κάνανε μια σιωπηλή συζήτηση μεταξύ τους με απόλυτη σοβαρότητα σαν να μίλαγαν δύο ενήλικοι μόνο που τα λόγια τους δεν έφταναν ποτέ στα αυτιά μας.

Οι υπόλοιπες γυναίκες που ήταν δεν ήταν τόσο ώριμες σε ηλικία ή μωρομάνες έλειπαν, μαζί με αυτές και η Μπέλλα ενώ τα υπόλοιπα μικρά κορίτσια ακριβώς όπως και τα αγόρια αυτής της φυλής κάθονταν σε σιωπηλή στάση και κοίταζαν με ενδιαφέρον τις κουβέντες των μεγαλυτέρων που υπήρχαν γύρω τους χωρίς να παρεμβαίνουν σε αυτές. Σπάνια θα έβλεπες κάποιο μικρό κορίτσι να σηκώσει το χέρι του για να αποσπάσει την προσοχή κάποιας γυναίκα που ήταν δίπλα της αλλά αν ήθελαν να πουν κάτι κάνανε ότι ακριβώς έκαναν και τα αγόρια που κάθονταν απέναντι τους.

Ήταν ένα περίεργο θέαμα που δεν μπορούσα να το καταλάβω εκείνη την στιγμή αλλά το μυστήριο που τους περιέβαλε δεν άργησε να λυθεί.

Εγώ, ο Έμετ, ο Κλάους, ο Τζάσπερ και ο πατέρας του ο Τζέικοπ κάτσαμε στο τραπέζι που καθόταν και ο Μπρεκ. Το πρώτο από τα δεξιά που υπήρχε στην αίθουσα αυτή. Ενώ η Άλις και η Ρεμπέκα έκατσαν ακριβώς απέναντι μας.

Το μοναδικό κορίτσι που δεν καθόταν από την μεριά των γυναικών σε όλη την αίθουσα ήταν ο άγγελος που είχα αντικρίσει πριν λίγο ενώ ο μοναδικός άντρας που κρατούσε κάποιο μικρό παιδί στην αγκαλιά του ήταν ο Μπρεκ. Δεν μου φάνηκε παράξενο, από όσο κατάλαβα, λόγω του ότι όλον αυτόν τον καιρό ήταν μαζί μας, δεν είχε την ευκαιρία να την γνωρίσει και τώρα ήθελε να ρουφήξει και να γευτεί όλη την μαγεία της πατρότητας που την είχε στερηθεί τόσο καιρό εξαιτίας μας. Πραγματικά δεν ήξερα πως να νιώσω γι αυτό, βαθιά μέσα μου τον λυπόμουνα αλλά καθώς έβλεπα ξανά το κορίτσι αυτό στην αγκαλιά του για κάποιον λόγο τον ζήλευα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τον εαυτό μου, αυτή η έλξη που με τράβαγε προς αυτό το κορίτσι με έκανε να σαστίζω και πριν το καταλάβω διεκδίκησα, σχεδόν με το έτσι θέλω την θέση δίπλα της.

Μόλις με είδε εκείνο το χαμόγελο που μου είχε καρφωθεί στο μυαλό όλη αυτήν την ώρα έκανε ξανά την εμφάνιση του και από εκεί που ήταν ένα ήσυχο κοριτσάκι που κοίταζε τον πατέρα του στα μάτια χωρίς να χάνει ούτε μια λέξη από όσα έλεγε, τώρα απαιτούσε με τον τρόπο της να φύγει από την αγκαλιά του και αν ήταν δυνατόν να πηδήξει μέσα στην δική μου. Ο Μπρεκ για λίγο τα έχασε, για να είμαι ειλικρινής και εγώ το ίδιο, δεν μου είχε συμβεί ποτέ ξανά τίποτα παρόμοιο και δεν είχα ιδέα πως να αντιδράσω. Ο μικρός άγγελος στα ξαφνικά έγινε ένα πεισματάρικο πλάσμα που τώρα τσίριζε και χτυπιόταν με τον Μπρεκ να μην ξέρει τι να κάνει για να την ηρεμίσει ενώ με το δάχτυλο του πάνω στο μάγουλο της την κοίταζε σχεδόν αυστηρά όχι όμως σκληρά αλλά ο μικρός μου άγγελος όχι μόνο δεν του έδινε σημασία αλλά αντίθετα σπρώχνοντας και χτυπώντας τον έγινε χειρότερα.

Η εμφάνιση της γυναίκας του Μπρεκ για λίγο έφερε την ισορροπία. Κοιτώντας την μικρής της με απόλυτη ψυχραιμία και λατρεία στα μάτια με έκανε να νιώθω ότι προσπαθούσε να πάρει όλες τις απαντήσεις κατευθείαν μέσα από το μυαλό της χωρίς να της μιλήσει ενώ παράλληλα άφηνε πάνω στο τραπέζι δύο τεράστιες γαβάθες με σαλάτα πάνω στο τραπέζι. Μόλις το βλέμμα της γυναίκας του Μπρεκ καρφώθηκε πάνω του εκείνος πάγωσε, γύρισε την ματιά του απότομα προς το μέρος μου και μετά ξανά σε εκείνην. Δεν ήξερα τι να υποθέσω και η εμφάνιση της Μπέλλας με έκανε να πάρω μια ανάσα. Εκείνη ίσως μπορούσε να μου εξηγήσει τι συμβαίνει αλλά εκείνη δεν με κοίταξε καν, η προσοχή της ήταν όλη στραμμένη στον μικρό άγγελο και στον Μπρεκ καθώς άφηνε πάνω στο τραπέζι τις πιατέλες που κρατούσε με τα διάφορα κροατικά που άχνιζαν μέσα σε αυτήν.

«Δεν μπορείς να της το αρνηθείς» είπε μόνο προς τον Μπρεκ απαλά. Εκείνος την κοίταξε με ένα παράπονο και η Μπέλλα του ανταπέδωσε το βλέμμα με κατανόηση και συμπόνια.

Τι στο καλό συνέβαινε θα μου εξηγούσε άραγε κανείς;;;... αναρωτήθηκα έντονα αλλά πριν εκφράσω την απορία μου ο Μπρεκ μου απέσπασε την προσοχή τείνοντας τον μικρό του άγγελο προς το μέρος μου απόλυτα σοβαρός.

Τα έχασα, δεν ήξερα αν είχα το δικαίωμα να του το κάνω αυτό, η λαχτάρα του για εκείνην ήταν τόσο έκδηλη στα χαρακτηριστικά του που με πόναγε, με έκανε να νιώθω πως αν την κρατήσω στην αγκαλιά μου θα είναι σαν να την ξεριζώνω από την δική του και δεν ήθελα να του το κάνω αυτό, αρκετά υπέφερε μακριά της.  Γύρισα την ματιά μου προς την Μπέλλα καρδιοχτυπώντας, ζητώντας της σιωπηλά να με βοηθήσει σε αυτό και εκείνη απλά μου χαμογέλασε ενώ με παρότρυνε με το βλέμμα της να το δεχτώ.

Ένιωθα ότι δεν είχα επιλογή και έτσι γύρισα και χαμογέλασα στον ξανθό άγγελο με ένα ειλικρινή χαμόγελο και αυτό έφτασε να την κάνει να σταματήσει τις διαμαρτυρίες και να περιμένει με τα χεράκια της απλωμένα προς το μέρος μου. Μόλις άπλωσα τα χέρια μου να την πάρω από την αγκαλιά του Μπρεκ όλη η αίθουσα πάγωσε, ξαφνικά κανείς δεν ανάσανε ενώ κοιτάζανε όλοι έντονα προς το μέρος μας. Αυτό με παραξένεψε και για μια στιγμή μου απέσπασε την προσοχή. Κοιτώντας για λίγο γύρω μου δεν ήξερα τι να υποθέσω, τι μπορεί να έκανε όλη την αίθουσα να παγώσει;

«Έντουαρτ;» άκουσα την φωνή της Μπέλλας να με καλεί και την κοίταξα με απορία. Δεν είπε τίποτα άλλο, κοίταξε με νόημα προς την μικρή που περίμενε με ανυπομονησία και παίρνοντας μια ανάσα τελικά τα παράτησα. Άπλωσα ξανά τα χέρια μου και στρέφοντας όλη την προσοχή μου προς το μέρος της την κράτησα στην αγκαλιά μου και παραδόθηκα σε εκείνην.

Ήταν τόσο όμορφη που η ομορφιά της με χτυπούσε κατάστηθα. Η εφορία που ανέδυε το κορμί της με έκανε να νιώσω τέτοια ηρεμία που και μόνο που την είχα στην αγκαλιά μου με έκανε αυτόματα να ξεχάσω ότι με απασχολούσε μέχρι τώρα. Εκείνη με κοίταζε βαθιά στα μάτια και μου χαμογελούσε και εγώ δεν μπορούσα παρά να ανταποδώσω αυτό το χαμόγελο, ένα χαμόγελο που έκανε όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου να τσιτώνονται, σχεδόν να πονάνε από το τράβηγμα αλλά δεν μπορούσα να της το αρνηθώ.

Ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενα σήκωσε το χέρι της αποφασιστικά και το έβαλε πάνω στο μάγουλο μου. Ζεστά δάχτυλα που έκαψαν στην σάρκα μου, έκαναν το μυαλό μου να μουδιάσει και ενώ τα μάτια μου ήταν ανοιχτά όλα άξαφνα μαύρισαν και το μόνο που μπορούσα να ακούσω ήταν δύο καρδιές με την μια να μοιάζει με καλπασμός αλόγου και την άλλη με ένα αργό μοτέρ που με έκανε να νιώθω ότι με το ζόρι λειτουργούσε, άτονος, άρρυθμος, ξεψυχισμένος.

Η καρδιά μου πάγωσε, δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό, δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου συνέβαινε αλλά δεν με τρομοκρατούσε αντιθέτως υπήρχε τόσο γαλήνη μέσα σε αυτό το ζεστό σκοτάδι που με έκανε να νιώσω ότι όλα ξεκινούσαν εδώ.

Και πράγματι ξεκινούσαν. Μέσα στο μυαλό μου άκουγα την απαλή μελωδία της μουσικής που σιγομουρμούριζε η μητέρα μου. Αυτή η μελωδία μου ήταν γνωστή, ήταν η πρώτη που πάντα θυμόμουν μέσα από τις αναμνήσεις μου από τα παιδικά μου χρόνια. Ήταν το νανούρισμα της αυτό που με έκανε να λιώνω μέσα στην αγκαλιά της όταν με κρατούσε.

Σοκ και δέος με πλημύρισε και αφήνοντας όλες τις άλλες έγνοιες στην άκρη άφησα τον εαυτό μου να το απολαύσει καθώς ο καλπασμός της μιας καρδιάς που άκουγα ξαφνικά άρχισε να αλλάζει ρυθμό. Κάτι με τράνταζε αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν και το τραγούδι άξαφνα σταμάτησε. Καθώς σταμάτησα να τον ακούω ένα περίεργο συναίσθημα που δεν μπορούσα να το καθορίσω με πλημύρισε και εκεί που η ώρα πέρναγε απελπιστικά αργά και ταραχώδες με κάποιον να συνεχίζει να με τραντάζει, απρόσμενα όλα άλλαξαν.

Ένιωσα δύο παγωμένα χέρια να με τραβάνε απότομα και το απόλυτο σκοτάδι γέμισε με άπλετο φως, ένα φως που με τύφλωνε, φωνές έκαναν τα αυτιά μου να πονάνε αλλά εγώ δεν είχα ιδέα τι λέγανε. Ένα σπαρακτικό κλάμα έφτασε στα αυτιά μου και με έκανε να σαστίσω, προσπάθησα να καθορίσω  από που προερχότανε αλλά δεν μπορούσα. Ένιωσα την ψυχή μου να πονά και εκεί που ένιωσα ξανά δύο χέρια να με ταρακουνάνε και να βασανίζουν το κορμί μου τρίβοντας το άγαρμπα και βιαστικά άρχισα να ξεσπάσω και εγώ στο ίδιο κλάμα το ίδιο σπαρακτικά όσο και αυτό που έκανε τα αυτιά μου να πονάνε.

Που βρίσκομαι... σκέφτηκα για μια στιγμή αλλά την επόμενη το είχα ξεχάσει. Τα χέρια καθώς σταμάτησα να με τραντάζουν με άφησαν απαλά πάνω σε ένα άδειο μέρος και η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει.

Η μοναξιά που με τρύπησε κατάστηθα με έκανε να ξεσπάσω περισσότερο. Ένιωθα τα πόδια μου να είναι δεμένα, τα χέρια μου εγκλωβισμένα και αυτό έκανε το ξέσπασμα μου ακόμα μεγαλύτερο μέχρι που μια γνωστή φωνή έφτασε στα αυτιά μου και αυτόματα σταμάτησα να παλεύω.

Ήταν μια μελωδική φωνή που με έκανε να νομίζω ότι έβγαινε μέσα από ένα μουσικό όργανο, σαν νανούρισμα. Την άκουγα και οι αισθήσεις μου πλημύριζαν με εφορία. Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά δεν μπορούσα, το φως με τύφλωνε και έκανε την αγωνία μου μεγαλύτερη. Ήθελα να δω το πρόσωπο που αντιπροσώπευε αυτήν την φωνή, ήταν η μεγαλύτερη μου ανάγκη αλλά δεν μπορούσα. Άρχισα και πάλι να ξεσπάω και να παλεύω με τον ίδιο μου τον εαυτό και τότε ένιωσα κάποιον να καλύπτει το εκτυφλωτικό φως.

Η ανάσα μου κόπηκε στην μέση, η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει σε σημείο να νιώθω τους παλμούς της στα μηλίγγια μου, το σώμα μου έτρεμε πια αλλά όχι γιατί κρύωνε και καθώς τα μάτια μου άνοιξαν τότε την είδα, ήταν εκεί, από πάνω μου και κοιτούσε. Μπορεί η εικόνα της να ήταν θολή, ασχημάτιστη αλλά εγώ την αναγνώρισα. Ήταν εκείνη να με κοιτά με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα χωρίς να με ακουμπά. Δεν το άντεχα άλλο όλο αυτό, ήθελα να την νιώσω η ανάγκη μου γι αυτήν την επαφή με έκανε να ξεπερνώ τον ίδιο μου τον εαυτό και με όλη την δύναμη της ψυχής μου προσπάθησα να το κάνω εγώ για εκείνη.

Παλεύοντας για άλλη μια φορά με τον ίδιο μου τον εαυτό κατάφερα να ελευθερώσω το ένα μου χέρι. Δεν κουνήθηκε, τα χέρια της που ήταν αριστερά και δεξιά από το κορμί μου με προκαλούσαν και χωρίς πραγματικά να ελέγχω το χέρι μου εκείνο ακούμπησε απάνω στο χέρι που ήταν πιο κοντά του.

Πάγος... ήταν η μόνη σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου και αμέσως ένιωσα όλο μου το κορμί να τραντάζεται από έναν ηλεκτρισμό που όμοιο του δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά, σαν η ζωή μου όλη να εξαρτιόταν από αυτό το άγγιγμα.

Η καρδιά μου ξαφνικά νέκρωσε αλλά δεν ένιωθα νεκρός ίσα- ίσα ένιωθα πιο ζωντανός από ποτέ. Εκείνη μόλις ένιωσε να την ακουμπάω, σαν να είχε πάθει ηλεκτροπληξία πετάχτηκε πίσω, έφυγε από το οπτικό μου πεδίο και το εκτυφλωτικό φως που εκείνη κάλυπτε με το σώμα της ήρθε για άλλη μια φορά να με τυφλώσει. Ο πόνος που με διαπέρασε έκανε την καρδιά μου να αντιδράσει και το χέρι μου αυτόματα στα τυφλά άρχισε να ψάχνει εκείνην αλλά εκείνη είχε φύγει μακριά.

Πόνος, απόγνωση, απελπισία, έλλειψη αέρα στα πνευμόνια μου... ήταν όλα όσα αναγνώριζα πια τίποτα άλλο μέχρι που οι εικόνες άρχισαν να αλλάζουν, να παίρνουν μορφή και να γίνονται γνώριμες. Σαν άλμπουμ φωτογραφιών που έβλεπα με την μητέρα μου την ημέρα που έφυγα από κοντά της έτσι και τώρα έβλεπα όλη την ζωή μου να περνά μέσα από τα μάτια μου σαν ταινία που την είχε μαγνητοσκοπήσει κάποιος μόνο που δεν έβλεπα τον εαυτό μου αλλά όσα έβλεπα εγώ μέσα από τα ίδια μου τα μάτια.

Την μητέρα μου, την αδελφή μου, τον πατέρα μου, τον Έμετ και όλους όσους γνώρισα ποτέ στην ζωή μου. Όλα ήταν εκεί και μου θύμιζαν μια άλλη εποχή, μια εποχή που υπήρχε παντού αγάπη αλλά ακόμα και εκεί μπορούσα να δω ότι πάντα μου έλειπε εκείνο το άγγιγμα. Ο πάγος. Όμως πια δεν τον θυμόμουν. Πάντα υπήρχε ένα κενό αλλά δεν μπορούσα να το αναγνωρίσω, όσο ευτυχισμένος και να ένιωθα εκείνο το κενό δεν γέμιζε, ήταν πάντα εκεί υπήρχε για να με κάνει να νιώθω μισός μέχρι που την ξαναείδα και τώρα πια μπορούσα να καταλάβω την διαφορά. Η Μπέλλα ήταν πάντα το κενό που ένιωθα ότι μου έλειπε, εγώ μπορεί να μην το αναγνώριζα άλλα το σώμα μου μπορούσε, την αποζητούσε, ήθελε ξανά να νιώσει το ίδιο όπως και εκείνη την πρώτη φορά. Δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί μέχρι που έφτασε η στιγμή που ο πρόγονος μου υποχωρούσε που θαβόταν ξανά μέσα στο σώμα μου και έμεινε εκεί για πάντα.

Ήταν η στιγμή που όλα άλλαξαν, η στιγμή που όλο μου το είναι ξύπναγε, η φωνή της με καλούσε πίσω και εγώ δεν μπορούσα να την αγνοήσω. Ήταν η ίδια μελωδία να πλημυρίζει τις αισθήσεις μου, να κάνει την καρδιά μου να νεκρώνει, να γεμίζει την ανάσα μου ζωή, να με κάνει ξανά να νιώθω πιο ζωντανός από ποτέ. Τα μάτια της... αυτά τα μάτια που πάντα θα στοιχειώνουν τα όνειρα μου έκλαιγαν για κάποιον άλλον, γι αυτόν που αγαπούσε όλη της την ζωή και τώρα τον είχε χάσει για πάντα. Δεν μπορούσα να την βλέπω να υποφέρει, δεν μπορούσα. Τα χέρια μου την έσφιγγαν απάνω μου, την παρηγορούσαν και ο γνώριμος πάγος με κύκλωσε, έκανε το δέρμα μου για άλλη μια φορά να ηλεκτριστεί, να συγκλονιστεί αλλά εκείνη δεν μπορούσε να το νιώσει και αυτόματα τα μάτια μου δάκρυσαν.

Είναι τόσο άδικο... η λογική μου ούρλιαζε.
Αλλά και τόσο σωστό... η καρδιά μου συμπλήρωνε.
Ήταν επιτέλους ξανά εκεί που άνηκε, μέσα στην αγκαλιά μου. 

Όλα όσα ακολούθησαν τώρα μπορούσα να τα δω με πιο καθαρή ματιά, να τα νιώσω με άλλη καρδιά, να τα καταλάβω καλύτερα. Ναι ήμουν ένα τέρας αλλά δεν ήμουν εγώ αυτός που δημιούργησε όλον αυτόν τον πόνο και αυτό αυτόματα έκανε όλες τις ενοχές μου να διαλυθούν και την καρδιά μου να χτυπήσει με περισσότερη αρμονία και αγαλλίαση. Δεν ήμουν εγώ το τέρας.

Για άλλη μια φορά όσα συνέβησαν από την ημέρα που αποχωρίστηκα την μητέρα μου ήρθαν ξανά στην επιφάνεια αλλά αυτήν την φορά με περισσότερη ένταση και όσα κράταγα μέσα μου άρχισα να ξεσπούν με ορμή. Ένιωσα τα μάτια μου να με τσούζουν, τα δάκρυα μου να κατρακυλούν ακατάπαυστα, να υγραίνουν τα μάγουλα μου, να νοτίζουν το πουκάμισο μου και ότι και να έκανα δεν μπορούσα να τα σταματήσω, ούτε καν να σηκώσω το χέρι μου για να τα σκουπίσω.

Όσα με πνίγανε έβγαιναν στην επιφάνεια, τα δάκρυα ένιωθα να με λυτρώνουν και εκεί που η καρδία μου και η ψυχή μου καθάρισε από το μαύρο πέπλο που τα επισκίαζε ένα δεύτερο σκοτάδι ήρθε να με τυλίξει, να με κάνει να νιώσω την ίδια εκείνη πρώτη ζεστασιά που ένιωθα και όταν πρωτοένιωσα το άγγιγμα του ξανθού αγγέλου να μου κάψει το δέρμα. Τα δάκρυα σταμάτησαν και ένα τεράστιο χαμόγελο ένιωσα να απλώνεται ξανά στο πρόσωπο μου τόσο μεγάλο που έκανε το δέρμα μου ξανά να τσιτώνεται, να τραβήξει τις γραμμές έκφρασης και να κάνει την καρδιά μου να πλημυρίζει από ευτυχία και ευδαιμονία. Μια γλυκιά μελωδία για άλλη μια φορά με παρέσυρε μακριά αλλά αυτήν την φορά δεν την αναγνώρισα αλλά τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν γνώριμα για μένα.

Δύο χέρια για άλλη μια φορά με τραβούσαν βίαια από την ζεστασιά και το απόλυτο σκοτάδι για να με πάνε στο ψύχος, το άπλετο φως που για άλλη μια φορά με τύφλωνε. Άγαρμπα και βίαια χέρια πάλι με τραντάζανε αλλά αυτήν την φορά όλα ήταν διαφορετικά. Αυτήν την φορά δεν ένιωθα απειλή, ένιωθα μια απέραντη χαρά και προσμονή για την συνέχεια. Η ίδια καρδιά που άκουγα και μέσα αυτό το δεύτερο απόλυτο σκοτάδι, ρυθμική και γεμάτη ζωή έφτανε για άλλη μια φορά στα αυτιά μου και με νανούριζε απαλά. Ζεστά χέρια με αγκαλιάζανε και το νανούρισμα άρχισε ξανά να μου ευφραίνει την καρδιά. Τόσο γλυκό που τα μάτια μου δεν ήθελαν να ανοίξουν ήθελαν να μείνουν κλειστά για να απολαμβάνουν αυτήν την μελωδία ξανά και ξανά.

Οι εικόνες που άρχισαν να ξεπηδούν τώρα με έκαναν να σαστίσω. Δεν τις αναγνώριζα. Πρόσωπα που έβλεπα για πρώτη φορά στην ζωή μου, μου χαμογελούσαν αλλά δεν μου μιλούσαν, με κοίταζαν με υπερηφάνεια αλλά δεν με αγγίζανε, έδειχναν σαν κάτι να περιμένουν από μένα αλλά δεν ήξερα τι ήθελαν και τους αγνοούσα. Διάφορα άλλα χρώματα άρχισαν να πλημυρίζουν τις αισθήσεις μου και να με κάνουν πιο ευτυχισμένο. Λιβάδια να ξεπηδούν από παντού, ρυάκια να με δροσίζουν, χαμόγελα και χαρούμενες φωνές να με κάνουν να γελάω αλλά ακόμα δεν με άγγιζε κανένας άλλος πέρα από εκείνα τα πρώτα χέρια και καθώς κοίταξα το πρόσωπο της γυναίκας που με κρατούσε από το ξάφνιασμα αναπήδησα.

Αυτή που με κρατούσε τώρα δεν ήταν η μητέρα μου άλλα η γυναίκα του Μπρεκ. Πως μπορούσε να με κρατάει εκείνη αντί για την μητέρα μου;... αναρωτήθηκα και αμέσως μετά κατάλαβα. Δεν ήταν δικές μου αναμνήσεις αλλά οι αναμνήσεις του ξανθού αγγέλου που με κάποιον τρόπο τώρα μου της περνούσε και με έκανε να βλέπω όλη την πορεία αυτής της σύντομης ζωής της.

Γούρλωσα τα μάτια μου με έκπληξη και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έκατσα πιο αναπαυτικά στην θέση μου και έμεινα εκεί να της απολαμβάνω. Ήταν τόσο όμορφες, τόσο αρμονικές που με έκαναν να την ζηλεύω. Όλη η αθωότητας και τα αγνά συναισθήματα που ένιωθα μέσα από εκείνη με έκαναν για άλλη μια φορά να μοιάζω με τέρας μπροστά της και αυτό με τράνταζε με έκανε να πονώ, ένιωθα ότι τα χέρια μου ήταν πολύ βρόμικα για να την ακουμπάνε αλλά εκείνη δεν μου έδινε το δικαίωμα να κάνω καμία κίνηση, όσο και να το ήθελα τα χέρια μου δεν σταματούσαν να την ακουμπούν και έτσι εκεί που ένιωθα την αγωνία να με κατακλύζει εκεί είδα άξαφνα τον εαυτό μου μέσα από τα δικά της μάτια και αυτόματα σταμάτησα να παλεύω να ξεφύγω.

Η εικόνα μου με στοίχειωσε, με έκανε να συγκλονιστώ και μόλις ένιωσα αυτό που εκείνη ένιωσε μόλις με είδε τα μάτια μου για άλλη μια φορά από αντίδραση άρχισαν και πάλι να δακρύζουν χωρίς να είμαι ικανός να κάνω τίποτα για να τα σταματήσω. Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που δεν ήξερα πως να αντιδράσω μέχρι που ένας ήχος μέσα στο μυαλό μου με έκανε αυτόματα να παγώσει κάθε μου συναίσθημα.

~Το όνομα μου είναι Νες~

Άκουσα μια ηχώ μέσα στο μυαλό μου και τα μάτια μου πετάρισαν οι εικόνες χάθηκαν και στην θέση τους είδα τον ξανθό άγγελο ξανά να μου χαμογελά με εκείνα τα μεγάλα καταγάλανα μάτια που με έκαναν να νιώθω τόσο μικρός μπροστά της.

«Λοιπόν ξένε;...» άκουσα μια βαθιά γέρικη φωνή κοντά μου να με ρωτάει αλλά εγώ δεν μπορούσα να ανταποκριθώ... «Ποιο είναι το όνομα της;» συνέχισε η ίδια φωνή και σαν μαγεμένος για πρώτη φορά από την ώρα που την κράτησα στην αγκαλιά μου ξαναμίλησα.

«Νες!!!!» το όνομα της μέσα από τα χείλια μου βγήκε με τόσο πάθος, τόση συγκίνηση και θαυμασμό που έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει για άλλη μια φορά με τόση ζωντάνια σαν μόλις να είχα γεννηθεί ξανά από την αρχή.

«ΝΕΣ»  άκουσα την ίδια βαθιά γυναικεία φωνή να λέει δυνατά και άξαφνα όλος ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί εδώ άρχισε να ζητωκραυγάζει και να δίνει συγχαρητήρια και με περιέργεια σήκωσα απρόθυμα την ματιά μου από τον ξανθό άγγελο και κοίταξα γύρω μου.

~Τι πάθανε αυτοί και ζητωκραυγάζουν έτσι;~ αναρωτήθηκα από μέσα μου αλλά ακούγοντας την απάντηση της Μπέλλας μέσα στην σκέψη μου συνειδητοποίησα ότι της είχα περάσει την απορία μου χωρίς να το καταλάβω.

~Η Νες επέλεξε εσένα για να ανακοινώσει το όνομα της~ απάντησε και την κοίταξα με μεγαλύτερη περιέργεια.

~Δεν καταλαβαίνω~ είπα ειλικρινά χωρίς να έχω επαφή ακόμα με το περιβάλλον καθώς ήμουν ακόμα μεθυσμένος από τις εικόνες που υπήρχαν ακόμα μέσα στο μυαλό μου.

~Σε επέλεξε για νονό της~ διευκρίνισε εκείνη και την κοίταξα σοκαρισμένος.

~Εμένα;~ δεν μπορούσα να το πιστέψω. ~Γιατί;~

~Γιατί ένιωσε ότι εσύ την είχες περισσότερο ανάγκη από ότι εκείνη εσένα και ήθελε να σε λυτρώσει~ είπε και έμεινα να την κοιτώ χωρίς ανάσα.  Τι μπορούσε να εννοεί με αυτό;;;;;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA