«Δεν μπορώ να πάρω
ανάσα» είπα στην Μπέλλα καθώς ένιωθα να με πλησιάζει και εκείνη γονατίζοντας
δίπλα μου με χάιδεψε πάνω στα μαλλιά μου παροτρύνοντας με να την κοιτάξω.
«Το ξέρω» μου
αποκρίθηκε εκείνη και τρίζοντας τα δόντια μου γύρισα την ματιά μου προς το
μέρος της ομίχλης αποφεύγοντας το βλέμμα της. Δεν ήθελα να με λυπάται.
«Εδώ κρυβόσουν όλον
αυτόν τον καιρό;» ρώτησα για να αλλάξω κουβέντα.
«Κρυβόμουν;...»
ρώτησε δύσπιστα τραβώντας για άλλη μια φορά την ματιά μου προς το μέρος της...
«Όχι δεν κρυβόμουν...» συνέχισε καθώς τώρα καθόταν δίπλα μου πιο αναπαυτικά...
«Αλλά ναι εδώ βρήκα το λιμάνι που έψαχνα. Όταν είδα ότι ο χρόνος εδώ έμοιαζε
σαν να μην υπάρχει κατάφερα να απαλλαγώ από το βάρος της απώλειας, να αφεθώ και
να αγαπήσω ξανά τους ανθρώπους γύρω μου χωρίς το άγχος μην τους χάσω. Είναι
ένας επίγειος παράδεισος για μένα και δεν τον αλλάζω με τίποτα. Μπορώ ξανά να
είμαι ο εαυτός μου, να μην φοβάμαι να δείξω αυτό που νιώθω, να λαμπιρίζω αν το
θες και να μην με δείχνουν με το δάχτυλο τους» συμπλήρωσε πειραχτικά και γέλασα
θλιμμένα καθώς κατένευσα για να της δείξω ότι το είχα ήδη καταλάβει και εγώ
αυτό.
«Και η Άλις;» ρώτησα
με δυσκολία παρακαλώντας την βουβά με το βλέμμα μου να μου πει ότι όλα θα πάνε
καλά.
«Μην ανησυχείς τόσο
πολύ για την Άλις, Έντουαρτ. Η Άλις γνωρίζει τα πάντα, η μητέρα σου φρόντισε γι
αυτό όπως επίσης φρόντισε να της τονίσει ότι όπως όλοι μας έτσι και εκείνη έχει
δικαίωμα στην αγάπη και την ζωή» τόνισε και σμίγοντας τα χείλια μου άφησα την
τελευταία της φράση ασχολίαστη ενώ συνέχιζα τις απορίες μου σε αυτά που με
βασάνιζαν πιο έντονα.
«Και πιστεύεις ότι
εδώ θα είναι καλά;» ρώτησα με αγωνία.
«Θα είναι μια χαρά, ο
Τζάσπερ θα φροντίσει γι αυτό, θέλω να του έχεις εμπιστοσύνη. Γνωρίζει τα πάντα
και την αγαπάει τόσο πολύ που δεν πρόκειται να βάλει ποτέ σε κίνδυνο την ζωή
της για κανέναν λόγο» με διαβεβαίωσε και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα. Ο λόγος
της για μένα ήταν συμβόλαιο και ήξερα ότι δεν θα έπαιζε ποτέ με ένα τέτοιο
θέμα.
«Πιστεύεις ότι εδώ
μπορεί να το ξεπεράσει;» ρώτησα με ελπίδα.
«Δεν το ξέρουμε αυτό.
Μπορεί εδώ να δείχνει ότι ο χρόνος έχει σταματήσει για κάποιον λόγο αλλά δεν
μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν το ίδιο ισχύει και για τις παθήσεις του
ανθρώπινου οργανισμού γι αυτό και έχουμε συμφωνήσει να μην διακινδυνεύσουμε
τίποτα»
«Έχετε!!!» τόνισα
κουνώντας τον κεφάλι μου ενώ κοίταζα μακριά για να αποφύγω την ματιά της με
έναν αναστεναγμό.
«Έντουαρτ...»
παρακάλεσε ενώ με ανάγκαζε και πάλι να την κοιτάξω... «Δεν ήσουν σε θέση να
επιβαρύνεις τον εαυτός σου με πολλά περισσότερα από όσα ήδη σε
βασάνιζαν. Και χωρίς αυτά και πάλι δεν κατάφερες να βρεις τις ισορροπίες σου,
φαντάζεσαι να τα ήξερες πιο νωρίς;» με ρώτησε κοιτώντας με, με παράπονο. Ήξερα
ότι ήταν αλήθεια αλλά και πάλι δεν μπορούσα να το δεχτώ.
«Δεν αντέχω να
αποφασίζετε για μένα. Θέλω να ξέρω τα πάντα» δήλωσα και κατένευσε σοβαρή.
«Και θα μάθεις τα
πάντα, όταν θα είσαι έτοιμος γι αυτό» τόνισε το ίδιο σοβαρή με απόλυτη
ειλικρίνεια.
«Και οι άλλοι;»
ρώτησα με νόημα.
«Οι άλλοι είναι εδώ
γιατί θέλανε να είναι και εγώ δεν είχα κανένα δικαίωμα να τους το αρνηθώ»
δήλωσε αυστηρά ενώ μου πέρναγε ταυτόχρονα μέσα στην σκέψη μου. ~Ειλικρινά με
έχεις για τόσο χαζή;~ αν και το χαμόγελο δεν έφτασε ποτέ στα χείλια της ωστόσο
εγώ το ένιωσα μέσα από τα λόγια της και η καρδιά μου πήγε για λίγο στην θέση
της.
«Αφού το λες εσύ...
Κάτι θα ξέρεις παραπάνω» εξωτερίκευσα ενώ ταυτόχρονα της πέρναγα με την σκέψη
μου... ~Είχα την ελπίδα πως όχι αλλά δεν σου κρύβω ότι για μια στιγμή με
τρόμαξες... Τι έχεις σκοπό να κάνεις;~ την ρώτησα και μου χαμογέλασε.
«Έλα να πάμε στους
άλλους, εμάς περιμένουν να ξεκινήσουμε» εξωτερίκευσε με την σειρά της ενώ μου
πέρναγε ξανά στην σκέψη... ~Δεν είναι ώρα γι αυτήν την κουβέντα και η θάλασσα
έχει αυτιά~ είπε με νόημα και τα παράτησα τι νόημα είχε να την πιέσω. Αν είχε
σκοπό να μου ξεκαθαρίσει τα πράγματα τότε μπορούσα να περιμένω.
«Να πάμε που;» ρώτησα
ξαφνιασμένος.
«Δεν μπορούμε να
μείνουμε μαζί τους γι αυτό και εμείς...» τόνισε το ‘εμείς’ και κατάλαβε ότι
εννοεί όσοι δεν είμαστε πλέον άνθρωποι ή απλοί άνθρωποι... «Θα πρέπει να
μεταφερθούμε στην κοινότητα που έχουμε φτιάξει σε ένα άλλο σημείο του νησιού»
εξήγησε και το σκέφτηκα για λίγο.
«Η Άλις...» δεν
πρόλαβα να συνεχίσω και με κοίταξε απολογητικά.
«Είναι καλύτερα να
μείνει εδώ... Σου υπόσχομαι ότι θα ερχόμαστε όσο συχνά θες για να την βλέπεις
άλλωστε έχουμε να παραβρεθούμε και σε έναν γάμο μην το ξεχνάς» συνέχισε
πειραχτικά και πάγωσα.
Εννοούσε της Άλις;
Ξαφνικά το νεαρό της
ηλικίας της με χτύπησε κατάστηθα και με έκανε να τρελαθώ. Ήθελα να βρει την
ευτυχία αλλά δεν περίμενα ότι θα παντρευόταν τόσο γρήγορα όταν εχθές είδα τον
Τζάσπερ να της κάνει πρόταση γάμου. Η Μπέλλα βλέποντας τον δισταγμό μου συνέχισε
πιο ήρεμα...
«Εδώ κρατάνε τους
τύπους Έντουαρτ και όταν νιώθουν ότι αγαπούν κάποιον τους στιγματίζει για
πάντα. Μπορείς να το παρομοιάσεις και σαν την αποτύπωση μας αλλά ευτυχώς για
εκείνους δεν είναι έτσι γι αυτό και όταν το νιώσουν ο γάμος γι αυτούς είναι
τυπικό θέμα από την στιγμή που ξέρουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν
γνώμη» με ενημέρωσε και δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό.
«Ο Τζάσπερ έχει
γεννηθεί εδώ;» ρώτησα και εκείνη αμέσως μου το αρνήθηκε κουνώντας το κεφάλι της
αρνητικά.
«Όχι αλλά την αγαπάει
πολύ βαθιά αυτό μπορώ να σου το εγγυηθώ όπως και ότι την σέβεται...» τόνισε το
‘σέβεται’ για να μου δώσει να καταλάβω ότι μέχρι στιγμή η σχέση τους είναι
τελείως πλατωνική... «Από πολύ πριν την γνωρίσει...» συνέχισε... «Όλα αυτά τα
χρόνια παρακολουθούσε την πορεία της ζωής της και περίμενε μέχρι να ενηλικιωθεί
για να της εκδηλώσει τα συναισθήματα του» κατέληξε και κατένευσα σε ένδειξη ότι
καταλαβαίνω ακριβώς τι θέλει να μου πει. Δεν είχα ποτέ σκοπό να ανακατευτώ στην
σχέση τους αλλά ο γάμος... Οκ αυτό παραδέχομαι ότι μου ήρθε κάπως βαρύ.
«Τι λες πάμε
σιγά σιγά; Δεν είναι σωστό να κάνουμε τους άλλους να περιμένουν» είπε καθώς με
σκούντησε με τον ώμος της και ένιωσα ξανά την ανάσα μου να πνίγεται μέσα μου.
«Όταν η Νες ακούμπησε
το μάγουλο μου, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν η γέννηση μου...» είπα γρήγορα
πριν χάσω την ανάσα στα πνευμόνια μου προκειμένου να την σταματήσω και εκείνη
με κοίταξε με απορία... «Σε είδα, ήσουν εκεί, μπορεί η εικόνα να ήταν θολή και
ασχημάτιστη αλλά ξέρω ότι ήσουν εσύ...» συνέχισα με την καρδιά μου να
επιταχύνεται και καταλαβαίνοντας προς τα που το πήγαινα κοίταξε μακριά χωρίς να
πει κάτι ενώ έσμιγε τα χείλια της σε μια ίσια γραμμή... «Γιατί έφυγες μόλις σε
άγγιξα;...» δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο αυτήν την ερώτηση για αργότερα αλλά
εκείνη δεν απαντούσε... «Το ένιωσες και εσύ έτσι δεν είναι;...» την πίεσα
περισσότερο αλλά και πάλι αρνιόταν να πει το οτιδήποτε... «Άκουσες την καρδιά
μου που σταμάτησε, ένιωσες τον ηλεκτρισμό που με διαπέρασε....»
«Δεν ήθελα να
επαναληφθεί η ίδια ιστορία Έντουαρτ...» με διέκοψε τελικά και έμεινα ξέπνοος να
περιμένω να συνεχίσει... «Δεν έχεις ιδέα πόσο λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα
πράγματα όμως η καρδιά μας, καλός ή κακός, δεν μας ρωτά και τώρα...» για λίγο
δίστασε αλλά δεν την διέκοψα την άφησα να ολοκληρώσει όσο και αν ένιωθα ότι η
συνέχεια δεν θα μου άρεσε καθόλου... «Δεν μπορώ να σου το κάνω αυτό Έντουαρτ,
ήταν μεγάλο λάθος να το δεχτώ από την αρχή. Η ζωή σου είναι πολύ πολύτιμη....»
«Είναι πολύτιμη για
ποιον Μπέλλα;...» ξέσπασα αγανακτισμένα χωρίς να αντέχω άλλο... «Για την ηλίθια
θυσία σας, για τα ηλίθια σχέδια σας; Για ποιον;» συνέχισα υψώνοντας την φωνή
μου περισσότερο.
«Έντουαρτ...»
προσπάθησε να με λογικεύσει αλλά εγώ είχα ήδη ξεπεράσει τα όρια μου.
«Τι να την κάνω την
ζωή αν είναι να την ζήσω μισή Μπέλλα; Εσύ περισσότερο θα έπρεπε να ξέρεις το
πως νιώθω αυτήν την στιγμή. Δεν μπορώ να αναπνεύσω μακριά σου...»
«Και εσύ θα
περισσότερο θα έπρεπε να ξέρεις το πως νιώθω όταν ακούω την καρδιά σου να
σταματά... Όπως εσύ δεν μπορείς να ανασάνεις έτσι και εγώ δεν μπορώ να σε δω
ξανά να σβήνεις στα χέρια μου» μου γύρισε το ίδιο αγανακτισμένα με μένα.
«Να υποθέσω ότι είναι
αδιέξοδο;» ρώτησα αναπνέοντας κοφτά και γύρισε την ματιά της προς τον ορίζοντα
για να αποφύγει το βλέμμα μου προκειμένου να βρει ξανά την αυτοκυριαρχία της.
«Τι πιστεύεις ότι
βρίσκεται πίσω από ομίχλη;» ρώτησε τελικά μετά από μια σύντομη σιωπή
ξαφνιάζοντας με.
«Δεν ξέρω, υποθέτω
και άλλη απέραντη θάλασσα;» ρώτησα σχεδόν αδιάφορα σε απάντηση στο ερώτημα της
και γύρισε την ματιά της απότομα προς την μεριά μου.
«Υποθέτεις;...»
ρώτησε δύσπιστα... «Σταμάτα να υποθέτεις Έντουαρτ και άρχισε να ψάχνεις» είπε
τελικά και σηκώθηκε όρθια χωρίς να περιμένει να ανταποκριθώ και έμεινα να την
κοιτώ από το σημείο όπου καθόμουν χωρίς να μπορώ να καταλάβω το νόημα στα λόγια
της. Τι διάολο σήμαινε πάλι αυτό;
Βλέποντας την να
ξεμακραίνει μου πέρασε για μια στιγμή να μην την ακολουθήσω αλλά αμέσως
απέρριψα αυτήν την σκέψη καθώς ένιωθα ότι ήταν μια παιδιάστικη πράξη που
σίγουρα δήλωνε δειλία και εγώ δειλός δεν υπήρξα ποτέ και ούτε θα το κάνω τώρα.
Θα την κατακτήσω κάποια στιγμή αυτό είναι το μόνο σίγουρο όμως με υπομονή και
επιμονή και όχι με τέτοιου είδους πράξεις που δεν ήταν καν στον χαρακτήρα μου.
Καθώς σηκώθηκα
ακολούθησα τα ίχνη της και πριν φτάσω στα πρώτα σπίτια είδα τον Τζάσπερ να με
περιμένει αγχωμένος. Για λίγο τα έχασα, το μυαλό μου πήγε στο κακό αλλά μόλις
τον είδα να με πλησιάζει με νευρικότητα αμέσως κατάλαβα τον λόγο που ήταν εδώ.
«Μπορώ να σου μιλήσω
για λίγο;» ρώτησε την στιγμή που έφτασα κοντά του και του χαμογέλασα
ενθαρρυντικά. Δεν ήθελα να νιώθει άβολα, ήξερα ακριβώς πως ένιωθε, όλο του το
πρόσωπο το φώναζε από μακριά, ποιος ήμουν εγώ να καταστρέψω μια τέτοια αγάπη;;;
Ίσα - ίσα ένιωθα πολύ ήρεμος που ήξερα ότι η Άλις θα ήταν κοντά σε έναν άνθρωπο
που θα μπορούσε να την προφυλάξει ακόμα και από τον ίδιο της τον εαυτό, γιατί
κακά τα ψέματα ο Έμετ είχε δίκιο, η Άλις είναι πολύ πεισματάρα και ώρες, ώρες
την φοβάται το μάτι μου με το τι μπορεί να κάνει.
«Τζάσπερ δεν
χρειάζεται να πεις κάτι...» ξεκίνησα αλλά εκείνος αμέσως με διέκοψε.
«Όχι θέλω να με
αφήσεις να σου πω αυτά που έχω να σου πω» παρακάλεσε και καθώς κατένευσα
εκείνος συνέχισε... «Θα έπρεπε να σου είχα μιλήσει από πιο πριν, να σου είχα
ζητήσει την άδεια σου...»
«Τζάσπερ...»
διαμαρτυρήθηκα αλλά εκείνος δεν με άφησε να συνεχίσω.
«Έχουμε μεγαλώσει
διαφορετικά και καταλαβαίνω ότι για σένα όλο αυτό μπορεί να φαντάζει γελοίο
αλλά για μένα είναι πολύ σοβαρό...» δήλωσε και τελικά τα παράτησα αφήνοντας τον
να συνεχίσει... «Το σωστό φυσικά θα ήταν να την είχα ζητήσει από τον πατέρα σου
αλλά εφόσον δεν έχουμε αυτήν την δυνατότητα τώρα θα ήθελα να ζητήσω το χέρι της
αδελφή σου από σένα... Ξέρω ότι είναι κάπως αργά γι αυτό μιας και που η αδελφή
σου έχει δεχτεί ήδη την πρόταση μου και πραγματικά λυπάμαι πάρα πολύ για την
απερισκεψία μου...»
«Τζάσπερ ειλικρινά
δεν έχεις να απολογηθείς για τίποτα...» τον διέκοψα για άλλη μια φορά μην
αντέχοντας το άλλο όλο αυτό... «Ιδίως σε μένα. Ξέρω ακριβώς πως νιώθεις και σου
το λέω με το χέρι στην καρδιά ότι νιώθω μεγάλη ανακούφιση που η αδελφή μου
βρήκε την ευτυχία στα δικά σου μάτια. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να σε
εφησυχάζει. Για μένα η Άλις είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο στην ζωή μου και
είμαι ικανός να δώσω και την ζωή μου για να την προστατέψω γι αυτό και να είσαι
σίγουρος ότι αν για οποιοδήποτε λόγο εξαιτίας σου πάθει τίποτα...»
«Όσο περνάει από το
χέρι μου κανείς δεν πρόκειται να την αγγίξει ή να την βλάψει» είπε απόλυτα
σοβαρός με αυτοπεποίθηση και ήταν το μόνο που ήθελα αυτήν την στιγμή να ακούσω.
«Αν και πράγματι όλο
αυτό φαντάζει γελοίο στα μάτια μου, από μένα έχετε την ευχή μου και ελπίζω ο
θεός να σου δώσει δύναμη με αυτά που έχεις να τραβήξεις μαζί της γιατί καλή
χρυσή άγια η αδελφούλα μου αλλά σε προειδοποιώ από τώρα και μην μου πεις μετά
ότι δεν σου τα έλεγα αλλά πολύ πείσμα βρε παιδί μου» του είπα και άρχισε να
γελάει κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά και εγώ τον σιγοντάρισα καθώς τον
έπιασα από τους ώμους παροτρύνοντας τον να πάμε προς τους άλλους.
Μόλις η Άλις μας είδε
να τους πλησιάζουμε έτρεξε κατευθείαν μέσα στην αγκαλιά μου και αμέσως έκλεισα
σφιχτά τα χέρια μου γύρω από το κορμί της ανασηκώνοντας την στο ύψος μου.
«Πότε μεγάλωσες τόσο
πολύ εσύ;» την πείραξα και μου έριξε ένα απολογητικό ύφος... «Ώστε θα έχουμε
σύντομα χαρές και πανηγύρια;» συνέχισα αφήνοντας την ξανά να πατήσει τα πόδια
της στο έδαφος και άξαφνα εκείνη κοκκίνισε ολόκληρη. Οκ έζησα να το δω και
αυτό.
«Έντουαρτ...»
«Μην πεις τίποτα...»
αυτόματα την διέκοψα βάζοντας το δίκτυ μου πάνω στα χείλια της... «Το μόνο που
θέλω από εσένα είναι να είσαι ευτυχισμένη» ολοκλήρωσα την φράση μου με απόλυτη
ειλικρίνεια και πήρε μια ανακουφιστική ανάσα.
«Είμαι ευτυχισμένη»
επιβεβαίωσε αυτό που έβλεπα στα μάτια της και χαμογέλασα παιχνιδιάρικα.
«Και πιο λογική...»
συνέχισα μισό σοβαρά μισό αστεία και με κοίταξε με περιέργεια... «Μην τον
τυραννήσεις πολύ» συμπλήρωσα συνωμοτικά και καταλαβαίνοντας τι εννοώ άρχισε να
γελάει πιο ενθαρρυντικά.
«Θα προσπαθήσω» μου
ανταπέδωσε εκείνη και έκανα μια αγανακτισμένη γκριμάτσα.
«Ωωω Χριστέ μου τι
έχει να τραβήξει ο άνθρωπος. Μωρέ δεν τον λυπάσαι;» συνέχισα να την πειράζω και
μην αντέχοντας άλλο εκείνη με έσπρωξε σαν πεισματάρικο μωρό.
«Έλααααααα» είπε και
άρχισα να της πειράζω τα μαλλιά καθώς ήξερα ότι ήταν το μοναδικό πράγμα που την
εκνεύριζε και κάπως έτσι συνεχίσαμε το πείραγμα μας μέχρι που η Μπέλλα έκανε
ξανά την παρουσία της αισθητή ώστε να μας υπενθυμίσει ότι εδώ δεν βρισκόμασταν
για διασκέδαση αλλά για έναν συγκεκριμένο σκοπό.
«Πεινάς; Θες να φας
κάτι πριν φύγετε;» ρώτησε η Άλις και αμέσως της το αρνήθηκε με μια κίνηση του
κεφαλιού μου. Μετά την κουβέντα που είχαμε με την Μπέλλα, η όρεξη μου είχε
φύγει προ πολλού. Μέγα λάθος.
Καθώς αποχαιρετούσα
τον Τζάσπερ και την Άλις είδα τον Έμετ να μας πλησιάζει για να κάνει και εκείνος
το ίδιο.
«Θα έρθεις μαζί μας;»
ρώτησα ξαφνιασμένος.
«Είναι δυνατόν να
χάσω εγώ τέτοια ευκαιρία;...» ρώτησε πίσω εκείνος δύσπιστα... «Άλλωστε τι θα
μπορούσα να κάνω εδώ με όλους αυτούς τους χωριάτες;» συνέχισε με θράσος και
κράτησα την ανάσα μου προκειμένου να μην αντιδράσω ενώ του γύριζα την πλάτη για
να τους αφήσω να αποχαιρετιστούν.
Τι ρόλο βαράει αυτό
το άτομο που εγώ τον είχα για αδελφό μου άραγε θα το μάθω ποτέ;... αναρωτήθηκα
για μια στιγμή αλλά η σκέψη μου ξεχάστηκε αμέσως μόλις είδα να μας πλησιάζουν ο
Μπρεκ με την γυναίκα του την Γούιντα και την μικρή τους Νες. Η έκπληξη μου ήταν
τόσο μεγάλη όσο και η εκδήλωση χαράς της μικρής Νες που στην αρχή δεν κατάλαβα
ότι η εμφάνιση τους εδώ δήλωνε ότι θα έρθουν μαζί μας μέχρι που η μικρή Νες
σχεδόν πήδηξε μέσα στην αγκαλιά μου και βάζοντας τα μικροσκοπικά δαχτυλάκια της
πάνω στο μάγουλο μου, μου πέρασε μέσα στην σκέψη μου την απαίτηση της να την
κουβαλήσω εγώ στο ταξίδι.
Με αυτήν της την
ερώτησα αμέσως κατάλαβα το προειδοποιητικό βλέμμα του Μπρέκ και τον κοίταξα με
έκδηλη την περιέργεια μου στα χαρακτηριστικά μου. Εκείνος δεν χρειάστηκε να
ακούσει τι είχε μόλις η μικρή του κόρη ζητήσει για να το επιβεβαιώσει.
«Νες το συμφωνήσαμε
αυτό, θα έρθεις μαζί μας, ο Έντουαρτ δεν μπορεί να σε κουβαλήσει από την στιγμή
που θα είναι σε μορφή λύκου» είπε αυστηρά σχεδόν άγρια προς το μέρος της και η
μικρή έγινε χειρότερη. Εγώ κοίταζα τον Μπρεκ τελείως ξαφνιασμένος από τον τόνο
της φωνής τους και δεν το πίστευα ότι θα μπορούσε να μιλήσει ποτέ με αυτόν τον
τρόπο προς το αγγελούδι του. Ήταν φανερό το πόσο αγάπη έκρυβε μέσα του για
εκείνη, τι τον έκανε τώρα να της μιλάει έτσι;
«Έχει δίκιο ο μπαμπάς
σου Νες...» επιβεβαίωσα τα λόγια του εγώ με προθυμία καθώς δεν ήθελα να του πάω
κόντρα. Ήδη ένιωθα άσχημα που τον έβλεπα να αναγκάζεται να την μοιράζεται μαζί
μου δεν ήθελα να του την στερώ περισσότερο... «Όταν θα φτάσουμε στον προορισμό
μας θα έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε ξανά» συνέχισα κοιτώντας την στα μάτια
αλλά εκείνη δεν σταμάταγε να επιμένει για το αντίθετο και αυτό μας έφερε όλους
σε πολύ δύσκολη θέση. Εγώ από την άλλη δεν ήμουν συνηθισμένος σε κάτι τέτοιο
και αν θεωρούσα ότι η Άλις ήταν ένα πεισματάρικο μωρό τότε σίγουρα δεν είχα δει
τίποτα ακόμα και δεν ήξερα πως να το χειριστώ.
«Νεςςς» τότε επενέβη
η μητέρα της Νες κοιτώντας την με ένα χαμόγελο που άγγιζε τα μάτια της χωρίς να
συμπληρώσει τίποτα άλλο και η μικρή Νες γύρισε προς το μέρος μου με ένα
παραπονιάρικο μουτράκι που έκανε το κάτω της χείλος να τρέμει. Δεν έχω ιδέα πως
κρατήθηκα για να μην γελάσω δυνατά.
«Έχουν δίκιο οι
γονείς σου Νες, δεν μπορείς να έρθεις μαζί μου» την παρακάλεσα και εκείνη
αναστέναξε απελπισμένα. Ειλικρινά ήταν το κάτι άλλο.
«Καλά» τελικά
εξωτερίκευσε και έμεινα σοκαρισμένος να την κοιτώ. Ξέρει να μιλάει και δεν το
κάνει; Αναρωτήθηκα αλλά χωρίς να χρονοτριβώ, πριν εκείνη αλλάξει γνώμη και
αρχίσει πάλι τα πείσματα, την παρέδωσα ξανά στα χέρια του Μπρεκ ο οποίος δεν
εκδήλωσε καθόλου τα συναισθήματα του.
«Θα τα πούμε όταν
φτάσουμε εκεί που θα πάμε, εντάξει» συνέχισα προς την Νες και μόλις εκείνη
κατένευσε και πάλι παραπονιάρηκα, της τσίμπησα τρυφερά το μάγουλο της και πήγα
κοντά στους υπόλοιπους.