Ήθελα να τρέξω, να βρω μια σκιά για να
κρυφτώ, να ουρλιάξω όλα όσα με έπνιγαν. Να πάρω σβάρνα και να γκρεμίσω ότι
βρισκόταν στο πέρασμα μου, αλλά αντ’ αυτού, με αγέρωχο βήμα και το κεφάλι ψηλά,
γύρισα στο σημείο όπου η φρουρά ακόμα στεκόταν. Παίρνοντας την θέση μου έμεινα
ακίνητη να περιμένω την επόμενη εντολή μου.
Τα
είχα καταστρέψει όλα! Όσα ήθελα να του πω την ημέρα που θα τον έβρισκα, είχαν
αντιστραφεί με τα λόγια που μόλις πριν λίγο ξεστόμισα. Και τώρα τι; Τώρα τι θα
σκεφτόταν εκείνος; Ότι τον ξέχασα; Ότι επειδή ανήκει στους εχθρούς μου τον
μίσησα; Ότι δεν ήμουν ευγνώμον που μου είχε σώσει την ζωή; Δεν ήξερα τι θα
μπορούσε τώρα να σκεφτεί και αυτό με καταρράκωνε περισσότερο.
Δεν
άργησαν να βγουν αλλά εγώ, όπως πρόσταζαν τα καθήκοντα μου, δεν γύρισα να τους
ρίξω ούτε μια ματιά. Κοιτώνας πάντα στην ευθεία, ανέκφραστη, τους ένιωσα να
περνούν από μπροστά μου, με τις μπλε τους μπέρτες να κλέβουν στο πέρασμα τους
το λιγοστό αέρα που υπήρχε γύρω μου.
Όμως και πάλι εγώ δεν έδωσα σε κανέναν το δικαίωμα να καταλάβει αυτό που
μέσα μου με έτρωγε, κάνοντας με να θέλω να τρέξω πίσω τους για να τον σταματήσω
και να του εξηγήσω την αλήθεια.
Όταν
η αίθουσα άδειασε τελείως, μας άφησαν ελεύθερους να γυρίσουμε στους κοιτώνες μας.
Μπαίνοντας μέσα σε εκείνο το δωμάτιο, που μοιραζόμουν με άλλες εννέα κοπέλες
σαν και εμένα, ξέσπασα. Δεν μπορούσα να κάτσω με σταυρωμένα τα χέρια, έπρεπε να
κάνω μια προσπάθεια να τον βρω, να του μιλήσω, να του εξηγήσω και αυτό ακριβώς
θα έκανα.
Αφαίρεσα την πανοπλία από πάνω μου. Ντύθηκα
με το σκούρο καφέ μου παντελόνι, το χακί μου πουκάμισο και το καφέ δερμάτινο
παλτό μου. Πέρασα πάνω από το παντελόνι μου τις δερμάτινες μπότες μου και
παίρνοντας στους ώμους μου την θήκη με τα φαρέτρα και το τόξο μου έτρεξα να βρω
τον αρχηγό των φρουρών για να τον παρακαλέσω να με αφήσει να βγω. Ήξερα ότι δεν
επιτρεπόταν η φρουρά να βγαίνει έξω από το παλάτι για την περίπτωση που ο
βασιλιά μας χρειαζόταν κάτι, αλλά δεν άντεχα να μην προσπαθήσω.
«Σας
παρακαλώ, είναι επιτακτική ανάγκη να γυρίσω στην Ντρακούντα» παρακάλεσα.
«Επιτακτική;»
ειρωνεύτηκε.
«Άφησα
κάτι πολύ σημαντικό πίσω μου και πρέπει να πάω να το πάρω πριν το βρει κάποιος
και το χάσω για πάντα» εξήγησα.
«Το
μόνο σημαντικό πράγμα που έχεις εσύ στρατιώτη, είναι το τόξο σου. Και από όσο
βλέπω το φοράς» μου χτύπησε σκληρά κάνοντας μου ρητό ότι δεν πίστευε λέξη από
όσα του έλεγα αλλά εγώ δεν τα παρατούσα.
«Και
από την άλλη αν ήταν κάτι σημαντικό πως μπορεί να έκανες το λάθος να το
ξεχάσεις;» συμπλήρωσε πριν προλάβω να ενισχύσω τα επιχειρήματα μου και ένιωσα την
απελπισία να με καταβάλει.
«Άφησε
την να φύγει» άκουσα πίσω μου τον Θόρ να λέει και για μια στιγμή κοκάλωσα αλλά
δεν τα έχασα. Γυρίζοντας προς την μεριά του έκανα μια βαθιά υπόκλιση όπως είχε
κάνει ήδη ο αρχηγός της βασιλικής φρουράς ενώ ταυτόχρονα προσφώνησα μαζί με
εκείνον.
«Άρχοντα
μου»
«Μέχρι
το βράδυ να έχεις γυρίσει, η αυριανή μάχη θα είναι μεγάλη και θα ξεκινήσουμε για
το πεδίο της μάχης νωρίς» συνέχισε ο άρχοντας Θόρ και δεν ήξερα πως να
καταλαγιάσω την χαρά μου που με έκανε να θέλω να τρέξω καταπάνω του και να τον
φιλήσω για την χάρη που μου έκανε. ‘Να τον φιλήσω;;; Πως μου ήρθε αυτό τώρα;’
σκέφτηκα για μια στιγμή αλλά το άφησα στην άκρη πριν σκεφτεί να το πάρει
πίσω.
«Θα
είμαι πίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ, άρχοντα μου. Σας το υπόσχομαι» προσπάθησα να
εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου αλλά εκείνος δεν έμεινε για να με ακούσει. Πριν προλάβω
καλά – καλά να τελειώσω την φράση μου είχε κιόλας φύγει.
Δεν
έκατσα να το σκεφτώ περισσότερο, έπρεπε να αρπάξω την ευκαιρία και να τρέξω να
τον βρω αλλά που θα μπορούσα να τον ψάξω όταν δεν ξέρω καν που ζει η δικιά τους
παράταξη; Παίρνοντας το άλογο μου, σαν κυνηγημένη άρχισα να τρέχω προς την πύλη.
Προσπερνώντας την προσπάθησα να ακολουθήσω τα ίχνη τους αλλά υπήρχαν τόσα
φρέσκα ίχνη που δεν υπήρχε περίπτωση να αναγνωρίσω τα δικά τους από την στιγμή
μάλιστα που δεν είχα ιδέα με τι είχαν φύγει ή ποια κατεύθυνση να είχαν πάρει.
Κάνοντας
κύκλους ακόμα το άλογο μου εξασθένησε αλλά δεν τα παράταγα. Ήξερα ότι ήταν μια
μάταιη προσπάθεια αλλά έπρεπε να εξαντλήσω όλα μου τα περιθώρια αλλιώς δεν θα
κατάφερνα ποτέ να συγχωρέσω τον εαυτό μου γι αυτό. Προσπερνώντας την Ντρακούντα
κατευθύνθηκα προς την Ρομπινία, στο δέντρο που με είχε φιλοξενήσει τόσες και
τόσες μέρες και νύχτες. Καθώς οι αντοχές του αλόγου μου και οι δικές μου δεν
μου επέτρεπαν να συνεχίσω άλλο σταμάτησα.
Είχα έρθει εκατοντάδες φορές σε αυτό το
σημείο τα τελευταία δύο χρόνια και είχα ψάξει άλλες τόσες για να βρω εκείνο τον
ναό αλλά δεν είχα καταφέρει να βρω τίποτα. Ούτε τον ναό ούτε εκείνον. Πως θα μπορούσα τώρα να τα καταφέρω; Ένιωθα
ότι δεν είχα καμία ελπίδα αλλά δεν είχα και άλλο κουράγιο, έπρεπε να πάρω μια
ανάσα, ακόμα και το άλογο μου είχε εξαντληθεί.
Δένοντας τα γκέμια του σε ένα κλαδί που ήταν
κοντά στο ποτάμι το άφησα να πιει νερό ενώ εγώ ανέβηκα στο δέντρο, στο ίδιο
σημείο που πάντα καθόμουν όταν ερχόμουν εδώ. Κρατώντας σφιχτά το τόξο μου στο
ένα μου χέρι, βολεύτηκα στο κλαδί, έφερα τα πόδια μου κοντά στο σώμα μου και τα
αγκάλιασα.
‘Ηλίθια,
ηλίθια, ηλίθια’ έλεγα από μέσα μου και πριν προλάβω να σκεφτώ κάτι άλλο ένα
θρόισμα από κάπου πολύ κοντά έφερε το σώμα μου σε εγρήγορση. Δεν σκέφτηκα απλά
έπραξα. Με την πιο γρήγορη κίνηση ετοίμασα το τόξο μου και άφησα να το βέλος
μου να απελευθερωθεί προς την κατεύθυνση που ο ήχος είχε έρθει.
«Έτσι
μου ξεπληρώνεις την χάρη που σου έσωσα την ζωή;» άκουσα την φωνή του να μου
λέει ενώ έκανε την εμφάνιση του κρατώντας το βέλος που του είχα μόλις στείλει
μέσα στο ένα του χέρι.
Ένιωσα την γη να χάνετε κάτω από τα πόδια μου.
Την ανάσα μου να φεύγει μακριά. Το σώμα μου να μουδιάζει. Δεν είχα φωνή, η
καρδιά μου σφυροκοπούσε σε τέτοιο βαθμό που με έκανε να νιώθω ότι θα σπάσει
αλλά το σώμα μου κατάφερε να βρει την δύναμη να ορθώσει το ανάστημα του την
στιγμή που εκείνος άρχισε αργά να με πλησιάζει.
Τα
βήματα του ήταν τόσο απαλά που το κλαδί που στεκόμουν δεν λύγισε κάτω από το
βάρος του. Ούτε θρόισε ούτε κουνήθηκε σπιθαμή. Φτάνοντας κοντά μου η πρώτη διαπίστωση
που έκανα ήταν ότι τα ρούχα του τώρα ήταν τόσο απλά και καθημερινά όσο και τα
δικά μου. Μα από που έρχεται;; Είναι εδώ κοντά το μέρος που μένει; Και
πότε πρόλαβε να αλλάξει;
Με την ματιά μου καρφωμένη μέσα στην δική του
ένιωθα το μυαλό μου να μουδιάζει, τα λόγια μου να εξανεμίζονται και αν είναι
δυνατόν την καρδιά μου να χτυπάει ακόμα πιο δυνατά. Πόσο θα άντεχε ακόμα πριν
εκραγεί άραγε;
«Λυπάμαι»
κατάφερα μόνο να πω με όση πνοή μου είχε απομείνει. Με κοίταξε με δυσπιστία.
«Ξέρεις...
για μια κοπέλα με τόσο ευφράδεια λόγου σαν και εσένα, να επαναλαμβάνει συνέχεια
την λέξει ‘λυπάμαι’ κάθε φορά που βρίσκεται μπροστά μου, δεν είναι και τόσο
κολακευτικό» μου είπε και τώρα τα έχασα περισσότερο. Μου έκανε πλάκα ή ήταν
πράγματι θυμωμένος;
«Είναι
κρίμα να πάει χαμένο αφού είναι αχρησιμοποίητο» συνέχισε δείχνοντας μου το
βέλος και μόλις στάθηκε μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής από το σώμα μου,
έτεινε το χέρι του αργά προς το μέρος μου βάζοντας το στην θέση του.
Καθώς
η μυρωδιά του με κατέκλυσε τα μάτια μου αυτόματα σφάλισαν, ακριβώς την στιγμή
που ένιωσα το χέρι του ανεπαίσθητα να με ακουμπά. Η παλάμη του απαλά ακούμπησε
πάνω στο μάγουλο μου καίγοντας κάθε κύτταρο του κορμιού μου και μόλις άνοιξα τα
μάτια μου ξανά τον είδα να είναι τόσο κοντά μου που το μυαλό μου πάγωσε. Η
ματιά του με αιχμαλώτισε. Δεν ήξερα πως να αντιδράσω.
«Μου
έχεις εμπιστοσύνη;» με ρώτησε σοβαρός ξαφνιάζοντας με. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ.
«Εμπιστοσύνη;»
επανέλαβα και άξαφνα το μυαλό μου άρχισε να παίρνει στροφές. Του είχα εμπιστοσύνη;
Δεν ξέρω καν ποιος είναι πέρα από το ότι είναι ο γιος του στρατηγού των εχθρών.
«Εσύ
μου έχεις;» ρώτησα πίσω και το χαμόγελο που θυμόμουν, εκείνο που τόσο
απεγνωσμένα αναζητούσα να δω ξανά για λίγο, γύρισε ξανά.
«Δεν
με πρόδωσες αυτό μου φτάνει» μου απάντησε με βαθιά φωνή σαγηνευτικά ενώ με τον
αντίχειρα του άρχισε να χαϊδεύει απαλά το μάγουλο μου. Με αυτήν την επαφή τα μάτια μου πετάρισαν και η ανάσα μου βγήκε
τρεμάμενη.
«Κάνεις
λάθος» κατάφερα να πω την στιγμή που προσπάθησα ξανά να ανανεώσω τον αέρα στα
πνευμόνια μου κλείνοντας τα μάτια μου για να καταφέρω να βρω έστω και για λίγο
την λογική μου. «Σε πρόδωσα» συνέχισα με παράπονο. Ανοίγοντας τα μάτια μου ξανά
τον είδα να με κοιτάει με δυσπιστία. «Μέσα στον λήθαργο του πυρετού προσπάθησαν
να μου αποσπάσουν το όνομα σου. Εγώ φώναζα ότι ήταν ο κανένας, αλλά στα μάτια
του άρχοντα Θόρ ένιωσα ότι ήξερε την αλήθεια και προσπαθούσε να την
επιβεβαιώσει. Την στιγμή που μου έδειξε το τόξο μου, είμαι σίγουρη ότι ήξερε,
δεν μπορώ να εξηγήσω το πως αλλά...»
«Και
σήμερα τον έκανες να πιστέψει ότι είχε κάνει λάθος» συμπλήρωσε εκείνος αντί για
μένα ανυπόμονα. «Αλλά αν πραγματικά δεν θες να με προδώσεις πρέπει να φύγουμε
τώρα» συνέχισε πιο επιτακτικά. Δεν κουνήθηκα.
«Ήθελα
να σε ευχαριστήσω» είπα γρήγορα και με κοίταξε με απορία. «Ήθελα να σε βρω για
να σε ευχαριστήσω! Δεν ήθελα να σε προδώσω, ούτε να φανώ αγενής απέναντι σου,
όμως το χρέος μου είναι να υπερασπίζομαι τον βασιλιά μου» έκλεισε τα χείλια μου
με τα ακροδάχτυλα του και καθώς πλησίασε το πρόσωπο του τόσο κοντά στο δικό μου,
έμεινε να με κοιτά για λίγο.
«Με
εμπιστεύεσαι;» ψιθύρισε. Δεν μπορούσα να απαντήσω, όχι τουλάχιστον θετικά.
«Έχω
μάθει να μην εμπιστεύομαι κανέναν» είπα απολογητικά αποτραβώντας το χέρι του
από τα χείλια μου. Κατένευσε με κατανόηση.
«Αυτό
μπορώ να το καταλάβω» προσπάθησε να με δικαιολογήσει. Δεν τον άφησα να
συνεχίσει.
«Αλλά
σου χρωστάω την ζωή μου» συμπλήρωσα. Αυτό του έδωσε μια νέα ελπίδα και χωρίς
καμία προειδοποίηση, πριν προλάβω να αναρωτηθώ τι κάνει, με ανασήκωσε στην
αγκαλιά του και πήδηξε στο κενό.
Δεν
πρόλαβα να ανοιγοκλείσω τα μάτια ή να βγάλω άχνα και βρισκόμασταν κιόλας στο
έδαφος.
«Πάρε
μια μεγάλη αναπνοή και αν χρειαστεί να ανανεώσεις τον αέρα στα πνευμόνια σου
κάνε μου νόημα» αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια. Χωρίς να με αφήνει από τα
χέρια του προχώρησε προς το νερό, μπήκε αρκετά βαθιά και μου έκανε σήμα να πάρω
μια αναπνοή. Αμέσως έκανε και εκείνος το ίδιο.
Με
το χέρι του τυλιγμένο γύρω από το κορμί μου, με ώθησε να βουτήξουμε μέσα στο
νερό και να κολυμπήσουμε προς το αντίθετο ρεύμα, οδηγώντας μας προς τον
καταρράκτη που υπήρχε στην αρχή της όχθης.
Η ταχύτητα του ήταν απίστευτα μεγάλη για να είναι
φυσιολογική! Με το νερό να μαστιγώνει το πρόσωπο μου η ανάσα που είχα κρατήσει
χάθηκε πολύ γρήγορα. Νιώθοντας το οξυγόνο μου να χάνεται του τράβηξα το μανίκι
του τζάκετ του. Εκείνος, χωρίς να κόβει ταχύτητα, γύρισε προς το μέρος μου και
συγκρατώντας το πρόσωπο μου μέσα στο ένα του χέρι κόλλησε τα χείλια του πάνω
στα δικά μου αιφνιδιάζοντας με.
Δεν βγήκε στην επιφάνεια του νερού όπως θα
περίμενα να κάνει παρά μόνο ανανέωσε τον αέρα στα πνευμόνια μου με την δική του
ανάσα. Νιώθοντας τα χείλη του πάνω στα δικά μου τα έχασα. Ο ηλεκτρισμός που με
διαπέρασε δεν μου έδινε περιθώρια για να σκεφτώ. Το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν
να τα γευτώ, να αφήσω και τα δικά μου χείλη να τα εξερευνήσουν. Η γλώσσα του προσπάθησε
να διαχωρίσει τα δικά μου χείλη και εκείνα άνοιξαν αυτόματα. Η ανάσα του που
διείσδυσε μέσα στο στόμα μου με επανέφερε στην πραγματικότητα. Δεν με φιλούσε
πραγματικά, το μόνο που έκανε ήταν να ανανεώσει την ανάσα που είχα χάσει. Την στιγμή
που το κατάλαβα άρχισα αμέσως να ρουφάω άπληστα την ανάσα της ζωής που εκείνος
μου πρόσφερε.
Ήταν μια γλυκιά ανάσα, που έκανε όλες μου τις
αισθήσεις να ξυπνούν όμως το πιο περίεργο από όλα δεν ήταν η ίδια η ανάσα αλλά
η αίσθηση που ένιωσα μέσα στα πνευμόνια μου καθώς εκείνα γέμιζαν ξανά με
οξυγόνο. Το δικό του οξυγόνο, που τώρα μου πρόσφερε για να αντέξω περισσότερο.
Ένιωσα όλο μου το σώμα να ζωντανεύει,
την καρδιά μου να χτυπά με έναν τρόπο που δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά. Δεν
μπορούσα να το εξηγήσω αλλά εκείνη ακριβώς την στιγμή, όλη μου η ύπαρξη ένιωθα
να αναγεννιέται, όλη μου η δύναμη να πολλαπλασιάζεται.
Πριν
καταλάβω το πως ή το πότε, είχαμε ήδη φτάσει. Τα χέρια του για άλλη μια φορά με
συγκρατούσαν απάνω του και καθώς άρχισε ο ίδιος να περπατά με ανασήκωσε στην
αγκαλιά του. Τα μάτια μου δεν ξεκόλλησαν από πάνω του, η ανάσα μου τώρα ερχόταν
και έφευγε από το σώμα μου γρήγορα, κοφτά, τραγικά άρρυθμα. Η ματιά του δεν
αποχωριζόταν την δική μου και μόλις άφησε ξανά τα πόδια μου να ακουμπήσουν στο
έδαφος τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από το κορμί μου ενώ, ταυτόχρονα με μένα,
άρχισε να αναζητά ξανά τα χείλη μου.
Δεν
με είχαν φιλήσει άλλα χείλια - όχι τουλάχιστον με όλες μου τις αισθήσεις να
συμμετέχουν ενεργά - και δεν υπήρχε σύγκριση. Ίσως να υπήρχε άλλη μια φορά, άλλα
αυτή την στιγμή το μυαλό μου αρνιόταν να συνεργαστεί. Δεν θυμόμουν το πότε αλλά
περισσότερο με ποιον θα μπορούσα να έχω παρόμοια εμπειρία. Αλλά τι σημασία είχε
αυτήν την στιγμή; Με όλες μου τις αισθήσεις να οξύνονται άξαφνα, το σώμα μου πήρε
αμέσως φωτιά και το μυαλό μου έχασε και το τελευταίο λιθαράκι λογικής που
υπήρχε εκεί με συνέπεια να με κάνει να λιώνω στα χέρια του σαν το κερί. Ένα
κερί που πλάθονταν από την αρχή με εκείνον να με κατακτά με κάθε τρόπο.
Μέσα στην λαίλαπα των αισθήσεων τα χέρια με ανασήκωσαν
από το έδαφος. Τα πόδια μου αυτόματα τυλίχτηκαν γύρω από το κορμί του. Τα σώματα
μας εφαπτόσαν απόλυτα το ένα στο άλλο. Ο ηλεκτρισμός που διαπέρασε το κορμί μου
έκανε την ανάσα μου να χαθεί. Τα ήδη βρεγμένα μου ρούχα νοτίστικαν περισσότερο από
το κρύο νερό που έπεφτε με ορμή επάνω μας σε μια προσπάθεια να χωρίσει τα
κορμιά μας. Αλλά εμείς δεν του κάναμε την χάρη. Καιγόμασταν σε τέτοιο βαθμό την
δεδομένη στιγμή που τα σώματα μας καλωσόριζε αυτή την αλλαγή θερμοκρασίας.
Ενωμένοι σαν ένα, παλεύαμε να νιώσουμε ο ένας
την ανάσα του άλλου. Να εξερευνήσουμε με κάθε δυνατό τρόπο κάθε πτυχή της
σάρκας. Να γευτούμε κάθε νέκταρ που ο ένας πρόσφερε τόσο απλόχερα στον άλλον
αλλά ο αέρας δεν ήταν επαρκής. Τα πνευμόνια μου πια ήδη είχαν αρχίσει να
διαμαρτύρονται. Κόβοντας πρώτη αυτό το φιλί πήρα μια βαθιά ανάσα και ακούμπησα
το κεφάλι μου πάνω στον ώμο του σφίγγοντας τον, αν είναι δυνατών, πιο κοντά μου
ώστε να καταφέρω να επιβεβαιώσω ότι όλο αυτό που ζω ήταν αλήθεια. Ότι ήταν πράγματι
εδώ, με σάρκα και οστά… ότι ήταν πραγματικά δικός μου όπως τον είχα φανταστεί
ξανά και ξανά… ότι πράγματι με αγαπούσε όπως μου είχε ψιθυρίσει στα όνειρα μου.
Όμως το μυαλό μου δεν σταμάτησε εκεί. Περιπλανήθηκε
και σε άλλα μονοπάτια. Καθώς οι μνήμες γύριζαν η σύγκριση αυτού του φιλιού με
έκανε να συνειδητοποιώ και μια άλλη αλήθεια. Μια αλήθεια που δεν ήμουν σίγουρη
αν την συγκεκριμένη στιγμή ήθελα να την επιβεβαιώσω.
Το
σώμα μου πάγωσε και εκεί που τα χέρια μου έσφιγγαν γύρω του έμειναν μετέωρα.
Τραβώντας το πρόσωπο του προς τα πίσω με κοίταξε στα μάτια και χωρίς να μιλά
προσπαθούσε να καταλάβει τι μου είχε συμβεί. Μάταια όμως.
«Με
φιλούσες» είπα σπάζοντας πρώτη την σιωπή και με κοίταξε με περισσότερη
περιέργεια. «Όταν τα χέρια του Θόρθαντερ σταμάταγαν να με ταρακουνούν και να με
βασανίζου όταν καιγόμουν στον πυρετό για να μου αποσπάσου πληροφορίες, εσύ
γύριζες, ήσουν εκεί, με αγκάλιαζες, με χάιδευες και με φιλούσες» συνέχισα καθώς
ξεγλιστρούσα από την αγκαλιά του και απομακρυνόμουνα
από κοντά του με το μυαλό μου να είναι ακόμα μακριά μέσα στις αναμνήσεις και το
χέρι μου να ψηλαφίζει τα πρησμένα μου χείλι.
«Με φιλούσες» επανέλαβα πιο πεπεισμένη ότι
ήταν αλήθεια. «Δεν ήταν όνειρο» δήλωσα και τα μάτια μου έψαξαν τα δικά του. Δεν
απάντησε, δεν έκανε καν τον κόπο να το διαψεύσει αλλά δεν το επιβεβαίωνε
κιόλας. Παρέμενε εκεί υπομονετικά την αντίδραση μου και εγώ συνέχισα με αυτό
που έκαιγε την σκέψη μου περισσότερο.
«Είσαι
και εσύ;...» δεν μπορούσα ούτε την λέξη να πω. «Εννοώ σαν τον Θόρθαντερ;»
«Θόρ»
διόρθωσε σκληρά με τα μάτια του να γυαλίζουν ξαφνικά με ένα συναίσθημα που δεν
μπορούσα να αναγνωρίσω. «Το όνομα του είναι Θόρ και ναι είμαι, θεός! Αν αυτή
είναι η λέξη που υπονοείς» συνέχισε με μια δόση απογοήτευσης στην ματιά του.
«Θεοί»
εξωτερίκευσα παγωμένα χωρίς να μπορώ να το πιστέψω ότι αυτό ήταν πράγματι
αλήθεια καθώς άρχισα να περπατάω προς την σκάλα του ιερού χωρίς να το
συνειδητοποιώ απορροφημένη ακόμα στις σκέψεις μου.
«Μάλλον τώρα καταλαβαίνω γιατί μας κρύβουν
την αλήθεια» συνέχισα σταματώντας στο πρώτο σκαλοπάτι κοιτώντας τώρα από κοντά
την ομορφιά του που είχε σχεδόν σβήσει από την τελευταία μου ανάμνηση. Ήταν
τόσο εντυπωσιακό που πραγματικά σε έκανε να πιστεύεις ότι δεν θα μπορούσε ποτέ
να είχε σχεδιαστεί από το μυαλό ενός κοινού θνητού ακόμα και αν αυτό που έβλεπα
τώρα ήταν μόνο τα απομεινάρια του. «Είναι τόσο βαριά να την αντέξεις».
«Τάιρα»
ο Κάι αναφώνησε με μια απελπισία στην φωνή του και ερχόμενος κοντά μου με γύρισε
προς το μέρος του. Έπιασε το χέρι μου και κλείνοντας το μέσα στα δύο δικά του
χέρια το έβαλε να ξεκουραστεί στο μέρος της καρδιά τους. Χτύπαγε τόσο δυνατά
που μπορούσα να την νιώσω.
«Καταλαβαίνω πως σου ακούγετε αυτό» συνέχισε
γρήγορα και συναντώντας την ματιά του ένιωσα τα μάτια του και πάλι να με
αιχμαλωτίζουν. «Και έχεις δίκιο, όσο αφορά την αλήθεια, σας την κρύβουμε για να
μην σας τρομάζει. Γι αυτό και επιμένω ότι είναι άδικο για σένα. Είσαι τόσο
μικρή, τόσο αγνή ακόμα και μετά από όλα όσα έχεις περάσει. Τόσο όμορφη...»
έσυρε τα τελευταία του λόγια ενώ ελευθερώνοντας το ένα του χέρι, με την
αναστροφή της παλάμης του, χάιδευε απαλά το πρόσωπο μου σε μια προσπάθεια να
διαπιστώσει ότι ήμουν πραγματικά μπροστά του και όχι μια οπτασία που είχε πλάσει
με την φαντασία του.
«Μπορεί να είμαι θεός, αλλά ανάμεσα στους
θεούς είμαι και εγώ ότι ακριβώς είσαι και εσύ ανάμεσα στους ανθρώπους» συνέχισε
με περισσότερη αυτοπεποίθηση ενώ η ματιά του βυθίστηκε μέσα στην δική μου
κλέβοντας μου κάθε λογική. «Είμαι σαν ένας θεός στην χώρα των θεών. Ένας απλός
στρατιώτης στο καθήκον... ένας απλός κανένας» ψιθύρισε με ντροπή παίρνοντας μια
βαθιά ανάσα ενώ με απελευθέρωνε από την δύναμη της ματιάς του.
«Πως
μπορείς να το λες αυτό; Είσαι ο γιος τους Στρατηγού των Βανίρ, σε αποκάλεσαν
Υποστράτηγο! Πως μπορείς να είσαι ένας απλός κανένας;» ρώτησα χωρίς να μπορώ να
πιστέψω τα λόγια του και εκείνος χαμογέλασε χωρίς χιούμορ.
«Τα
τελευταία δύο χρόνια… μόνο για να μπορώ να είμαι κοντά σου» συμπλήρωσε την φράση
μου και γύρισε την ματιά του πάλι προς το μέρος μου περιμένοντας να δει τις
αντιδράσεις μου. «Δεν την επέλεξα αυτήν την ζωή. Δεν την ήθελα όπως και εσύ
αλλά από την μέρα που σε είδα κατάλαβα ότι μπορούσα να κάνω τα πάντα για να
μπορέσω να σε ξαναδώ έστω και για λίγο. Ο πατέρας μου, ο Άρης, θα άρπαζε
οποιαδήποτε ευκαιρία για να με έχει κοντά του» συνέχισε κάτω από τον
αναστεναγμό του.
«Όταν
λες τα τελευταία δύο χρόνια; Και πως εγώ... πως εσύ» είχα χάσει τα λόγια μου
αλλά παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έκρυψα το πρόσωπο μου μέσα στα δύο μου χέρια
και προσπάθησα να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου. ‘Μα είναι θεοί’ έλεγε η λογική
αλλά η ματιά του δεν κατάφερνε να με κάνει να ξεκαθαρίσω αυτό που πραγματικά
ήθελα να τον ρωτήσω.
«Εσύ
ήσουν η αόρατη δύναμη που ένιωθα να με προστατεύει εκεί που πίστευα ότι έχανα
την μάχη» τον κατηγόρησα και τον ένιωσα να αναστενάζει.
«Τάιρα
όχι, μην το βλέπεις έτσι» προσπάθησε αλλά δεν τον άφησα να συνεχίσει.
Κατεβάζοντας τα χέρια μου τον κοίταξα ευθεία στα μάτια με μια ματιά που τον
έκανε για λίγο να πισωπατήσει. Με φόβο;
«Και
πως θες να το δω; Όλη μου η ζωή εξαρτιόταν στην δύναμη μου. Νόμιζα ότι είχα την
δύναμη να καταρρίψω και τον πιο σκληρό αντίπαλο και όλα αυτά... όλα αυτά
έρχεσαι τώρα εσύ και μου λες ότι ήταν και αυτό άλλο ένα ψέμα;» αναφώνησα
αγανακτισμένα. Σβήνοντας την απόσταση που είχε δημιουργήσει με έπιασε από τα
μπράτσα και σκύβοντας προς το μέρος μου έφερε το πρόσωπο του σε απόσταση
αναπνοής από το δικό μου κοιτώντας με ικετευτικά.
«Θέλω
να με πιστέψεις, δεν έχω δει τίποτα παρόμοιο σαν και εσένα! Αλλά Τάιρα, όλοι
αυτοί που αντιμετώπιζες είχαν τα διπλάσια σου χρόνια, την διπλάσια εμπειρία από
σένα, την διπλάσια δύναμη. Κόντεψα να σε χάσω μια φορά δεν θα το άντεχα αν
πάθαινες τώρα κάτι, ιδίως σε έναν τόσο άνισο πόλεμο».
«Άνισο!»
ξεφώνισα αγανακτισμένα.
«Τάιρα,
ήμαστε θεοί, άφθαρτοι, αθάνατοι» τόνισε και άνοιξα τα μάτια μου με έκπληξη.
«Και
τότε εμάς τι μας θέλετε σε αυτόν τον πόλεμο αφού μπορείτε να τα καταφέρετε και
μόνοι σας;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω.
«Επειδή
είμαστε αθάνατοι, αυτός ο πόλεμος ‘υποτίθεται’ ότι δεν θα τελειώσει ποτέ αφού
δεν έχει απώλειες».
«Το
λες τόσο κυνικά» σχολίασα πικραμένα αφήνοντας τα χέρια του να πέσουν άψυχα πάνω
στο σώμα του. Κοιτάζοντας προς τον ναό κινήθηκε αργά προς την μεριά του.
«Ο
ίδιος ο πόλεμος είναι κυνικός από μόνος του» δήλωσε.
«Δεν
συμφωνείς μαζί του» διαπίστωσα και γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου.
«Γιατί δεν κάνεις κάτι να το αλλάξεις αυτό;»
«Τον
πόλεμο!» χλεύασε δύσπιστα. «Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει κάποιος που μπορεί
να το καταφέρει αυτό. Τρέφονται από αυτό, ακόμα και αν δεν υπάρχει αιτία
κατασκευάζουν μια. Η τελευταία που βρήκαν ήμουν εγώ και αυτό πάντα θα βαραίνει
τις πλάτες μου» συνέχισε κοιτώντας πάλι προς το ιερό ενώ το ένα του πόδι είχε
ακουμπήσει στο πρώτο σκαλί.
«Τι
εννοείς ότι ήσουν εσύ;» δεν απάντησε. Γύρισε με κοίταξε για μια στιγμή και
αμέσως μετά άρχισε να ανεβαίνει και τα υπόλοιπα σκαλοπάτια μέχρι που έφτασε
μπροστά στις πρώτες κολόνες που στόλιζαν το ιερό. Αφήνοντας το χέρι του να
ακουμπήσει σε μια από αυτές κοίταξε ψιλά.
«Ο
ναός αυτός ήταν ο ναός της γονιμότητας, ένας από τους πολλούς ναούς που είχαν
φτιαχτεί προς τιμή της μητέρας μου» έκανε μια παύση και αφού γύρισε προς την
μεριά μου συνέχισε.
«Η μητέρα μου η Φρίγκα - ή η θεά του ουρανού όπως
την αποκαλούμε εμείς - βλέπεις, είχε πολλά χαρίσματα. Είναι η θεά του γάμου,
της μητρότητας, της γονιμότητας, της αγάπης, της διαχείρισης του νοικοκυριού
και των οικιακών τεχνών αλλά περισσότερο είναι και πάρα πολύ όμορφη, όχι όμως
ελεύθερη. Ο πατέρας μου από την άλλη ένιωθε ότι έχανε έδαφος, χρειαζόταν από
κάπου να πιαστεί από οπουδήποτε, ώστε να φουντώσει αυτόν τον πόλεμο που έτεινε
να σβήσει και να έρθει η ειρήνη. Και τότε…» έκανε άλλη μια παύση γύρισε την
ματιά του προς τον ναό και αναστέναξε.
«Τότε ήρθα εγώ. Με δόλιο τρόπο. Την παρέσυρε
στα δίχτυα του, την τύφλωσε με τα ψεύτικα λόγια του την έκανε να μην μπορεί να
πει όχι. Μέσα σε αυτόν τον ιερό χώρο, την έκανε δική του και όταν η μητέρα μου
κατάλαβε τι είχε κάνει... ήταν πλέον αργά» σχεδόν έπνιξε τα τελευταία του λόγια
ενώ το σώμα του κύρτωσε από τον πόνο που ένιωθε ο ίδιος μέσα του λες και
εκείνος ήταν η αιτία για όλα και όχι ο πατέρας του.
Δεν
άντεξα άλλο, έτρεξα κοντά του και την στιγμή που άγγιξα τον ώμο του εκείνος
γύρισε προς το μέρος μου με ένα πικρό χαμόγελο να παραμορφώνει τα υπέροχα
χαρακτηριστικά του.
«Δεν
έπρεπε να έρθεις ποτέ εδώ. Δεν μπορώ να καταλάβω με ποιαν λογική σε φέρανε
εξαρχής. Πρέπει να βρεις τρόπο να φύγεις Τάιρα αυτός ο τόπος δεν είναι για σένα.
Δεν θα υπάρξει ποτέ ειρήνη και γαλήνη σε αυτόν τον τόπο. Όσο είσαι εδώ δεν θα
βρεις ποτέ την ελευθερία και την ευτυχία που σου αξίζει» συνέχισε με βαθιά φωνή
ενώ κάλυπτε το πρόσωπο μου με τις παλάμες του.
«Και
εσύ;» ρώτησα με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα μου νιώθοντας ήδη την απάντηση που
θα μου έδινε.
«Εγώ
γεννήθηκα εδώ. Εδώ είναι όλη μου η ζωή και δεν μπορώ να την εγκαταλείψω. Εσύ όμως
μπορείς Τάιρα και πρέπει να το κάνεις» συνέχισε πιο επιτακτικά. Από τον πόνο
που ένιωσα να σχίζει το στήθος μου αφήνοντας με χωρίς ανάσα, έπεσα πάνω του και
τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του προσπάθησα να τον φέρω όσο πιο
κοντά μου μπορούσα.
«Κόντεψα
να σε χάσω μια φορά, δεν θα αντέξω δεύτερη» επανέλαβα τα λόγια του και
παίρνονταν μια βαθιά ανάσα, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από το κορμί μου, με
ακούμπησε απόλυτα απάνω του.
«Τόσο
μοναδική» τον άκουσα να μουρμουρίζει με τα χείλια του να αγγίζουν τα μαλλιά μου
αφήνοντας εκεί ένα ανεπαίσθητο φιλί. Σηκώνοντας το κεφάλι μου αντίκρισα την
ματιά του και εκείνος συνέχισε. «Τόσο μοναδική» επανέλαβα κουνώντας αρνητικά το
κεφάλι του δηλώνοντας ανοιχτά ότι ακόμα προσπαθούσε και ο ίδιος να το πιστέψει.
«Δεν έχω δει ποτέ στην ζωή μου κάτι τόσο μοναδικό» κατέληξε και καλύπτοντας
ξανά τα χείλια μου με τα δικά του ένιωσα όλο μου το είναι να εξυψώνετε, την
καρδιά μου να απογειώνεται ενώ το σώμα μου άρχισε να καίγετε από την αρχή. Με
την καρδιά να σφυροκοπά, τις παλάμες μου να ιδρώνουν και το σώμα μου να
βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκής επαγρύπνησης πήρα την απόφαση μου και
παραδόθηκα σε εκείνον άνευ όρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου