Πνίγομαι.
Είμαι στο γραφείο
μου, στο ησυχαστήριο μου και πνίγομαι.
Κοιτάω την τεράστια
βιβλιοθήκη μου που πιάνει από την μια άκρη του τοίχου ως την άλλη με τους
ατελείωτους σπάνιους τίτλους και την μισώ. Δεν μπορώ πια να συγκεντρωθώ για να
διαβάσω.
Κοιτάω το πιάνο μου
στην απέναντι μεριά να το αγγίζει το φως του φεγγαριού και το μισώ. Δεν μπορώ
να αγγίξω πια τα πλήκτρα του. Κάθε του ήχος μοιάζει να εκφράζει τις κραυγές που
ουρλιάζει η ψυχή μου.
Κοιτάω την μαύρη
οθόνη του υπολογιστή μου. Δεν τολμώ να την ανοίξω. Η επιφάνεια εργασίας
εκφράζει όλες τις σκέψεις μου. Είναι χαοτική. Για να βρω αυτό που ψάχνω μου
παίρνει πόση ώρα.
Κοιτάζω το μπαράκι.
Ανοίγω την τζαμένια πόρτα και ετοιμάζω ένα ποτό. Το πίνω μονορούφι και
ξαναγεμίζω το ποτήρι. Η μόνη μου παρηγοριά μέσα σε αυτήν την εκκωφαντική
ησυχία.
Η πόρτα χτυπά. Ο
Τέιλορ μπαίνει χωρίς την άδεια μου. Ανακοινώνει την άφιξη της.
Τα τακούνια της
αγγίζουν το μάρμαρο. Ήχος απαλός σχεδόν αέρινος με μαγνητίζει.
Δεν ξέρω ποια είναι.
Το πρόσωπο της μου είναι άγνωστο, όμως ξέρω ότι είναι εδώ για μένα. Ήρθε να με
εξαγνίσει. Να πάρει όλη την μαυρίλα από μέσα μου, να με ικανοποιήσει. Φυσικά με
ένα πολύ ακριβό αντίτιμο.
Το ‘Λευκό μου Ρόδο’
είναι έτοιμο για μένα.
Εγώ είμαι έτοιμος για
εκείνη.
Είμαι έτοιμος να δώσω
επιτέλους ένα τέλος.
Το δικό της και το
δικό μου.
Ναι… αυτό θα είναι το
τέλος μας.
Έχει αποφασιστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου