Ετικέτες

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

The Destiny "17b. Ορίζοντας την δική μου μοίρα"





Στην αρχή δεν υπήρχε τίποτα αλλά πριν η ίδια τα παρατήσει, πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα, είδε άξαφνα μια εικόνα και πάγωσε. Μέσα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου, μια μικροκαμωμένη κατάξανθη κοπέλα κράταγε στην αγκαλιά της τυλιγμένο σε μπλε σεντονάκι ένα μικροσκοπικό πλασματάκι που ο Φράνσις, με βουρκωμένα μάτια το κοίταζε τελείως παγωμένος.

«Θα θέλατε να τον κρατήσετε;» ρώτησε η κοπελίτσα και γεμάτος αγωνία ο Φράνσις γύρισε την ματιά του προς την δική της σαν της ζητούσε την άδεια.

Φυσικά, όπως και σε όλα τα άλλα οράματα της, η Μάριαν ποτέ δεν μπορούσε να δει τις δικές της αντιδράσεις, ωστόσο όταν ένα βλέμμα συναντούσε το δικό της ήξερε ότι κοιτούσαν εκείνη. Καθώς ο Φράνσις κατένευσε προς την κοπελίτσα που κράταγε τον μικρό του θησαυρό, εκείνη με σταθερά βήματα στάθηκε μπροστά του και τον βοήθησε να το κρατήσει. Την στιγμή που η κοπέλα πήγε στο πλάι για να τον αφήσει να το δει η Μάριαν πρόσεξε τα κατάξανθα μαλλιά του μωρού, τα καταγάλανα μάτια του που τελείως ανοιχτά κοιτούσαν γύρω του με περιέργεια, την μικροσκοπική μυτούλα που ήταν ακριβώς ίδια με την μύτη του Φράνσις καθώς επίσης και τα μικροσκοπικά του χειλάκια που ανοιγόκλειναν σουφρωμένα σαν να έψαχναν κάτι.

«Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι συμβαίνει πράγματι αυτό, είναι…» προσπάθησε να εκφράσει ο Φράνσις τα συναισθήματα του αλλά ένας λυγμός που ανέβηκε στα χείλια του δεν τον άφησε να ολοκληρώσει την φράση του.

«Ίδιος με σένα;» άκουσε την φωνή της να συμπληρώνει την φράση του πειράχτηκα και τα βουρκωμένα του μάτια αντάμωσαν ξανά τα δικά της.

«Εδώ είναι και η ταυτότητα του…» είπε αμέσως η κοπελίτσα και βγάζοντας το μικροσκοπικό χεράκι που είχε επάνω την μπλε ταυτότητα του μικρού της από το σεντόνι τον άφησε να το κοιτάξει. «Όνομα Κίλιαν. Ύψος 62πόντους. Βάρος 3.620. Ημερομηνία γέννησης 10/02/2015 και ώρα 22:15 μ.μ.» του είπε εκείνη και η Μάριαν κάνοντας έναν γρήγορο υπολογισμό κατάλαβε ότι η ευχή της είχε πραγματοποιηθεί. Αυτή η ημερομηνία ήταν περίπου σε εννέα μήνες από τώρα. 

«Κίλιαν;» ρώτησε ο Φράνσις προς την Μάριαν.

«Άρχισε να το συνηθίζεις» του επιβεβαίωσε εκείνη.

«Πάντα σκεφτόμουν ένα όνομα πιοοοο…» είπε με νόημα εννοώντας βασιλικό. «Κάτι σαν Λουδοβίκος;» της είπε με ελπίδα αλλά και χωρίς να δει τις αντιδράσεις της ήταν σίγουρη ότι εκείνη δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί ποτέ κάτι τέτοιο.

«Θα θέλατε να επιβεβαιώσετε και το φύλλο» τον ρώτησε η κοπελίτσα μπαίνοντας στην μέση πριν εκείνος προσπαθήσει ξανά να της αλλάξει γνώμη. Καθώς εκείνος ένευσε, εκείνη άνοιξε το σεντόνι, ανέβασε το λευκό ζιπουνάκι πιο ψηλά και βγάζοντας τα αυτοκόλλητα από το πλάι άνοιξε την πάνα για να τον αφήσει να το δει.

Η Μάριαν βλέποντας το μικροσκοπικό του πουλάκι να ορθώνεται και να τον κατουράει στο πρόσωπο δεν κατάφερε να σταματήσει τον εαυτό της.

Γελώντας αρχικά με κλειστό το στόμα προσπάθησε να δει κι άλλα, αλλά όσο έβλεπε την απόλυτα σοκαρισμένη έκφραση του Φράνσις τελικά δεν κατάφερε να κρατηθεί άλλο. Ακουμπώντας το κεφάλι της πάνω στο ώμου του άρχισε να γελάει τόσο δυνατά που ο Φράνσις προσπάθησε να την σταματήσει πριν τους ακούσουν απ’ έξω.

«Τι έγινε; Γιατί γελάς;» την ρώταγε συγκρατημένα ενώ πιάνοντας την από τους ώμους την ανάγκαζε να τον κοιτάξει στα μάτια.

«Ω! Ναι, σίγουρα θα είναι αγόρι» του είπε γελώντας ακόμα.

«Δεν μου κάνεις πλάκα» προσπάθησε να επιβεβαιώσει ότι δεν ήταν κάποιο κακόγουστο αστείο πριν αρχίσει να πανηγυρίζει και ο ίδιος.

«Καμία πλάκα» του επιβεβαίωσε εκείνη σοβαρεύοντας και βλέποντας το πρόσωπο της να λάμπει από χαρά τότε ο Φράνσις δεν κρατήθηκε άλλο.

«Σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ…» ξεφώνιζε από χαρά με δάκρυα στα μάτια. «Δεν φαντάζεσαι πόσα πολλά σημαίνει αυτό για μένα» συνέχιζε ενώ σφίγγοντας την επάνω του την φίλαγε στο μέτωπο, την μύτη, τα μάτια, τα μάγουλα, το πιγούνι, και τέλος στα χείλη.

«Εεεε, συγνώμη που διακόπτω αυτήν την τόσο τρυφερή στιγμή αλλά πιστεύω ότι θα θέλατε να ξέρετε ότι είναι καθοδόν» ακούσανε την φωνή του Λουδοβίκο και καθώς ο Φράνσις γύρισε να τον κοιτάξει άρχισε να σκουπίζει τα δάκρυα του.

«Παππού τα καταφέραμε» του είπε ενώ πλησιάζοντας τον, τον έπιασε από τα μπράτσα και άρχισε να τον ταρακουνάει.

«Τι…;» προσπάθησε ο Λουδοβίκος να τον ρωτήσει αλλά ο Φράνσις πάνω στον ενθουσιασμό του δεν τον άφησε να συνεχίσει.

«Το φίλτρο είχε αποτέλεσμα… θα γίνω πατέρας» συνέχιζε εκείνος ακάθεκτος αφήνοντας τον τελείως άφωνο και αποσβολωμένο να τον κοιτά, ο Φράνσις γύρισε προς την Μάριαν.

«Θα γίνω πατέρας έτσι δεν είναι;» θέλησε να επιβεβαιώσει άλλη μια φορά πλησιάζοντας την.

«Ναι, θα γίνεις» τον διαβεβαίωσε εκείνη χαϊδεύοντας το πρόσωπο του απαλά. Τελείως ανακουφισμένος πια την άρπαξε ξανά στην αγκαλιά του. 

Η Μάριαν ρίχνοντας μια ματιά πάνω από τον ώμο του Φράνσις, είδε τον Λουδοβίκο να προσπαθεί να κρύψει με μεγάλο κόπο την αντίδραση του σε αυτά τα νέα αλλά δεν την ξεγέλασε ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Φυσικά και δεν περίμενε αυτά τα νέα, άλλωστε το φίλτρο που του είχε δώσει, μπορεί να μην είχε ιδέα τι περιείχε αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν το αντίδοτο.

«Τότε σίγουρα τώρα περισσότερο από ποτέ πρέπει να βιαστείς και να γυρίσεις στο δωμάτιο σου πριν σε ανακαλύψουν εδώ» του είπε ο παππούς του αυστηρά και ο Φράνσις καθώς κατένευσε έκανε για λίγο πίσω αλλά πριν υπακούσει στις εντολές του κοίταξε την Μάριαν με λατρεία στα μάτια.

«Είσαι ο άγγελος μου, η μοναδική μου αγάπη, η γυναίκα που πάντα ονειρευόμουν να έχω» της είπε με την αγάπη του για εκείνη να ξεχειλίζει μέσα από κάθε λέξη που εξέφραζε ξεχωριστά και η Μάριαν χαμογέλασε θλιμμένα. «Τι;» την ρώτησε παραξενευμένος από την αντίδραση της αυτή.

«Θυμάσαι το πρώτο μου όραμα;» του είπε με υπονοούμενο και εκείνος ένευσε ψυλλιασμένος.

«Αυτό είχες δει τότε» διαπίστωσε εκείνος με σιγουριά και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα για να πάρει λίγο κουράγιο η Μάριαν έπιασε το πρόσωπο του μέσα στα δύο της χέρια και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

«Ότι και να γίνει θέλω να μου ορκιστείς ότι θα θυμάσαι πάντα ότι… ΑΥΤΟ είναι η αρχή, όχι το τέλος… εντάξει;» τον ρώτησε με την καρδιά της να χτυπάει μέσα στο στήθος της ξέφρενα.

«Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη…» την διαβεβαίωσε εκείνος και καθώς την φίλησε πάνω στα χείλια της ξεκόλλησε από την αγκαλιά της για να πάει να πάρει τα ρούχα του από το πάτωμα.

«Πριν πας στο δωμάτιο σου, φρόντισε να βγάλεις από πάνω σου όλον αυτόν τον ενθουσιασμό» τον συμβούλευσε ο παππούς του καθώς εκείνος φόραγε με γρήγορες κινήσεις το παντελόνι του. Χωρίς να δίνει σημασία στα λόγια του άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά ενώ δεν αποχωριζόταν το χαμόγελο του που φαινόταν κυριολεκτικά σαν να το είχε τσιμεντάρει πάνω στο πρόσωπο του.

«Όποιος ή μάλλον όποια και να με περιμένει εκεί, δεν πρόκειται να μου το χαλάσει αυτό» δήλωσε και φορώντας τις μπότες του πήγε μπροστά από την Μάριαν και την άρπαξε ξανά στην αγκαλιά του.

«Όταν βρεις την ευκαιρία έλα να με βρεις στο δωμάτιο μου» της είπε συνωμοτικά και καθώς εκείνη του το επιβεβαίωσε με ένα νεύμα άρχισε πάλι να την φιλάει με τόσο πάθος που η Μάριαν δεν κατάφερε να καταπνίξει τον αναστεναγμό της.

«Σ’ αγαπώ τόσο πολύ… τόσο πολύ» είπε κάτω από τον δικό του αναστεναγμό. Πριν προλάβει εκείνη να πει κάτι άφησε άλλο ένα πεταχτό φιλί πάνω στα χείλη της και έφυγε σαν κυνηγημένος.

«Μην  ξεχάσεις να βάλεις το λουκέτο» του φώναξε ο παππούς του πίσω του.

Ήξερε ότι έπρεπε να γυρίσει στο δωμάτιο του αλλά δεν μπορούσε να το κάνει, όχι ακόμα τουλάχιστον. Ήταν σίγουρος ότι η Μάριαν δεν του είχε πει ψέματα αλλά μέσα του ένιωθε έντονα ότι υπήρχε και κάτι ακόμα… κάτι που εκείνη προσπάθησε με μεγάλο κόπο να του κρύψει και δεν μπορούσε να φύγει χωρίς να μάθει τι ήταν αυτό. Έτσι, φροντίζοντας πρώτα να γίνει αόρατος στα δικά τους μάτια, ευχήθηκε να βρεθεί ξανά μέσα στο δωμάτιο.

«Ξέρεις, δεν είναι καθόλου συνετό να δίνει ψεύτικες ελπίδες σε κάποιον που όλη του η ζωή εξαρτιέται από αυτό» την επέπληξε ο παππούς του αυστηρά μόλις μπήκε ξανά στο δωμάτιο την στιγμή που εκείνη πλησιάζοντας το κρεβάτι έκατσε με άνεση επάνω του.

«Και είναι συνετό εσύ να τον ποτίζεις, μεεε… άσε με να μαντέψω, ίσως με λίγο νερό με γεύση και να τον διαβεβαιώνεις ότι μετά από αυτό θα γίνει πράγματι πατέρας;» του αντιγύρισε εκείνη με ειρωνεία ενώ σταυρώνοντας τα πόδια της έβαλε τις παλάμες της πάνω στο στρώμα και τον κοίταζε τόσο υπεροπτικά που ο Φράνσις πάγωσε.

Ώστε τον είχαν δουλέψει και οι δύο;… δεν μπορούσε να πιστέψει ότι πράγματι του το έκαναν αυτό.

«Εγώ δεν τον δούλεψα, πράγματι έχω το αντίδοτο και είναι εδώ» της είπε εκείνος με πείσμα ενώ εμφάνιζε στα χέρια του ένα μικρό φιαλίδιο που περιείχε ένα υγρό στο χρώμα του κόκκινου κρασιού αλλά με μελί ίριδες.

«Και μου το δίνεις τώρα…;» τον παρότρυνε να συνεχίσει με πονηρεμένος ύφος.

«Γιατί έπρεπε πρώτα να βεβαιωθώ ότι θα έχεις τον σπόρο του μέσα σου πριν σου το δώσω να το πιείς» της απάντησε εκείνος.

«Μα υποτίθεται ότι εκείνος έχει το πρόβλημα…» του χτύπησε λίγο σκληρά.

«Αλλά η αλήθεια είναι ότι το πρόβλημα το έχετε και οι δύο…» συμπλήρωσε τα λόγια της αλλά δεν φάνηκε να την ξαφνιάζει ούτε στο ελάχιστο.

«Επειδή…;» του έδωσε το ελεύθερο να συνεχίσει.

«Αλήθεια πιστεύεις ότι η γκιόσα θα άφηνε κάτι στην τύχη του;» την ρώτησε δύσπιστα εννοώντας φυσικά την μητέρα του.

«Οπότε όταν ήρθα εδώ…»

«Το πρώτο πράγμα που φρόντισε να κάνει ήταν να σε στειρώσει ακριβώς όπως έκανε και με εκείνον» της επιβεβαίωσε τις υποψίες της και ανασήκωσε τα φρύδια της με ενδιαφέρον.

«Δηλαδή αυτό που έδωσε στον Κωνσταντίν ήταν το αντίδοτο» μουρμούρισε σκεπτική.

«Και αν δεν σε πειράζει το κράτησα για να το μελετήσω» της επιβεβαίωσε εκείνος.

«Κανένα πρόβλημα, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα χρειαστεί» του έδωσε το ελεύθερο να το κάνει ανασηκώνοντας του ώμους της αδιάφορα.

«Αλλά μέχρι να το αναλύσω πρέπει να πιεις αυτό» συνέχισε πιο πιεστικά ο παππούς του τείνοντας το φιαλίδιο που κρατούσε μπροστά στο πρόσωπο της.

«Αν δεν έχεις το αντίδοτο τότε αυτό τι ακριβώς είναι;» τον ρώτησε με πραγματική περιέργεια ενώ πιάνοντας το στα χέρια της έβγαλε τον φελλό και το μύριζε.

«Είναι το πιο δυσεύρετο και το πιο σπάνιο φίλτρο που έχει ποτέ υπάρξει» την διαβεβαίωσε και η Μάριαν βάζοντας το φελλό ξανά στην θέση του τον κοίταξε.

«Δυσεύρετο…» επανέλαβε ελπίζοντας να μάθει περισσότερα.

«Όταν το πιεις θα καταλάβεις ακριβώς τι εννοώ» την διαβεβαίωσε με έμφαση ανοίγοντας τα μάτια του διάπλατα με έμφαση και θαυμασμό ταυτόχρονα.

«ΑΝ το πιω» τον διόρθωσε και κλείνοντας το στην χούφτα της σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος προκαλώντας τον με την ματιά της.

«Μάριαν αν δεν το κάνεις τώρα…»

«Πες μου κάτι Λουδοβίκο, ειλικρινά, μετά από όλα αυτά θα μπορούσε να υπήρχε έστω και η παραμικρή περίπτωση να σε εμπιστευτώ; Να εμπιστευτώ την ίδια μου την ζωή στα χέρια σου; Και άντε πες και ότι είμαι τόσο αφελής ώστε να το κάνω… μετά τι;» τον ρώτησε απόλυτα σοβαρά χωρίς να τον δουλεύει ή να τον ειρωνεύεται.

«Πιστεύεις ότι θα έκανα τόσο κόπο να σε αφήσω έγκυο ώστε να θέλω τώρα το κακό σου;» την ρώτησε εκείνος πίσω δύσπιστα.

«Όχι είμαι σίγουρη ότι αυτό το πραγματάκι θα με αφήσει έγκυο γι’ αυτό ακριβώς και δεν πρόκειται να το πιω όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω» του απάντησε εκείνη και ο παππούς του μόνο που δεν έβγαλε καπνούς από τα αυτιά του.

«Μα είπες ότι το ήθελες και εσύ…» προσπάθησε να την μεταπείσει.

«Ώστε πάλι κρυφάκουγες; Γιατί δεν μου κάνει εντύπωση» ειρωνεύτηκε.

«Θες να μείνεις έγκυος και να έχεις μια ευκαιρία μαζί του ή όχι;» της είπε λίγο πιο απειλητικά από όσο και ο ίδιος θα ήθελε.

«Αυτοί που θέλετε απελπισμένα να μείνω είσαστε εσείς, όχι εγώ» του θύμισε.

«Αλλά είπες…»

«Ότι θέλω να προσπαθήσω να κάνω τα όνειρα μου πραγματικότητα αλλά όπως πάντα η πραγματικότητα απέχει πάρα πολύ από τα όνειρα» του είπε με έμφαση.

«Σε απογοήτευσε;» την ρώτησε δύσπιστα ενώ ήξερε ότι εκείνη δεν υπήρχε περίπτωση να απαντήσει θετικά σε αυτό.

«Καταλαβαίνω απόλυτα ότι εκείνος έχει ένα πεπρωμένο να εκπληρώσει, εσύ από την άλλη σαν παππούς του και πρώην βασιλιάς δεν θα ανεχόσουν να κάνει κάτι κατώτερο από το να πάρει το στέμμα αλλά εμένα με ρωτήσατε αν τα θέλω όλα αυτά;…» την στιγμή που πήγε ο παππούς του να της απαντήσει εκείνη άπλωσε το χέρι της μπροστά και τον σταμάτησε.

«Ίσως και να τα δεχόμουν…» τον πρόλαβε εννοώντας το. «Ίσως και να τα ανεχόμουνα ακόμα αλλά εδώ μιλάμε για μια απόφαση ζωής Λουδοβίκο όχι για το τι θα φάμε αύριο. Με τον Φράνσις γνωριζόμαστε πόσο; Ένα μήνα; Μετά από αυτό οι δρόμοι μας χωρίστηκαν, εκείνος άλλαξε, ΕΓΩ άλλαξα, πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τα όνειρα που έκαναν ένα δεκάχρονο και ένα δεκατετράχρονο μπορούν να γίνουν πραγματικότητα όταν καλά καλά δεν γνωρίζουμε τίποτα ο ένας για τον άλλον…;»

«Εκείνος…»

«Εκείνος νομίζει ότι με ξέρει επειδή του έδωσες εσύ πλήρη αναφορά αλλά πιστεύεις ότι αυτό φτάνει; Αν δεν με γνωρίσει από κοντά, αν δεν δει με τα μάτια του ποια πραγματικά είμαι, πως μπορεί ποτέ να ξέρει ότι είμαι η κατάλληλη για εκείνον;» τον ρώτησε με ειλικρίνεια.

«Μα είσαι το πεπρωμένο του, ΕΙΝΑΙ το πεπρωμένο σου…» επέμενε εκείνος σχεδόν απελπισμένος πια.

«Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα μας κάνει να καταλήξουμε να σιχαθούμε ο ένας τον άλλον όταν πια αρχίσουν τα χνώτα μας να σμίγουν» συμπλήρωσε τα λόγια του.

«Δηλαδή μου λες…» είπε ξεψυχισμένα.

«Ότι χρειαζόμαστε χρόνο Λουδοβίκο, χρόνο για να δούμε ότι αυτό που ήθελαν οι παιδικές μας ψυχές εξακολουθούμε να το θέλουμε και τώρα πριν όλο αυτό καταλήξει σε ένα πραγματικό φιάσκο» του απάντησε εκείνη ήρεμα και ο παππούς του τρίβοντας το ζαρωμένο του μέτωπο ξεφύσησε απηυδισμένος. Ο Φράνσις από την άλλη δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι είχε δίκιο. 

«Καταλαβαίνεις το πόσο θα απογοητευτεί αν σε λίγους μήνες δεν αρχίσει να φουσκώνει η κοιλιά σου» προσπάθησε να της δημιουργήσει τύψεις αλλά η Μάριαν αντί να πιαστεί στο αγκίστρι του χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση.

«Εγώ είπα απλά ότι θα γίνει πατέρας…» του τόνισε. «Δεν διευκρίνισα ποτέ το πότε» του πέταξε με μια πονηρή ματιά. «Και εκείνος πάνω στον ενθουσιασμό του δεν ρώτησε αυτήνννν την τόσο μικρή λεπτομέρεια» κατέληξε ανασηκώνοντας τους ώμους της αδιάφορα.

«Δηλαδή είδες πράγματι όραμα;» την ρώτησε χωρίς να μπορεί να το πιστέψει.

«Ναι» του επιβεβαίωσε εκείνη και η καρδιά του Φράνσις άρχισε και πάλι να χτυπάει με ελπίδα. «Θα με αφήσει έγκυο…» τον διαβεβαίωσε.

«Αλλά όχι σήμερα» συμπέρανε ο παππούς του κάτω από τον αναστεναγμό του.

«Οπότε καλύτερα να το φυλάξεις για μια άλλη φορά» του είπε εκείνη ενώ του πέταγε το φιαλίδιο πίσω κοιτώντας τον παρηγορητικά. «Αλήθεια, έτσι από περιέργεια και μόνο… θα μου πεις τελικά τι φίλτρο είναι;» συμπλήρωσε σχεδόν αδιάφορα πια.

«Για την ακρίβεια δεν είναι ακριβώς φίλτρο…» ξεκίνησε εκείνος και η Μάριαν άφησε ένα γελάκι να της ξεφύγει.

«Αν είναι κανένα χρωματιστό νερό πάλι… πως έχεις σκοπό να με αφήσεις έγκυο αυτήν την φορά;» τον ρώτησε γελώντας και την κοίταξε με την πιο αυστηρή του ματιά.

«Δεν είναι χρωματιστό νερό…» της χτύπησε θιγμένος. «Είναι το φίλτρο των φίλτρων, η βάση των πάντων, η μεγαλύτερη μαγεία από όλες…»

«Αλήθεια; Τι μου λες βρε παιδί μου» του είπε με ενδιαφέρων αλλά τελείως ειρωνικά.

«Είναι το ‘Νέκταρ Των Θεών’» κατέληξε εκείνος και η Μάριαν έμεινε για λίγο παγωμένη να τον κοιτά.

«Πες μου τώρα ότι έχεις γνωρίσει και τους θεούς της μυθολογία από κοντά» τον περιγέλασε.

«Φυσικά και τους έχω γνωρίσει, αυτοί ήταν οι έμπνευσή μου και αυτό…» της είπε δείχνοντας το φιαλίδιο. «Δεν μου το έδωσε ένας οποιοσδήποτε θεός, μου το έδωσε η ίδια η θεά ‘Ίσις’» είπε με έμφαση.

«Ίσις…» επανέλαβε εκείνη τελείως αδιάφορα. «Αυτήν δεν την λάτρευαν στην αρχαία Αίγυπτο σαν θεά ή κάτι τέτοιο;» τον ρώτησε.

«Όχι ΣΑΝ θεά, ήταν ΘΕΑ, ήταν…» πραγματικά δεν είχε λόγια για να περιγράψει αυτό το θείο πλάσμα ενώ στο βλέμμα του δήλωνε ξεκάθαρα όλον τον θαυμασμό του και την λατρεία που είχε προς το πρόσωπο της.

«Εντάξει το πιάσαμε το υπονοούμενο δεν χρειάζεται να χύσει και μπροστά μου» του είπε κυνικά κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά αηδιασμένη.

«Δεν είναι αστείο…» προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

«Όχι… δεν είναι ΚΑΘΟΛΟΥ αστείο» του επιβεβαίωσε εκείνη ενώ γύριζε το κεφάλι της προς το μέρος του και τον κοίταζε με ένα τόσο ψυχρό βλέμμα που έκανε τον παππού του να ανατριχιάσει ολόκληρος.

Πριν ο παππούς του καταφέρει να βρει ξανά την φωνή του ακούστηκε ο γνωστός ήχος μιας κλειδαριά που ξεκλειδώνει και ταυτόχρονα πάγωσαν.

«Φρόντισε να εξαφανίσεις τα αποδεικτικά στοιχεία από τον λαβομάνο και να κάνεις αόρατο το βέλος στα μάτια όλων εκτός του Κωνσταντίν» τον διέταξε εκείνη ψιθυριστά και πριν απαντήσει ο παππούς του η Μάριαν έπιασε το κεφάλι της και με τα δύο της χέρια.

Μουγκρίζοντας σαν πληγωμένο ζώο, έγειρε το σώμα της μπροστά και πριν το κεφάλι της ακουμπήσει πάνω στα γόνατα της άρχισε να τον μετακινεί πάνω κάτω σαν να υπέφερε. Βλέποντας την έτσι ο Κωνσταντίν την στιγμή που άνοιξε την πόρτα έτρεξε αγχωμένα κοντά της.

«Λαίδη Μάργκαρετ;» την ρώτησε δηλώνοντας της ότι έπρεπε να κρατήσει για λίγο ακόμα αυτό το όνομα μπροστά σε όλους τους άλλους που ακολούθησαν πίσω του.

«Είσαστε καλά; Τι έχετε;» συνέχισε να την ρωτά με αγωνία.

«Το κεφάλι μου…» μουρμούρισε με μεγάλη δυσκολία και αν ο Φράνσις δεν είχε δει ότι το έκανε επίτηδες σίγουρα τώρα θα άρχιζε να ανησυχεί και ο ίδιος.

«Τι μου κάνατε;» τον ρώτησε με την σειρά της και ο Κωνσταντιν κοίταξε προς τους φρουρούς που ήταν πίσω του.

«Ελάτε να σας πάω στον θεραπευτή» την προέτρεψε ο Κωνσταντίν καθώς ο επικεφαλής φρουρός του ένευσε με νόημα.

«Θα… θα…» δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την φράση της, καθώς ο Κωνσταντίν προσπάθησε να την βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της εκείνη λύγισε τα γόνατα και άφησε το σώμα της να κατρακυλήσει προς τα κάτω τελείως παράλυτο. 

Ο Κωνσταντίν που δεν πρόλαβε να την κρατήσει έγκαιρα στα χέρια του, βλέποντας την τώρα λιπόθυμη στο πάτωμα πραγματικά τα χρειάστηκε τελείως.

«Τι περιμένεις, πάρ’ την στα χέρια και πάμε» τον διέταξε ο ίδιο φρουρός που του είχε νεύσει με νόημα προηγούμενος και ο Κωνσταντίν χωρίς επιλογή το έκανε.

Μόλις η πόρτα έκλεισε ξανά πίσω τους και ασφαλίστηκε ο Φράνσις δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο.

«Πιστεύεις ότι θα είναι καλά;» ρώτησε τον παππού του με αγωνία ενώ εμφανιζόταν ταυτόχρονα με εκείνον ξανά.

«Δεν το πιστεύω ότι κατάφερε να μου την φέρει» έλεγε εκείνος κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά ενώ πλησίαζε προς τον τοίχο όπου ήταν το βέλος.

Ο Φράνσις μπορεί να μην το έβλεπε πια αλλά ήξερε ότι ήταν ακόμα εκεί, τα δάχτυλα του παππού του που αγκάλιαζαν τον κορμό του και προσπαθούσαν να το ξεκολλήσουν από τον τοίχο το επιβεβαίωναν.

«Να σου την φέρει; Τι εννοείς;» τον ρώτησε χωρίς να μπορεί να καταλάβει τίποτα από όλα αυτά.

«Το ξέρει… μα πως ΕΙΝΑΙ δυνατών να το ξέρει» συνέχιζε εκείνος το παραλήρημα ενώ έβαζε περισσότερη δύναμη για να ξεκολλήσει το βέλος από τον τοίχο χωρίς όμως να καταφέρνει τίποτα.

«Θες να πεις ότι όσα έγιναν με το βέλος και τον Κωνσταντίν δεν τα έκανες εσύ;» τον ρώτησε δύσπιστα.

«Φυσικά και έβαλα το χεράκι μου άλλωστε αυτός δεν ήταν ο σκοπός μας; Να τον βάλουμε στο χέρι;» τον ρώτησε εκείνος πίσω και ο Φράνσις άρχισε να τα χάνει τελείως.

«Αλλά τώρα πιστεύεις ότι και να μην το είχες κάνει…» είπε την διαπίστωση του ανοιχτά.

«Νόμιζα ότι ήμασταν απόλυτα συνδεδεμένοι. Νόμιζα ότι εκείνη θα ήξερε ότι, εγώ θα έκανα αυτό ακριβώς που εκείνη θα ήθελε» συνέχιζε να μουρμουρίζει σκεπτικός ο παππούς του.

«Αλλά τώρα πιστεύεις ότι και χωρίς την βοήθεια σου θα είχε κάνει ακριβώς το ίδιο» συμπέρανε ο Φράνσις τελείως σοκαρισμένος. «Μα πως;» δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί.

«Θυμάσαι που σου είχα πει ότι είναι χαρισματική;» τον ρώτησε εκείνος παρατώντας την προσπάθεια να βγάλει το βέλος από τον τοίχο;

«Ναι;» του απάντησε παγωμένα.

«Δεν εννοούσα ότι έχει το χάρισμα να βλέπει το μέλλον» του είπε με έμφαση.

«Και τι εννοούσες τότε;» τον ρώτησε τελείως μπερδεμένος πια.

«Έχουμε πολλά να πούμε… αλλά πρώτα…» συνέχισε ο παππούς του κοιτώντας προς το αόρατο στα μάτια του Φράνσις βέλος. «Πρέπει να μάθω πόσα και τι ακριβώς ξέρει γιατί αν ξέρει τα πάντα… τότε σίγουρα την έχουμε πολύ άσχημα» τον διαβεβαίωσε και ο Φράνσις τώρα πια, δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι να σκεφτεί αλλά περισσότερο πώς να νιώσει γι’ αυτό.

Μα πόσα μυστικά υπήρχαν ακόμα;… Άραγε θα μάθαινε ποτέ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA