writing by EliRose
Η καρδιά μου μαινόταν στο στήθος μου και το κεφάλι μου γύριζε ακόμα σαν τρελό. Το μυαλό μου αδυνατούσε να συνδέσει τις πληροφορίες και να καταλήξει στην αλήθεια... Μα πως μπορούσε να μου το κάνει αυτό!!
«Έντουαρντ, Έντουαρντ, Έντουαρντ σε παρακαλώ άκουσε με...» την άκουγα να φωνάζει πίσω μου και η φωνή της που ώρες πριν βογκούσε το όνομα μου ηδονικά και μου ορκίζονταν ότι ήταν μόνο δική μου με αηδίαζε.
«Έντουαρντ σε παρακαλω» την άκουσα ξανά να λέει πιο κοντά μου αυτή την φορά και ένιωσα το άγγιγμα της στο μπράτσο μου.
Οι συνηθισμένες σπίθες που συνόδευαν το άγγιγμα της έφεραν μια μαύρη φωτιά στο αίμα μου. Πως τόλμα να με αγγίζει, να στέκεται μπροστά μου μετά από όλα αυτά που έκανε. Αλλά και εγώ τι μαλάκας θεέ μου, πως μπόρεσα να ήμουν τόσο τυφλός!!
«Μην με ακουμπάς!» είπα μέσα από τα δόντια μου χωρίς να μπορώ να την κοιτάξω γιατί ήμουν σίγουρος ότι αν την αντίκριζα τώρα θα έκανα κάτι που θα μετάνιωνα σκληρά. Ποτέ δεν είχα σηκώσει χέρι σε γυναίκα αλλά ο πόνος που έμοιαζε να πηγάζει από τα μύχια της ψυχής μου απαιτούσε εκδίκηση, απαιτούσε εκείνη να νιώσει τον ίδιο πόνο που ένιωθα τώρα εγώ.
«Έντουαρντ σε παρακαλώ, σ' αγαπώ, σε παρακαλώ άσε με να σου εξηγήσω» επανέλαβε ακόμα μια φορά με τα δάκρυα να είναι εμφανή στη φωνή της. Μ' αγαπάει; Θα μου εξηγήσει; Τι θα μου εξηγούσε ακριβώς ότι τόσο καιρό έπαιζε μαζί μου; Ότι με κορόιδευε μπροστά στα μάτια μου; Πόσο θα πρέπει να γέλασε με τις φίλες της πίσω από την πλάτη μου με το πόσο μαλάκας ήμουν που έχαβα τα ψέματα της;
Τα μάτια μου σφάλισαν, το σώμα σφίχτηκε και με όση αυτοσυγκράτηση μου είχε απομείνει τράβηξα το χέρι μου μακριά της.
«Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ στα μάτια, δε θέλω να ξανακούσω τη φωνή σου, δε θέλω να ξέρω ότι υπάρχεις. Αν τολμήσεις να με ξαναπλησιάσεις θα φροντίσω να είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνεις ποτέ! Με κατάλαβες;» της απάντησα με όλο το δηλητήριο που ανέδιδαν οι πληγές που είχε ανοίξει στην καρδιά μου.
Έλαβα το τρεμούλιασμα της φωνής και τον λυγμό που ξέσπασε από εκείνη ως συναίνεση και ακόμα χωρίς να την κοιτάζω άρχισα να περπατώ μακριά της. Λίγα βήματα παραπέρα γύρισα να της πω κάτι τελευταίο.
«Μπέλλα» φώναξα και στο άκουσμα του ονόματος της σήκωσε το κεφάλι της και για μια στιγμή είδα τα μάτια της να φωτίζονται με ελπίδα και κούνησα το κεφάλι μου με αηδία και με όλη την αγάπη που είχα για εκείνη να έχει μετατραπεί εν ριπή οφθαλμού σε μίσος, της πέταξα «Καλά Στέφανα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου