Ετικέτες

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Τα χρώματα του έρωτα «2. Ροζ Ανοιχτό»





Συμβολίζει την θηλυκότητα, την τρυφερότητα, την παιδικότητα και την αθωότητα.



Μπέλλα

Μια αστραπή έκανε τα μάτια μου να αντιδράσουν ενώ στο άκουσμα της βροντής που ακολούθησε, το μυαλό μου δονήθηκε από τον πονοκέφαλο που μου προκάλεσε και μουγκρίζοντας δυνατά έπιασα το κεφάλι μου αλλάζοντας μεριά. Κάτι δεν πήγαινε καλά, η μυρωδιά των σεντονιών σε συνδυασμό την αποπνικτική ατμόσφαιρα από καπνό τσιγάρου για κάποιον λόγο μου έφερνε μια περίεργη αναγούλα και ανοίγοντας τα μάτια μου τα πάντα μου φάνηκαν θολά μέσα στο μισοσκόταδο και απελπισμένη άρχισα να ζητώ βοήθεια.

«Άλιςςςς» φώναξα με κόπο μέσα από τα δόντια μου ενώ προσπάθησα να ανασηκωθώ πάνω στο σκληρό στρώμα που επίσης με έκανε να παραξενευτώ.

Περίεργο, σκέφτηκα, όσες φορές είχα κοιμηθεί στην Άλις ποτέ δεν είχα κοιμηθεί σε κάποιο στρώμα στο πάτωμα. Η επόμενη αστραπή που ήρθε έκανε το δωμάτιο να φωτιστεί για λίγο και από την έκπληξη τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. ‘Που βρίσκομαι;’ αναρωτήθηκα και κοιτώντας γύρω μου πιο διερευνητικά και βρίσκοντας έναν διακόπτη πάνω από το κεφάλι μου τέντωσα το χέρι μου και τον πάτησα. Δεν έγινε τίποτα δεν άναψε κανένα φως και αυτό με ανάγκασε να σηκωθώ αλλά η έκπληξη που με περίμενε παρακάτω με έκανε να αναρωτηθώ πιο σκληρά για το που βρισκόμουν. Δεν συνήθιζα να κοιμάμαι γυμνή ή σχεδόν γυμνή εφόσον ένιωθα ακόμα το καλσόν μου και την φούστα μου απάνω μου και αυτό ήταν κάτι που με έκανε να νιώσω πολύ άβολα.

Τυλίγοντας το σεντόνι που ήταν πάνω στο στρώμα γύρω από το κορμί μου η μυρωδιά του μου έφερε μια περίεργη αναστάτωση και από περιέργεια το έφερα πιο κοντά στην μύτη μου για να το μυρίσω περισσότερο. Η μυρωδιά του με εξέπληξε καθώς απάνω της αναγνώρισα σημάδια πάθους και ηδονής, μέσα από τον ιδρώτα που είχε εισχωρήσει στις ίνες του και αυτό με έκανε να παγώσω. Μα που βρισκόμουν; Αναρωτήθηκα για άλλη μια φορά με απόγνωση, και αυτή η μυρωδιά; Να ήταν άραγε χαραγμένη απάνω σε αυτό το σεντόνι από το δικό μου σώμα;

Προσπάθησα να σκεφτώ γρήγορα τι είχε συμβεί εχθές το βράδυ αλλά το μυαλό μου δεν έδειχνε να συνεργάζεται. Η βροντή που ακούστηκε έκανε τα παράθυρα να τρίξουν και από την τρομάρα που πήρα αναπήδησα συγκρατώντας με μεγάλο κόπο την κραυγή που ήταν έτοιμη να ξεπηδήσει από μέσα μου. Μα που στο καλό βρισκόμουν; Δεν μπορούσα να καταλάβω και προκειμένου να βρω κάποιο στοιχείο που θα με έκανε ίσως να θυμηθώ το πως είχα βρεθεί εδώ, τύλιξα το σεντόνι απάνω μου περισσότερο και άρχισα να ψάχνω σχεδόν στα τυφλά. Τι ώρα να είχε πάει άραγε και ήταν τόσο σκοτεινά;

Βρίσκοντας μια λάμπα δαπέδου μπροστά μου έψαξα για τον διακόπτη της και μόλις την άναψα για λίγο πάγωσα. Η λάμπα ήταν μπροστά από ένα καβαλέτο που απάνω της είχε έναν πίνακα που μου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Δεν ήμουν ιδιαιτέρα λάτρης της τέχνη αλλά δεν μπορούσα να μην αναγνωρίσω ότι αυτός ο πίνακας δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον από όσους είχα δει μέχρι στιγμής. Ήταν τόσο αρμονικός, τόσο ζωντανός που ένιωθες σαν να σου μιλούσε. Σε όλο τον πίνακα κυριαρχούσε το άσπρο και το μαύρο, δύο χρώματα που θα μπορούσαν να σε κάνουν να νιώσεις πως η ζωή της γυναίκας που απεικονιζόταν στο κέντρο του πίνακα ήταν όλη καλυμμένη σε γκρι αποχρώσεις αλλά κάθε άλλο από αυτό ήταν. Όποιος και να το είχε κάνει είχε τονίσει τόσο άψογα τον εσωτερικό της κόσμο που ερχόταν έντονα σε αντίθεση με το φόντο του. Με τόσα χρώματα όσα δεν είχε ούτε το ουράνιο τόξο είχε τονίσει την εσωτερική γαλήνη, την ψυχική γαλήνη της έχοντας την παραδομένη σε ένα όνειρο που έβγαζε τόσο ερωτισμό που σε καθήλωνε.

Πόσο ζήλευα αυτό το κορίτσι, ακόμα και ακίνητο ήταν τόσο γεμάτο ζωή, τόσο χορτασμένο από ηδονή που παρέσερνε την φαντασία σου σε τέτοιο βαθμό που σε έκανε να θες να την αγγίξεις, να νιώσεις λίγο από την φλόγα που σιγόκαιγε μέσα της. Δεν ήξερα τίποτα από τέχνη και όμως μέσα από αυτόν τον πίνακα μπορούσα να δω όλα τα συναισθήματα της να αναδύονται.

Τα πόδια μου λύγισαν, τα μάτια μου ένιωθα να αντιδρούν μπροστά σε αυτήν την ομορφιά που έκανε την ανάσα μου να πνίγεται μέσα μου και προκειμένου να μην σωριαστώ στο πάτωμα, έκατσα στο ψηλό σκαμπό που ήταν μπροστά από τον πίνακα και έμεινα εκεί καθηλωμένη να κοιτώ τον πίνακα χωρίς να είμαι ικανή να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο πέρα από το πόσο θα ήθελα να ήμουν εγώ στην θέση της.

Άκουσα κάποιον να ανοίγει μια πόρτα από κάπου κοντά μου αλλά ήμουν ακόμα τόσο απορροφημένη μέσα σε αυτό το έργο που δεν μπορούσα να αντιδράσω. Με το χέρι ακόμα μετέωρο μπροστά μου ήθελα τόσο να το αγγίξω που τα άκρα μου μυρμήγκιαζαν αλλά στο άκουσμα μιας άγνωστης σε μένα αντρικής φωνής πάγωσα.

«Σηκώθηκες;» ρώτησε και με αγωνία κοίταξα γύρω μου να δω από που έρχεται η φωνή. «Συγνώμη που σε άφησα μόνη αλλά σκέφτηκα ότι θα πεινάς όταν ξυπνήσεις και έτσι πετάχτηκα να πάρω κάτι και για τους δύο μας. Ελπίζω να μην σε τρόμαξα» συνέχισε ακατάπαυστα με έναν χαρούμενο τόνο στην φωνή του χωρίς να σταματά να περπατά μέσα στον χώρο και έμεινα σοκαρισμένη να τον κοιτώ χωρίς να είμαι ικανή να αντιδράσω.

Αφήνοντας τις χάρτινες σακούλες που κρατούσε πάνω σε ένα ‘τραπέζι;’ Θα σας γελάσω. Ανοίγοντας τες και ελέγχοντας τες, βρήκε αυτό που έψαχνε και γύρισε προς το μέρος μου αλλά δεν με πλησίασε ούτε στο ελάχιστο. Πηγαίνοντας προς το μέρος από όπου είχε έρθει, πήρε στα χέρια του κάτι μικρό ‘σκάλα’ υπέθεσα, και αφού το έστησε στο κέντρο του δωματίου, ανέβηκε απάνω της και τεντώθηκε να πιάσει αυτό που κρεμιόταν από το ταβάνι χωρίς παράλληλα να σταματά να μιλάει με τόσο ενθουσιασμό που για κάποιον περίεργο λόγο με αναστάτωνε. Όσο μίλαγε η φωνή του ήταν τόσο απαλή, τόσο βελούδινη, τόσο γαργαλιστική που ένιωθα νε με παρασέρνει σε αυτήν την ευχάριστη διάθεση που ανέδυε αλλά όσο παρέμενε στην σιωπή με έκανε να νιώθω ότι με κάποιον τρόπο σφύριζε ένα χαρούμενο σκοπό παρόλο που τα χίλια του δεν έδειχναν να κούνιουνται.

«Σε περίμενα να ξυπνήσεις μήπως χρειαστείς κάτι αλλά από ένα σημείο και μετά με έκανες να πιστεύω αυτό μπορεί να μην γινόταν ποτέ» γέλασε. «Αλλά από τα μουγκρητά σου με έκανες να πιστέψω ότι ο πονοκέφαλος πρέπει να σε έχει τσακίσει και έτσι σκέφτηκα να πάω να ψωνίσω» συνέχισε να λέει χωρίς ανάσα και την στιγμή που η λάμπα που ήταν στο χέρι του άναψε, έκλεισα τα μάτια με τα χέρια μου και μούγκρισα πνιχτά από τον πόνο που μου προκάλεσε. «Ορίστε, τώρα έχουμε και φως» εκείνος συνέχιζε πριν ακούσει το μουγκρητό μου αλλά μόλις το άκουσε για λίγο έμεινε σιωπηλός.

Τον άκουγα να μετακινείτε στον χώρο αλλά δεν είχα το κουράγιο να ανοίξω ξανά τα μάτια μου και μόλις τον ένιωσα μπροστά μου αναπήδησα από το ξάφνιασμα πνίγοντας την κραυγή μου με το χέρι μου.

«Σου πήρα παυσίπονα, πρόβλεψα ότι θα τα χρειαστείς» με ενημέρωσε ενώ με κοίταζε με κατανόηση χωρίς ίχνος ειρωνείας ή λύπησης στο βλέμμα του και έκανε την ματιά μου για λίγο να σταθεί στο πρόσωπο του.

Προσπάθησα σκληρά να τον αναγνωρίσω αλλά τα μακριά μέχρι κάτω από τα αυτιά του πυκνά χάλκινα ατημέλητα βρεγμένα του μαλλιά, το εβδομάδων στην ίδια απόχρωση μούσι του που κάλυπτε την νεανική του επιδερμίδα, τα περίεργα γεμάτα ενθουσιασμό σπινθηροβόλα του γκριζογάλανα μάτια δεν μου θύμιζαν τίποτα και αυτό μου έφερε μια αναστάτωση. Το φθαρμένο του τζιν με την μεγάλη ξεφτισμένη τρύπα στο ένα του γόνατο γεμάτο με χρώματα από πινελιές που με έκανε να καταλάβω ότι το χρησιμοποιούσε αντί για πανί για να καθαρίζει τα πινέλα του, το χιλιοταλαιπωρημένο του φανελάκι που ήταν με τρύπες που είχαν δημιουργηθεί από καύτρες τσιγάρου επίσης γεμάτο με χρώματα με έκανε να καταλαβαίνω ότι δεν ήταν κάποιος από τον κύκλο μου αλλά το δερμάτινο μπουφάν που φόραγε με μπέρδευε τελείως. Αυτό το μπουφάν θα το αναγνώριζα παντού. Το ίδιο είχα πάρει και εγώ στον ξάδελφο μου στα γενέθλια του πριν τρία χρόνια και μάλιστα το είχα χρυσοπληρώσει γιατί ήταν η τελευταία λέξη της μόδας. Τα περιοδικά τότε δεν σταμάταγαν να το λανσάρουν ανεβάζοντας του έτσι την τιμή στα ύψη. Πως θα μπορούσε αυτός ο τύπος τώρα να το έχει; Δεν έμοιαζε να ταιριάζει στο υπόλοιπο του στιλ.

Ένιωσα κάτι να μου λέει αλλά το μυαλό μου ήταν πολύ μακριά για να καταλάβει το τι.

«Μπέλλα;» τον άκουσα ξανά και η ματιά μου αυτόματα γύρισε ξαφνιασμένη προς το πρόσωπο του. Ήξερε το όνομα μου; Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι γνωριζόμαστε; Εγώ γιατί δεν τον θυμάμαι;

«Χχχμμμ;» ρώτησα ζαρώνοντας τα φρύδια μου σε μια προσπάθεια να ελέγξω τον πόνο που μου προκάλεσε η απότομη κίνηση που έκανα για να τον κοιτάξω.

«Είσαι καλά; Έχεις αρχίσει να με ανησυχείς» είπε με αγωνία και κλείνοντας τα μάτια μου άφησα την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βαριά πιάνοντας ξανά το κεφάλι μου και με τα δύο μου χέρια.

Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Από που ήξερα αυτόν τον άνθρωπο; Πως βρέθηκα εδώ; Το μυαλό μου δεν έλεγε να συνεργαστεί με τίποτα.

«Το κεφάλι μου...» ξεκίνησα να εξηγώ αλλά δεν κατάφερα να ολοκληρώσω την φράση μου καθώς με το που άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω ξανά τα μηλίγγια μου σφυροκόπησαν τόσο έντονα που ένιωσα την σκέψη μου και πάλι να παραλύει. Άκουσα την ανάσα του να βγαίνει με ανακούφιση και παίρνοντας το ένα μου χέρι μέσα στο δικό του ένιωσα να βάζει ένα μικρό μπουκαλάκι μέσα στην παλάμη μου.

«Έλα να πιεις ένα παυσίπονο και μόλις φας κάτι θα νιώσεις καλύτερα» τον άκουσα να λέει και ανοίγοντας τα μάτια μου αναγνώρισα την γνωστή μάρκα παυσίπονων που κυκλοφορούσε αλλά δεν είχα το κουράγιο να ανοίξω το σφραγισμένο μπουκαλάκι.

«Μπορείς;» ρώτησα με νόημα με τρομερή δυσκολία και εκείνος αμέσως έσπευσε να με βοηθήσει. Δεν φαινόταν κακός αλλά η λογική μου έλεγε ότι δεν έπρεπε να τον εμπιστευτώ κιόλας. Δεν είχα ιδέα πως βρέθηκα εδώ και ούτε φυσικά μπορούσα να γνωρίζω τις προθέσεις του γι αυτό και έμεινα λίγο επιφυλακτική.

Κοιτώντας τα δύο χάπια που έβαλε μέσα στην παλάμη μου, έλεγξα να δω αν είχαν απάνω τους χαραγμένο το χαρακτηριστικό της εταιρίας που τα παρασκεύαζε και αφού βεβαιώθηκα ότι ήταν εκεί, τα έβαλα στο στόμα. Μέχρι να το κάνω αυτό εκείνος είχε πάρει στα χέρια του το μικρό μπουκαλάκι του νερού που είχε αφήσει πριν στο μικρό στρογγυλό τραπεζάκι που ήταν δίπλα από την λάμπα δαπέδου και αφού το ξεσφράγισε το έτεινε μπροστά μου υπομονετικά χωρίς να μιλά. Για κάποιον λόγο, παρόλο που ήταν ακόμα ευδιάθετος, έμοιαζε να κρατάει και ο ίδιος μια επιφυλακτικότητα και αυτό δεν μπορούσε να μην με παραξενέψει για το γιατί.

«Τι έκανα εχθές;» τον ρώτησα όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσα για να μην κάνω τον πονοκέφαλο να επιδεινωθεί από την φωνή μου πάλι ενώ του έδινα πίσω το μπουκάλι του νερού.

Αυτό τον έκανε για λίγο να γελάσει με ένα τελείως σκανδαλιστικό τρόπο αλλά δεν μίλησε αμέσως. Κλείνοντας και αφήνοντας ξανά το μπουκάλι στο σημείο που το είχε πριν, γύρισε προς την μεριά μου και αφού με πλησίασε ήρεμα, κοιτώντας με πάντα στα μάτια για της αντιδράσεις μου, έφερε τα χέρια του κοντά μου και από αντίδραση πήγα το σώμα μου πιο πίσω ενώ ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει ξαφνικά τόσο δυνατά που αυτό έκανε τον πονοκέφαλο να με αποτελειώσει.

«Προφανώς τον μπάρμαν πιο πλούσιο» απάντησε τελικά γελώντας ενώ ανέβαζε το σεντόνι στο ύψος τους στήθους μου κάνοντας με να ξαφνιαστώ ακόμα περισσότερο. Είχα ξεχάσει τελείως ότι ήμουν γυμνή από την μέση και πάνω και το γεγονός ότι τόση ώρα ήμουν μπροστά του χωρίς να είμαι καθόλου καλυμμένη μπροστά στα μάτια του μου έφερε τόση αμηχανία που ένιωσα τα μάγουλα μου να φλογίζονται από ντροπή αλλά αυτό ταυτόχρονα μου θύμισε και κάτι άλλο.

«Και τα ρούχα μου;» ρώτησα με αγωνία την στιγμή που εκείνος με στήριζε για να σηκωθώ.

«Τα ρούχα μας θες να πεις» διόρθωσε παρασέρνοντας με προς το τραπεζάκι που είχε αφήσει πριν τις χάρτινες σακούλες. «Μάλλον έπεσαν θύματα πολέμου, λυπάμαι» συνέχισε βάζοντας με να κάτσω στην μια καρέκλα και τον κοίταζα σαν χαζή χωρίς να είμαι ικανή να το πιστέψω.

Πως μπορούσα να είχα πάει μαζί του; Γιατί δεν θυμάμαι τίποτα; αναρωτιόμουν μέσα μου ενώ εκείνος περίμενε υπομονετικά τις αντιδράσεις μου. Πάντως από το ύφος του ήμουν σίγουρη ότι δεν λυπόταν καθόλου μάλιστα φαινόταν ότι ο ίδιος το είχε απολαύσει κιόλας και αυτό ήταν κάτι που με έκανε να παραξενευτώ περισσότερο.

«Εε εεε εεννοείςςςς...» δεν μπορούσα να συνεχίσω.

«Ότι το πάθος μας τα έβγαλε νοκ άουτ;» ρώτησε αντί για μένα τσιμπώντας το σαγόνι μου απαλά καθηλώνοντας με με την ματιά του. «Ναι αυτό εννοώ» απάντησε τελικά με τα μάτια του να γυαλίζουν και πάλι όπως πριν με τόσο ενθουσιασμό και τόση ικανοποίηση που δεν ήξερα πως να αντιδράσω σε αυτό. Τα είχα χάσει τελείως αλλά περισσότερο δεν μπορούσα καν να το πιστέψω. Εγώ από το πάθος μου έβγαλα νοκ άουτ τα ρούχα του! Πότε έγιναν όλα αυτά; Εγώ γαμώτο γιατί δεν τα θυμάμαι τίποτα;

«Δεν το πιστεύεις! Όχι ότι μου κάνει εντύπωση» συνέχισε εκείνος πιο ανάλαφρα και συνειδητοποίησα ότι είχε φύγει από δίπλα μου ενώ με ήρεμες κινήσεις τώρα έβγαζε το περιεχόμενο που είχαν μέσα οι χάρτινες σακούλες αλλά δεν έδωσα σημασία το ήταν αυτό.

«Τι θες να πεις με αυτό;» ρώτησα κάπως θιγμένη και έκανα την ματιά του να γυρίσει προς το μέρος μου.

«Ειλικρινά πιστεύεις ακόμα ότι είσαι κρύα;» ρώτησε με βαθιά δυσπιστία και έμεινα παγωμένη να τον κοιτώ. Εκείνος πως το ήξερε αυτό; Θα μπορούσα να είχα πει κάτι τέτοιο εγώ σε εκείνον; Αποκλείετε δεν ήμουν τόσο απελπισμένη ή μήπως ήμουν και δεν το είχα καταλάβει.

«Τι πράγμα;» ρώτησα με την ανάσα μου να γίνεται πιο γρήγορη από την αγωνία ενώ τα μάγουλα μου ένιωθα και πάλι να φλογίζονται από ντροπή όμως εκείνος προσηλωμένος καθώς ήταν και πάλι στις χάρτινες σακούλες του και στο περιεχόμενο τους δεν έδειχνε να το έχει αντιληφτεί.

«Εχθές τουλάχιστον έτσι έλεγες αλλά το χειρότερο δεν ήταν ότι το έλεγες αλλά ότι το πίστευες κιόλας» συνέχισε με τέτοια δυσπιστία που με έκανε να εκραγώ.

Μα πως θα μπορούσα ποτέ να πω κάτι τέτοιο σε έναν άγνωστο; Εγώ δεν ήμουν έτσι, σκέφτηκα και αυτό με έκανε να νιώσω πιο αμήχανα αλλά και να πονηρευτώ ταυτόχρονα. Μήπως τελικά μου είχε ρίξει κάτι στο ποτό μου; Γι αυτό έλεγα όλες αυτές τις μπούρδες; Η υπομονετική του ματιά για μια απάντηση μου προκάλεσε ταραχή και χωρίς να το καταλάβω είπα την αλήθεια. 

«Η εμπειρία μου αυτό μου αποδεικνύει» παραδέχτηκα πνιχτά κοιτώντας οπουδήποτε αλλού εκτός από εκείνον ελπίζοντας η γη να ανοίξει και να με καταπιεί.

«Τι; Ότι είσαι κρύα;;;» γέλασε με ειρωνεία και η ματιά μου γύρισε απότομα ξανά προς το μέρος του με περιέργεια.

«Θεωρείς ότι δεν είμαι;» ρώτησα χωρίς να είμαι ικανή να το πιστέψω.

«Μας ποιος σε έκανε βρε κοριτσάκι μου να πιστεύεις τέτοιες αηδίες;;;;» αναφώνησε αγανακτισμένα και ένιωσα την ανάσα μου να σταματά. Πράγματι το εννοούσε; 

«Ο πρώην μου» εξωτερίκευσα με την καρδιά μου να χτυπάει στο στήθος μου άρρυθμα καθώς ήθελα τόσο να πιστέψω ότι το έλεγε αλήθεια.

«Και εσύ δεν μπόρεσες να του αποδείξεις το πόσο λάθος έκανε;» συνέχισε με την ίδια δυσπιστία ειρωνικά κοιτώντας με βαθιά μέσα στα μάτια χωρίς να μου δίνει την επιλογή να καταφέρω να του κρύψω την αλήθεια. 

«Δεν ήξερα το πως... Δεν είχα άλλες εμπειρίες» παραδέχτηκα με κόπο αναμασώντας τα χείλια μου ενώ ένιωθα να πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό. Ήθελα να φύγω, να τρέξω μακριά από αυτόν τον περίεργο τύπο που ένιωθα να με στριμώχνει στην γωνία σαν να ήμουν κανένα πιτσιρίκι που παραδεχόταν το πιο μεγάλο του έγκλημα, αλλά για κάποιον λόγο ήθελα και να επιβεβαιώσω ότι πράγματι δεν με δουλεύει. Το είχα τόσο ανάγκη αυτήν την στιγμή.

«Οκ καταλαβαίνω ότι ήταν ο πρώτος» είπε σκεπτικός με κατανόηση χωρίς να χρησιμοποιήσει ειρωνεία στα λόγια του. «αλλά και οι επόμενοι; Με εκείνους δεν κατάλαβες το πόσο μαλάκας ήταν αυτός ο πρώην σου που επειδή εκείνος δεν κατάφερε να σε ξεσηκώσει σε έκανε να πιστεύεις ότι εσύ έφταιγες γι αυτό;;;» ρώτησε με πραγματική περιέργεια και αυτό με έκανε να βρεθώ σε ακόμα πιο δύσκολη θέση. Τι να του εξηγούσα τώρα και τι να καταλάβαινε και αυτός.

«Δεν υπήρξαν επόμενοι» τελικά απάντησα κάτω από τον αναστεναγμό μου κοιτώντας τα χέρια μου και η ανεπαρκής του αντίδραση με έκανε να τον κοιτάξω με περιέργεια. Είχε παγώσει τελείως στην θέση του, τα μάτια του με έναν περίεργο τρόπο είχαν γουρλώσει και από την στάση του καταλάβαινα ότι μάλλον δεν με πίστεψε και πολύ. Όμως δυστυχώς για μένα αυτή ήταν η μόνη αλήθεια.

«Μάλλον τώρα καταλαβαίνω την απελπισία σου περισσότερο» παραδέχτηκε περισσότερο στον ίδιο του τον εαυτό παρά σε μένα χωρίς να αλλάζει στάση και ένιωσα τα μάτια μου να είναι έτοιμα να βουρκώσουν όμως το μυαλό μου που είχε πάρει ξανά φωτιά με έκανε αυτή την φορά να αντιδράσω πιο έντονα.

«Και εσύ δεν έχασες την ευκαιρία και το εκμεταλλευτικές» του χτύπησα πίσω σκληρά και αυτό τον έκανε να επανέλθει στην πραγματικότητα.

«Εγώ; Το εκμεταλλεύτηκα εγώ; Δεν είμαι άγιος εντάξει; Αν όμως υπήρχε τρόπος να έβλεπες πως μου την έπεσες εχθές τότε θα καταλάβαινες ότι και να ήμουν δεν θα κατάφερνα ποτέ να σου αντισταθώ» μου γύρισε πίσω σκληρά.

«Δεν είμαι καμία τσούλα, εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα, σίγουρα θα μου είχες ρίξει κάτι στο ποτό» αντέδρασα αυτόματα στα λόγια του κατηγορώντας τον τώρα πιο επιθετικά και αυτό τον έκανε χειρότερα.

«Πίστεψε με προσπάθησα πάρα πολλές φορές να σε σταματήσω αλλά εσύ δεν άκουγες κουβέντα και αν δεν πιστεύεις εμένα τότε σίγουρα η φιλενάδα σου θα μπορέσει να σου το επιβεβαιώσει» μου απάντησε νευριασμένα και βάζοντας το χέρι του μέσα στο μπουφάν έβγαλε ένα κινητό και το έτεινε προς το μέρος μου.

«Μιας και που από την βιασύνη σου δεν σκέφτηκες να πάρεις ούτε την τσάντα σου αλλά ούτε και το μπουφάν σου σκέφτηκα ότι θα ήθελες να ειδοποιήσεις κάποιον να έρθει να σε πάρει αλλά η κάρτα που έβαλα δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει. Αν πέσει η μπαταρία πες μου να το βάλω στον φορτιστή για να μιλήσεις πιο άνετα» συνέχισε και καθώς το πήρα στα χέρια μου μηχανικά εκείνος σηκώθηκε από την θέση του νευριασμένα.

Κοιτώντας το κινητό του έμεινα τελείως έκπληκτη. Από την εμφάνιση του και μόνο ο οποιοσδήποτε θα απορούσε πως λειτουργούσε ακόμα έτσι ξεχαρβαλωμένο και παλιό που ήταν, σίγουρα δεκαετίας και πάνω, αναγνώρισα.

«Πόσα χρόνια έχεις να το αλλάξεις;» ρώτησα χωρίς να τον κοιτώ τελείως αυθόρμητα χωρίς να το σκεφτώ και η απάντηση του με έκανε να παγώσω.

«Δεν έχουμε ξέρεις όλοι την ευκαιρία να αλλάζουμε κινητά κάθε φορά που βγαίνουν καινούργια μοντέλα για να πουλάμε μούρη» απάντησε εκείνος πικρόχολα και με επανέφερε στην πραγματικότητα. «Και πάλι καλά να λες που το έχω, αν δεν ήταν αναγκαίο κακό για την δουλειά μου δεν θα το είχα ούτε και αυτό» δήλωσε και ένιωσα αμέσως την ανάγκη να το σώσω.

«Συγνώμη, δεν είχα σκοπό να σε προσβάλω, εννοώ δεν ήθελα...» αμέσως έσπευσα να το διορθώσω αλλά εκείνος δεν με άφησε να συνεχίσω.

«Έχουν περάσει χρόνια από τότε που έχει πάψει να με ενδιαφέρει για το πως με βλέπουν οι άλλοι οπότε και να είχες σκοπό να με προσβάλλεις απλά δεν θα το κατάφερνες» μου έφτυσε στα μούτρα και παίρνοντας την ανέγγιχτη χάρτινη σακούλα που είχε απομείνει πάνω στο τραπέζι, μπήκε σε μια πόρτα που ήταν πίσω από το καβαλέτο του και έμεινε εκεί αφήνοντας με πίσω να τον κοιτώ χωρίς να έχω ιδέα πως να νιώσω γι αυτό.

Προκειμένου να καταφέρω να συγκεντρωθώ με όλα όσα συμβεί έκλεισα τα μάτια για να πάρω μια ανάσα πριν αρχίσω να καλώ το νούμερο της Άλις.

Που είχα μπλέξει; Αναρωτήθηκα την στιγμή που πληκτρολογούσα το νούμερο της. Γιατί εκείνη δεν έκανε κάτι να με σταματήσει; Ήξερε πόσο χάλια ήμουν εχθές, δεν έπρεπε ποτέ να με αφήσει να την πείσω να ακολουθήσουμε εκείνους τους ηλίθιους που μας είχαν πάει σε εκείνο το κακόφημο μπαρ που δεν θυμάμαι καν σε ποιαν περιοχή ήταν.
«Παρακαλώ;» άκουσα την αγχωμένη της φωνή και αναστέναξα.

«Η Μπέλλα είμαι» δήλωσα και για λίγο παρέμεινε στην σιωπή πριν αρχίσει το εξάψαλμο χωρίς ανάσα.

«Είσαι τρελήηηηη... ξέρεις τι πέρασα όλο το βράδυ;;; Πως μπόρεσες να φύγεις και να με παρατήσεις με κάποιον άγνωστο; Η μητέρα σου κακομοίρα μου θα μας σκοτώσει και τις δύο.  Ήδη μου κάνει καψώνια και δεν έχω ιδέα πως να απαντήσω στην ανάκριση της. Με έχει τρελάνει αλήθεια σου λέω, θα με κρεμάσει δεν αστειεύεται» άρχισε να ωρύεται χωρίς σταματημό και κάνοντας μια παύση συνέχισε. «Που είσαι; Γιατί δεν έχεις έρθει ακόμα;»

«Άλις, Άλις, Άλις, ένα ένα με την σειρά. Δεν μπορώ να απαντήσω σε όλα ταυτόχρονα» την διέκοψα προκειμένου να συγκεντρωθώ στις ερωτήσεις τις και εκείνη πάτησε φρένο πριν με πάρει ξανά μονότερμα.

«Μα καλά πως σου ήρθε να την πέσεις σε έναν άγνωστο μου λες;» ρώτησε ξανά με αγανάκτηση και με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι τελικά ο άγνωστος είχε δίκιο. «Εεεεε... Μπέλλα, σου μιλάωωωω, που είσαι;» ρώτησε με πείσμα καθώς εγώ χαμένη στον κόσμο μου δεν άκουγα τι έλεγε τόση ώρα.

«Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω...» παραδέχτηκα κοιτώντας γύρω μου νευρικά και μόλις η ματιά μου έπεσε στον νεροχύτη που ήταν δίπλα μου πάγωσα από το σοκ και από την αηδία που ένιωσα μέσα μου.

Η βρομιά και η δυσοσμία που είχε μαζευτεί εκεί από τα σκουπίδια και τα άπλυτα που είχαν τουλάχιστον βδομάδες να πλυθούν με έκαναν να αναγουλιάσω. Το θέαμα ήταν τόσο αηδιαστικό που μάλιστα στην αρχή με έκανε να πιστεύω κιόλας ότι μόλις είδα και μια κατσαρίδα. Χριστέ μουυυυυ, είναι όντως κατσαρίδα, αναφώνησα μέσα μου και προκειμένου να φύγω μακριά της πετάχτηκα απάνω ουρλιάζοντας και άρχισα να τρέχω προς την πόρτα που τον είχα δει να μπαίνει με το κινητό να φεύγει από τα χέρια μου και να καταλήγει στο πάτωμα.

Δύο βρεγμένα χέρια με άρπαξαν την στιγμή που άνοιξα την πόρτα και από το ξάφνιασμα η επόμενη κραυγή μου ήταν αναμενόμενη.

«Τι έπαθες, τι συμβαίνει;» με ρώτησε ο άγνωστος που τόση ώρα συνομιλούσα μαζί του γυμνός και γεμάτος αφρούς από το ντουζ που λογικά έκανε εκείνη την ώρα και σταματώντας την ανάσα μου στην μέση, σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος του χωρίς να είμαι ικανή να ορθώσω λέξη από αυτήν την επαφή.

Το καλλίγραμμο σώμα του καθώς και το περίεργο τατού που είχε στο μπράτσο του και πάνω στο αριστερό του στήθος δεν μου πέρασαν απαρατήρητα. Το άγγιγμα του με έκαιγε, η ματιά του με μαγνήτιζε και ανάσα μου δεν έλεγε να γυρίσει. Ήταν τόσο καυτός που ένιωσα κάθε πόρο του κορμιού μου να αντιδράει και να με παρασέρνει σε μονοπάτια που δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν. Μα που ήταν τόσο καιρό αυτός ο άνθρωπος; Είναι τόσο άδικο να μην θυμάμαι τίποτα από την χθεσινή μας βραδιά που από όσα είχε πετάξει μέχρι τώρα δήλωνε ξεκάθαρα το πόσο καυτή ήταν. Πως θα μπορούσε να μην ήταν; Φαινόταν το πόσο παθιασμένος ήταν ακόμα και τώρα. Χριστέ μου πως μπορούσε να ανάβει τόσο μόνο με ένα άγγιγμα και μάλιστα αγγίζοντας συγκεκριμένα εμένα; 

«Μπέλλα, τι συμβαίνει;» ρώτησε εκείνος με περισσότερη αγωνία και μαζεύοντας όσο κουράγιο μου απέμεινε επιτέλους απάντησα.

«Εί- ει-δα μια κατσαρίδα»..........

Συνεχίζεται....................................

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA