Ετικέτες

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Τα χρώματα του έρωτα "1. Βιολετί"




Σημείωση συγγραφέα: Αυτή η ιστορία είναι σε συνεργασία με την λατρεμένη μου EliRose. Σας εύχομαι καλή ανάγνωση και μην ξεχνάτε ποτέ να αφήνετε σχόλια. Είναι η τροφή του συγγραφέαWink

*Βιολετί
Πνευματικότητα, θεραπεία, υπηρεσία, προσήλωση
Πνευματική σημασία: το βιολετί αντιπροσωπεύει την φλόγα της μετουσίωσης που καίει την αρνητικότητα και κάνει δυνατή την νέα ανάπτυξη. Ατομικότητα, υπηρεσία, θεραπεία
Διανοητική σημασία: Υπερβολική προσήλωση
Συναισθηματική σημασία: πόνος, θλίψη, το να μην θέλεις να βρίσκεσαι εδώ, δυσκολία με την υλική πλευρά της ζωής, εθισμός, τάση να αποσύρεσαι, εσωτερική αταραξία.



Με το άδειο μπουκάλι του ουίσκι στο ένα χέρι και στο άλλο το τσιγάρο να έχει φτάσει στο φίλτρο καίγοντας μου τα δάχτυλα, κοίταζα τον άδειο καμβά και ήθελα να τον κάνω κομμάτια. Οι τοίχοι άρχισαν να κλείνουν γύρω μου ασφυκτικά. Τα πινέλα που είχαν μείνει τόσο καιρό αχρησιμοποίητα έμοιαζαν να με αγριοκοιτούν δίπλα από την σκονισμένη παλέτα μου. Το λευκό του καμβά μπροστά μου είχε αρχίσει να μου δίνει στα νεύρα αλλά όσο και να προσπαθούσα δεν μπορούσα να κάνω τον εγκέφαλο μου να συνθέσει τα χρώματα του πάθους που άλλοτε ήταν μια απλή διέξοδος για μένα καθώς έβγαιναν από μέσα μου με τέτοιο ζήλο που με παράσερναν μαζί τους και τώρα...

Με την ημερομηνία της έκθεσης που θα αποδείκνυε σε όλους το πόσο μαλάκες είναι που δεν πιστεύουν σε μένα ένιωθα να πνίγομαι. Κανένα έργο μου πια δεν είχε την ίδια σπίθα, το ίδιο πάθος, εκείνο το κάτι το διαφορετικό που είδαν οι εκθέτες στα έργα μου που τους έκανε να πειστούν ότι είμαι έτοιμος για το επόμενο βήμα και αυτό με έφτανε στα όρια μου. Τόσο καιρό περίμενα αυτή την ευκαιρία να αποδείξω το ταλέντο μου και τώρα που επιτέλους ήρθε εγώ μπλόκαρα! Τι μαλάκας που είμαι θεέ μου!

Χρειαζόμουν κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό να με εμπνεύσει αλλά τίποτα δεν είχε καταφέρει τον τελευταίο καιρό να ξεσηκώσει το είναι μου, την ίδια μου την ψυχή, για να καταφέρει η δημιουργικότητα μου να βγει ξανά στην επιφάνεια. Προκειμένου να μην τρελαθώ πέταξα το τσιγάρο στο πάτωμα, το έλιωσα με το παπούτσι μου και αφού παράτησα το άδειο μου μπουκάλι όπου βρήκα, πήρα το μπουφάν μου και βγήκα έξω.

Η υγρασία αμέσως πιρούνιασε το λεπτό ύφασμα του φθαρμένου μου, γεμάτο τρύπες πια, t-shirt που φόραγα κάτω από το μισοξεκούμπωτο χιλιοτσαλακωμένο πουκάμισο που ήταν γεμάτο χρώματα από τα πινέλα που είχαν να χρησιμοποιηθούν καιρό. Κλείνοντας το φερμουάρ του δερμάτινου μπουφάν μου που κάποτε είχα χρυσοπληρώσει για να το πάρω προχώρησα γρήγορα μέσα στην βροχή ώστε να φτάσω όσο γινόταν πιο γρήγορα στο μπαρ που ήταν στον απέναντι δρόμο από το σπίτι μου για να πνίξω λίγο τον χρόνο μου πίνοντας. Από την φύση μου ήμουν γενικά μοναχικό άτομο, το να συναναστρέφομαι με κόσμο δεν ήταν και το καλύτερο μου και ιδίως μέσα σε ένα μπαρ όπου το εύκολο, το γρήγορο και το άνοστο πάθος κυριαρχούσε από εκείνους που έψαχναν για άλλη μια περιπέτεια χωρίς συνέπειες. Όμως με την κάβα να είναι πια κλειστή και χωρίς καθόλου αλκοόλ στο σπίτι δεν είχα άλλη επιλογή από το να πάω εκεί ελπίζοντας έτσι να αποβάλω έστω και λίγο το άγχος του ρολογιού που μέτραγε τον χρόνο αντίστροφα για την προθεσμία που έφτανε στο τέλος της.

Αν και δεν είχα περπατήσει πολύ για να φτάσω, η βροχή που μαστίγωνε το πρόσωπο και το σώμα μου με είχε μουσκέψει για τα καλά και προκειμένου να δω καλύτερα πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου και κοίταξα γύρω μου όμως δεν αντίκρισα τίποτα το ενδιαφέρον. Με τα μάτια μου να εστιάζοντας σε κάθε διψασμένο και ιδρωμένο κορμί που χτυπιόταν ξέφρενα στον ρυθμό της μουσικής, παρέμειναν αδιάφορα πάνω στα καλλίγραμμα κορμιά που ήταν ήδη σε αναζήτηση του επόμενου θύματος τους για να του χαρίσουν μια βραδιά χωρίς φαντασία καθώς και τα ίδια ήταν ήδη χορτασμένα από περιπέτειες χωρίς ουσία. Άδεια, κενά, εύκολα χωρίς ίχνος από την θηλυκότητα, που άλλοτε τα χαρακτήριζε με έκαναν να τα βλέπω με τα μάτια του μυαλού μου γκρίζα, μουντά, μονότονα με τον καπνό που τους τύλιγε να με κάνει να νιώθω ότι μπήκα σε ένα κόσμο χωρίς μαγεία. Σκοτεινό και απόκοσμο.

Πάντα είχα έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπω τα πράγματα γύρω μου. Με τα μάτια του μυαλού μου όλα τα πρόσωπα, τα αντικείμενα άλλαζαν. Έπαιρναν το σχήμα που η ψυχή τους ανέδυε. Πολύ με θεωρούσαν εκκεντρικό αλλά αν όλοι μπορούσαν να δουν όπως και εγώ τότε ο κόσμος ίσως να μην ήταν τώρα τόσο μουντός, ίσως να ήταν πιο ξεχωριστός.

«Συγνώ...» πήγε να απολογηθεί μια κοπέλα καθώς έπεσε απάνω μου αλλά μόλις αντίκρισε το πρόσωπο μου άλλαξε ύφος. «Μάλλον όχι και τόσο» συμπλήρωσε και με ένα χαμόγελο τελείως δελεαστικό και πρόστυχο άρχισε να με πλησιάζει. «Μόνος;» ρώτησε τελικά κάνοντας την κίνηση να με πλησιάσει και γέλασα μέσα μου απογοητευμένα.

«Ναι και προτιμώ να μείνει έτσι» της απάντησα κάπως σκληρά. Εκείνη στράβωσε για μια στιγμή αλλά δεν τα παράτησε κιόλας.

«Όπως θες. Αν αλλάξεις όμως γνώμη...»

«Να είσαι σίγουρη ότι θα είσαι η πρώτη που θα το μάθεις» συμπλήρωσα την φράση της και πριν πει οτιδήποτε άλλο γύρισα την πλάτη μου και συνέχισα την πορεία μου προς το μπαρ.

«Πιάσε ένα» ζήτησα από τον μπάρμαν που πλέον με ήξερε καλά - δεν ήταν η πρώτη φορά που είχα ξεμείνει από αλκοόλ στο σπίτι - αφήνοντας ένα πεντοδόλαρο πάνω στον πάγκο και εκείνος καθώς κατένευσε γύρισε για να εκτελέσει την παραγγελία του ενώ εγώ γύρισα την ματιά μου αδιάφορη στο πλήθος.

‘Σκοτεινό, απόκοσμο’. Συνέχισα την σκέψη μου καθώς πήρα το ποτήρι που μου πρόσφερε ο μπάρμαν και ήπια μια γερή γουλιά για να το αφήσω να μου κάψει κάθε σκέψη. ‘Με το πέπλο του μυστηρίου να πλανιέται ενώ εξανέμιζαν τις ψυχές τους σαν να τις τιμωρούσαν’. Αυτός ήταν ο κόσμος του συγκεκριμένου μπαρ, ενός μπαρ που δεν είχε και την καλύτερη φήμη.

Κοίταξα με μεγαλύτερη προσήλωση προς μια παρέα κοριτσιών. Κολεγιοκόριτσα, αναγνώρισα και με περιέργεια συνέχισα να τις κοιτώ. Τόσο νέες και όμως τόσο φθαρμένες που μπορούσα να δω τις ρωγμές στα τέλεια μακιγιαρισμένα πρόσωπα τους. Πως μπορούσαν να το κάνουν στον εαυτό τους αυτό; Πάντα το είχα απορία. Με τα κορμιά τους να ακουμπούν το ένα το άλλο κάνοντας ένα ερωτικό παιχνίδι δελεάζοντας τους γύρω τους τόσο σαγηνευτικά και όμως, μέσα από το λίκνισμα τους έβγαινε μια χυδαιότητα, μια αγαρμποσύνη που όποιος μπορούσε να τις κοιτάξει όπως εγώ τώρα σίγουρα θα γέλαγε και εκείνος μαζί μου.

Το στέκι του ‘Μπαλαντέρ’ ήταν ένα άχρωμο, χωρίς ζωή στέκι που κάθε φορά που έπρεπε να το επισκεφτώ γιατί δεν είχα άλλη επιλογή με έκανε πάντα να το μετανιώνω. Πίνοντας το ποτό μου γρήγορα έκανα την κίνηση να σηκωθώ για να γυρίσω πίσω στην απομόνωση μου αλλά μια γυναικεία φωνή με έκανε να σταματήσω. 






«Σφηνάκια για όλους» άκουσα πιο πίσω μου να φωνάζει προς το μπάρμαν τραυλίζοντας φανερά λιώμα στο ποτό και από περιέργεια γύρισα να την δω και αυτό που αντίκρισα πραγματικά με έκανε να παραμείνω παγωμένος στην θέση μου. Έτσι ξαφνικά, καθώς μάτια μου εστίασαν απάνω της, ένιωσα όλα τα χρώματα της παλέτας του μυαλού μου να επιστρέφουν.

Δεν ήταν ότι ήταν ιδιαιτέρα όμορφη, αν και αυτό που ανέδυε από μέσα της έκανε την ομορφιά της ακόμα πιο σπάνια, ή ότι έμοιαζε με μοντέλο αν και είχε όλα τα προσόντα για να μπορέσει να γίνει αν το ήθελε, αλλά ήταν εκείνος ο αριστοκρατικό αέρα πάνω της που σε έκανε να μην μπορείς να απομακρύνεις το βλέμμα σου αλλού καθώς την έκανε να ξεχωρίζει από το πλήθος. Το κόκκινο των χειλιών της, το ιβουάρ της επιδερμίδα της, το καφέ των μαλλιών της και των ματιών της ήταν τόσο ζωντανά που έκαναν αυτόματα την ατμόσφαιρα να αλλάξει και τα μάτια μου μαγεμένα έμειναν εκεί να την παρατηρούν. Ένιωσα άξαφνα σαν να βρισκόμουν μέσα σε ένα θέατρο όπου ένας προβολέας από το πουθενά είχε ανάψει και φώτιζε την πρωταγωνίστρια για να κάνει τον θεατή να εστιάσει απάνω της, την στιγμή που εκείνη τα έδινε όλα στην τελευταία της πράξη. Στο βαρύ και στον πιο σημαντικό μονόλογο του έργου της ζωής της.
 
«Όχι άλλο Μπέλλα μου σε παρακαλώ» ικέτευε η φίλη της που μάταια πάλευε να την σταματήσει απελπισμένα.
«Γιατί;» εκείνη ρώτησε αγανακτισμένα με ένα παιδιάστικο πείσμα. «Δεν γιορτάζουμε;» ρώτησε με τέτοια πικρία που έκανε το στομάχι μου να σφιχτεί. Η απελπισία που την είχε καταβάλει ήταν τόσο έντονη που δεν μπορούσε να μείνει απαρατήρητη από τα δικά μου μάτια. «Στην υγειά του κορόιδου» συνέχισε παίρνοντας ξανά το ποτήρι της πίνοντας το μονορούφι και αμέσως με έκανε να νιώσω ότι αυτό το κορίτσι δεν άνηκε εδώ, δεν έμοιαζε καν με τα υπόλοιπα τσουλάκια και ας ανέβαινε τώρα στην μπάρα για να χορέψει μαζί τους.
Το βλέμμα της ήταν σαν ενός πληγωμένου ζώου γεμάτο πόνο και απελπισία αλλά αυτό που την έκανε να ξεχωρίζει περισσότερο ήταν η φωτιά που σιγόκαιγε μέσα στο πλούσιο σοκολατί των ματιών της. Μια φωτιά γεμάτη αποφασιστικότητα, θυμό και ανάγκη για επανάσταση απ' όλα όσα την έπνιγαν. Ήταν ξεκάθαρο στα μάτια του μυαλού μου, οι αλυσίδες και τα βαρίδια γύρω από τα άκρα της και το λαιμό της αλλά η φωτιά... η φωτιά που ανέβλυζε από τα βάθη της ψυχής της που ξεχύνονταν από κάθε πόρο του κορμιού της σε μια προσπάθεια να λιώσει όλα όσα την κρατούσαν δέσμια, αυτή ήταν πιο συγκλονιστική από όλα τα άλλα. Γαμώτο, που είναι η παλέτα μου όταν την χρειάζομαι!!
Το σώμα της άρχισε να λικνίζεται στον ρυθμό της μουσική και τα χεριά μου κινούνταν σπασμωδικά ψάχνοντας την παλέτα και τα πινέλα μου με το μυαλό μου να γεμίζει με χρώματα, συνδυασμούς, γωνίες και φωτισμούς! Και έτσι ξαφνικά όλη η έμπνευση, όλο το πάθος που είχα ανάγκη να νιώσω τόσο απλά γύρισε και με έκανε να εκραγώ από άκρη σε άκρη του κορμιού μου. Τόσο πάθος μαζεμένο μέσα σε ένα κορμί δεν είχα δει ποτέ ξανά στην ζωή μου, τόση φλόγα μέσα από μερικές μόνο κινήσεις δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά σε ένα κορμί, τόση ζωντάνια μόνο μέσα από ένα λίκνισμα δεν είχε καταφέρει να βγάλει καμία άλλη γυναίκα από όσες είχα γνωρίσει και ακριβώς εκείνη την στιγμή ήξερα ότι αυτό το κορίτσι θα κατέληγε στο κρεβάτι μου ακόμη και αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανα στη ζωή μου!
Σηκώθηκα από το σκαμπό και άρχισα να πλησιάζω προς το μέρος της. Η φίλη της στην προσπάθεια της να καταφέρει να την συνετίσει είχε γονατίσει πάνω στο σκαμπό και προσπαθούσε να την κάνει να κατέβει από την μπάρα αλλά εκείνη δεν της έδινε καμία σημασία. Έβγαζε το μπουφάν της τόσο αισθησιακά που κάθε αντρικό βλέμμα γύρισε να την κοιτάξει, αλλά εκείνη δεν χάριζε το βλέμμα της σε κανέναν. Ήταν μια παράσταση μόνο για εκείνη μέσα σε έναν δικό της κόσμο, αυτόν που κατοικούσε στην φαντασία της. Έδινε την ψυχή της μόνο σε εκείνον που κατοικούσε μέσα εκεί. Πάλευε να τον σαγηνεύσει για να της χαρίσει την ηδονή που τόσο είχε ανάγκη. Και όλα αυτά μέσα από την λιγοστή ανάσα που έβγαινε με δυσκολία από μέσα της ενώ οι αλυσίδες γύρω της ένιωθα να την κυκλώνουν όλο και πιο ασφυκτικά. 

Τα μάτια της ζάρωναν σε μια προσπάθεια να ξεσπάσουν μα δεν τους έκανε την χάρη να την προδώσουν. Τα χέρια της πάνω στο λεπτό ύφασμα της τιραντένιας της μπλούζας που τόνιζε τόσο αισθησιακά τις ερεθισμένες της θηλές έτρεμαν αλλά δεν σταμάταγε ούτε λεπτό. Η επανάσταση της είχε αρχίσει όμως εκείνη δεν ήταν τόσο τολμηρή όσο πίστευε στην αρχή ότι ήταν. Δεν μπορούσε να το κάνει ούτε καν για τον ίδιο της τον εαυτό και αυτό την έκανε ακόμα πιο ξεχωριστή.

Τα μάτια της άνοιξα θολά, η συνειδητοποίηση του τι έκανε, την έκανε να παγώσει και με τα χέρια της μετέωρα πάνω στο σώμα της έψαξε να βρει μια διέξοδο αλλά ήταν πολύ σοκαρισμένη για να το καταφέρει. Τα πόδια της λύγιζαν, η φίλη της προσπάθησε να την πιάσει αλλά το μοιραίο δεν άργησε να γίνει και βλέποντας να χάνει την ισορροπία της έτρεξα να προλάβω να την πιάσω πριν βρεθεί στο πάτωμα. Την στιγμή που τα πόδια της βρέθηκαν στο κενό, τα χέρια μου ήταν εκεί για να την πιάσουν αλλά καθώς δεν είχε αίσθηση της ισορροπίας της το σώμα της βαρύ, πέφτοντας πάνω στο δικό μου, το έκανε να χάσει και την δική του ισορροπία και τα κορμιά μας δεν άργησαν να καταλήξουν στο πάτωμα.

Η αίσθηση του καυτού κορμιού της πάνω στο δικό μου με έκανε να ανατριχιάσω αλλά η αγωνία που αναγνώρισα στο πρόσωπο της με έκανε για λίγο να βάλω στην άκρη τον εαυτό μου για να βεβαιωθώ αν εκείνη ήταν καλά.

«Μπέλλα» η φίλη της φώναξε την στιγμή που ερχόταν προς το μέρος μας και μόλις κατάλαβε που βρισκόταν προσπάθησε με σπασμωδικές κινήσεις να σηκωθεί με τα χέρια της πάνω στο σώμα μου να με πονούν από την δύναμη που έβαζε για να το καταφέρει.

«Συ-συ-γνω» τραύλιζε ακατάπαυστα ενώ εκεί που πήγαινε να σηκωθεί τα πόδια της μπερδεύονταν μεταξύ τους και βρισκόταν άτσαλα ξανά στην αγκαλιά μου.

«Άσε με να σε βοηθήσω» της πρότεινα απαλά χωρίς να είμαι ικανός να κρύψω το χαμόγελο που γαργαλούσε τα χείλια μου και ξαφνιασμένη από αυτό έμεινε παγωμένη να κοιτάει τα χείλια μου έχοντας τα τελείως χαμένα.

«Μπέλλα είσαι καλά;» ρώτησε με αγωνία η φίλη της ενώ πάλευε να την βοηθήσει να σηκωθεί και γυρίζοντας προς την μεριά της κατένευσε μηχανικά ενώ στο βλέμμα της έβλεπα ότι ήταν ακόμα βαθιά ριζωμένη μέσα στις δικές της σκέψεις. Πόσο θα ήθελα να γνώριζα ποιες ήταν αυτές.

«Χίλια συγνώμη για την αναστάτωση, η φίλη μου βλέπετε...» απολογήθηκε η φίλη της μπαίνοντας ανάμεσα μας.

«Είναι μια χαρά» την διέκοψε εκείνη τραβώντας την από μπροστά μου και πλησιάζοντας με, με ένα - υποτίθεται - προκλητικό τρόπο που δεν της έβγαινε και τόσο καθώς τα πόδια της έβρισκαν το ένα πάνω στο άλλο κάνοντας την να παραπατάει με αποτέλεσμα να καταλήξει και πάλι στην αγκαλιά μου. Τα χέρια μου αυτόματα την στήριξαν την στιγμή που εκείνη συνέχιζε τον μονόλογο της. «και ψάχνει απεγνωσμένα κάποιον να... να... να...» μόλις οι ματιές μας συναντήθηκαν τα λόγια της κόλλησαν στα χείλια της κάνοντας την να επαναλαμβάνει την τελευταία συλλαβή χωρίς να είναι ικανή να ολοκληρώσει την φράση της. Αυτό την έκανε ακόμα πιο αξιολάτρευτη και με έκανε για άλλη μια φορά να χαμογελάσω χωρίς να είμαι ικανός να το σταματήσω.

«Μπέλλα τι κάνεις;» προσπάθησε η φίλη της να την συνετίσει και αυτό έδειξε να την επαναφέρει.

Στην προσπάθεια της να βρει κάτι γρήγορα για να το σώσει η ματιά της έπεσε πάνω στα τσιγάρα μου στην τσέπη του πουκάμισου μου που είχαν ξεπεταχτεί από το πακέτο μου από το πέσιμο και το μυαλό της πήρε ξανά μπρος ενώ ισιώνοντας το κορμί της ξαναπροσπάθησε. Την στιγμή που προσπάθησε να πιάσει το τσιγάρο εκείνο τσάκισε και πάλεψε με μανία να το ισιώσει ενώ ζάρωνε τα μάτια της και τα χείλια της τόσο παιδιάστικα αφήνοντας ένα επιφώνημα.

«Ουψ» την άκουσα να λέει και αυτήν την φορά με έκανε να δαγκώσω τα χείλια με δύναμη προκειμένου να μην γελάσω δυνατά. Πραγματικά ήταν το κάτι άλλο.

«Θα μου χαρίσεις την φωτιά σου;» συνέχισε με περισσότερη αυτοπεποίθηση και η φίλη της την τράβηξε μακριά μου αυτήν την φορά προκειμένου να την κάνει να ξεκολλήσει. Έβλεπα να της μιλάει έντονα ενώ την απομάκρυνε από μένα αλλά η Μπέλλα δεν τα παράταγε και παίρνοντας το χέρι της βίαια από το δικό της έτρεξε προς το μέρος μου και με κοίταξε ασθμαίνοντας.

«Θες να φύγουμε από εδώ;» ρώτησε και κοίταξα προς την φίλη της που ερχόταν με φόρα καταπάνω μας.

«Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα» της είπα σοβαρά, μιας και όσο και να την ποθούσα, ήθελα να είναι νηφάλια όταν θα βρισκόταν στο κρεβάτι μου, και μόλις είδα την απογοήτευση στο πρόσωπο της έσπευσα να το σώσω. «Μια άλλη φορά, όταν θα είσαι πιο ξεμέθυστη τότε πολύ ευχαρίστως αλλά τώρα...» δεν με άφησε να τελειώσω την φράση μου και πριν η φίλη της κάνει καμία κίνηση να την σταματήσει πάλι άρχισε να με σέρνει έξω από το μπαρ.

Όταν βγήκαμε από το μπαρ και ο δυνατός αέρας μαστίγωσε το πρόσωπο της υγραίνοντας τον με την βροχή που είχε δυναμώσει για λίγο σταμάτησε και αυτό μου έδωσε μια ελπίδα ότι είχε επιτέλους καταλάβει τι έκανε αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη όχι μόνο δεν σταμάτησε αλλά με το που άκουσε την φίλη της να την φωνάζει πίσω μας, πριν προλάβει να μας δει, άρχισε να με τραβάει πάλι με περισσότερο πείσμα προς το σκοτεινό στενάκι που ήταν δίπλα στο μπαρ.

«Μπέλλα, Μπέλλα, σταμάτα» προσπάθησα να την λογικεύσω μόλις εκείνη μας παρέσυρε μέσα στην είσοδο μιας πόρτας που βρήκε ανοιχτή και πριν πω οτιδήποτε άλλο, σαν αίλουρος, πήδηξε απάνω μου και άρχισε να με φιλάει με τόσο πάθος που πραγματικά θόλωσα.

Τα χέρια μου τυλίχτηκαν αμέσως γύρω από το σώμα της ενώ προκειμένου να μην πέσουμε κόλλησα το σώμα της πάνω στον τοίχο και το βογκητό που ξέφυγε από τα χείλια της με έκανε να εκραγώ. Ήξερα ότι δεν ήταν σωστό, η λογική μου έλεγε ότι μέχρι το πρωί εκείνη θα το μετάνιωνε αλλά που να με πάρει δεν μπορούσα και να σταματήσω.

«Σε παρακαλώ μην σταματάς» την άκουγα να λέει ασθμαίνοντας πνιχτά με τα χέρια της να με εγκλωβίζουν πάνω στο κορμί της καθώς τα χείλια μου γεύονταν λαίμαργα την υγρή, από την βροχή που μας μαστίγωνε από την ανοιχτή πόρτα, εκτεθειμένη της επιδερμίδα. «Πάρε με εδώ, έτσι, δεν με νοιάζει, μόνο μην σταματάς» βόγκηξε πνιχτά τεντώνοντας το κορμί της και η φωνή της φίλης της έκανε την λογική μου να επιστρέψει.

«Δεν μιλάς εσύ αλλά το ποτό» είπα περισσότερο στον εαυτό μου παρά σε εκείνη ενώ κάνοντας προς τα πίσω την άφηνα να πατήσει ξανά στα πόδια της. «Καλύτερα να γυρίσεις στην φίλη σου» της είπα και η ματιά της με τσάκισε τελείως.

«Τόσο χάλια είμαι;» ρώτησε με τόσο πόνο που δεν ήξερα τι να κάνω για να την πείσω για το αντίθετο χωρίς να της αναζωπυρώσω ξανά την επιθυμία της.

«Μπέλλα δεν καταλαβαίνεις...» προσπάθησα αλλά εκείνη δεν με άφησε να συνεχίσω. Κουνώντας θετικά το κεφάλι της με τα δάκρυα της να ενώνονται με τις στάλες της βροχής που κατρακύλαγαν πάνω στο πρόσωπο της, δάγκωσε τα χείλια της και κοιτώντας γύρω της μηχανικά πήρε την απόφαση να φύγει όμως βγαίνοντας από το κτήριο αντί να πάει προς την μεριά του δρόμου που ήταν το μπαρ εκείνη άρχισε να προχωράει προς το βάθος του στενού και πιάνοντας της το χέρι προσπάθησα να της αλλάξω πορεία.

«Άφησε με» αναφώνησε κλαψουρίζοντας με απόγνωση.

«Πας από την λάθος...» προσπάθησα να της εξηγήσω αλλά το δικό της μυαλό ήταν πολύ μακριά για να το καταλάβει.

«Και εσένα τι σε νοιάζει; Δεσμοφύλακας μου είσαι;» μου χτύπησε σκληρά ενώ πάλευε να ξεκολλήσει το χέρι της από το δικό μου.

«Η φίλη σου είναι από την άλλη μεριά, δεν κάνει να τριγυρνάς σε τέτοια μέρη μόνη σου, είναι επικίνδυνο δεν το καταλαβαίνεις;» έκανα άλλη μια απελπισμένη προσπάθεια και μόλις αντίκρισε την ειλικρίνεια στα μάτια μου για λίγο πάγωσε.

«Γιατί δεν με θέλεις;» ρώτησε αναπάντεχα με παράπονο και χαμογέλασα θλιμμένα. Αν ήξερες πόσο κόπο κάνω για να συγκρατηθώ τότε σίγουρα θα μου ορμούσες πάλι. «Με το που με κοιτάς στα μάτια νιώθω να καίγομαι. Πιασε την καρδιά μου να δεις πως χτυπάει» συνέχισε απελπισμένα ενώ πιάνοντας το χέρι μου το έβαλε να ακουμπήσει πάνω στο στήθος της και με έκανε να πνίξω το βογκητό μου πριν καταφέρει να εξωτερικευτεί αλλά εκείνη δεν σταμάτησε εκεί. «Νιώσε το δέρμα μου πως καίγεται» συμπλήρωσε ενώ παρότρυνε το χέρι μου να ακουμπήσει στον γυμνό της λαιμό. «Δεν μπορεί να είμαι τόσο κρύα, δεν μπορεί» κατέληξε με απελπισία και έμεινα σοκαρισμένος να την κοιτώ.

«Κρύα; Εσύ; Ποιος σου λέει αυτές τις αηδίες;» αναφώνησα χωρίς να είμαι ικανός να χωνέψω ότι πραγματικά το πίστευε!

Τα μάτια της πάγωσαν από έκπληξη η ανάσα της άρχισε να βγαίνει τρεμάμενα με τα χνώτα της να δημιουργούν ένα πύρινο σύννεφο θολώνοντας το είδωλο της και καθώς το σώμα της άρχισε να τρέμει με τα χείλια της να μελανιάζουν από το κρύο ένιωσα ότι έπρεπε να κάνω κάτι περισσότερο για να την προστατέψω από την βροχή αλλά περισσότερο από τον ίδιο της τον εαυτό.

«Δεν είσαι κρύα...» ξεκίνησα αλλά δεν με άφησε να συνεχίσω.

«Τότε γιατί δεν με θες;» ρώτησε ξανά με περισσότερο πείσμα.

«Γιατί είσαι μεθυσμένη και δεν ξέρεις τι κάνεις» της απάντησα με το ίδιο πείσμα και αυτό είδα για λίγο να την κάνει να το σκεφτεί καλύτερα.

«Δεν πιστεύεις ότι είμαι κρύα;» ρώτησε πνιγμένα και γέλασα μέσα από τον αναστεναγμό μου χωρίς να είμαι ικανός να το συγκρατήσω.

«Είμαι σίγουρος ότι είσαι ηφαίστειο και αν θες να σου το αποδείξω έλα ξανά αύριο αλλά φρόντισε να είσαι ξεμέθυστη όταν θα έρθω να σε βρω» δεν απάντησε. Χάθηκε μέσα στο δικό της κόσμο και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το κορμί της έμοιαζε να το σκέφτεται πιο σκληρά.

Χωρίς να το σκεφτώ, έβγαλα το μπουφάν μου και το πέρασα γύρω από τους ώμους της και αυτό την έκανε για λίγο να ξαφνιαστεί.

«Έλα να σε πάω στην φίλη σου να σε γυρίσει σπίτι πριν κρυώσεις» της είπα πιο ήρεμα και τότε άρχισε πάλι να αντιδρά.

«Όχι δεν θέλω να γυρίσω πίσω» είπε πεισματικά στυλώνοντας τα πόδια της στο πάτωμα και με έκανε να την κοιτάξω με περιέργεια.

«Δεν μπορείς όμως να μείνεις και εδώ, αν δεν αλλάξεις σύντομα σίγουρα θα την αρπάξεις για τα καλά» για λίγο με κοίταξε σαν να ήμουν κάποιο άλιεν αλλά δεν μου έκανε εντύπωση, το είχα συνηθίσει αυτό βλέμμα όμως μόλις το σκέφτηκε ξανά συνέχισε στο ίδιο μοτίβο.

«Όχι δεν γυρίζω πίσω» δήλωσε και με έφερε σε μεγαλύτερη αμηχανία καθώς δεν μου πήγαινε η καρδιά να την αφήσω εδώ.

«Μένω πιο πάνω αν θες να έρθεις μέχρι να ηρεμήσεις δεν έχω πρόβλημα...» σε αυτή μου την δήλωση τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη και ενθουσιασμό. «Αλλά» τόνισα. «Θα μου υποσχεθείς ότι θα κάτσεις φρόνημα» συνέχισα και δαγκώνοντας τα χείλια της κατένευσε γρήγορα κοιτώντας με σαν μικρό παιδί που μόλις κάποιος το είχε μαλώσει και ειλικρινά δεν ήξερα πως να συγκρατηθώ για να μην γελάσω πάλι για να μην την κάνω να νιώσει άσχημα. «Από δω» της είπα τέλος και συγκρατώντας την από τους ώμους την οδήγησα προς το κτήριο που ήταν το σπίτι μου.

Στην αρχή την παρότρυνα να τρέξει για να μπορέσουμε να προφυλαχτούμε από την βροχή αλλά λίγο τα τακούνια της, λίγο η ελλιπής της ισορροπία από το ποτό, είδα ότι αυτό δεν ήταν εφικτό και προκειμένου να μην πέσει και χτυπήσει πουθενά τελικά αποφάσισα να την πάρω στα χέρια. Από το ξάφνιασμα έβγαλε μια κραυγούλα άλλα μόλις με κοίταξε στα μάτια αμέσως σιώπησε και έκρυψε το κεφάλι της μέσα στο λαιμό μου. Πρέπει να το παραδεχτώ ότι ήταν μια πολύ κακή ιδέα αλλά τι άλλες επιλογές είχα; Με την καυτή της ανάσα να κάνει το δέρμα μου να ανατριχιάζει ολόκληρο έτρεχα όσο πιο γρήγορα μπορούσα αλλά μόλις έφτασα στην ασφάλεια του κτηρίου και μείωσα τον παλμό μου τα χείλια της αμέσως άρχισαν να με πιπιλίζουν και ένιωσα έτοιμος να εκραγώ.

«Νόμιζα ότι είχαμε κάνει μια συμφωνία» είπα πνιχτά μέσα από το βογκητό μου και τα χέρια της σφίχτηκαν περισσότερο απάνω μου ενώ τα χείλια της ανηφόριζαν προς το πιγούνι μου και δεν είχα ιδέα πως να συγκρατηθώ. «Μπέλλα» αναφώνησα μέσα από τα δόντια μου ενώ την άφηνα να πατήσει ξανά στα πόδια της και το πληγωμένο της μουτράκι με έκανε να χάσω κάθε επαφή με το περιβάλλον.

«Που να με πάρει» φώναξα με αγανάκτηση και χωρίς να έχω άλλες αντοχές την συγκράτησα απάνω μου ενώ τα χείλια μου βρέθηκα σε αναζήτηση των δικών της χειλιών και εκείνη αμέσως μου ανταποκρίθηκε. «Είσαι δαίμονας» την κατηγόρησα σκληρά αλλά εκείνη δεν έμοιαζε να το καταλαβαίνει και καθώς παρασύρθηκα από την φλόγα της άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο πια να το χαρεί.

Τα χείλια μας είχαν πάρει φωτιά, οι γλώσσες μας είχαν γίνει ένα και τα κορμιά μας κολασμένα επιζητούσαν περισσότερα αλλά έχοντας στο μυαλό μου το που βρισκόμασταν έπρεπε να την σταματήσω τώρα πριν να ήταν αργά. Την στιγμή που διέκοψα το φιλί μας και απομάκρυνα με δυσκολία το σώμα μου από το δικό της έβαλα τα δάχτυλα μου γρήγορα πάνω στα χείλια της πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί και πείρα μερικές ανάσες πριν καταφέρω ξανά να μιλήσω.

«Είναι καλύτερα να πάμε πάνω» της είπα με νόημα και αφού κοίταξε για λίγο γύρω της και κατάλαβε που βρισκόμασταν κατένευσε ανασαίνοντας γρήγορα.

Βλέποντας ότι δεν είχε πάλι καμία πρόθεση να μου ορμίσει, ίσιωσα το κορμί μου και παίρνοντας την από το χέρι την οδήγησα προς το ασανσέρ. Εκείνη δεν σταμάταγε να με κοιτάει αλλά εγώ δεν άντεχα να ανταποδώσω το βλέμμα της. Ήταν τόσο καυτό που ένιωθα ότι αν τολμούσα να το κοιτάξω ξανά θα ξεχνούσα που βρίσκομαι και αυτήν την φορά δεν θα κατάφερνα να συγκρατηθώ. Με το που μπήκαμε μέσα στο ασανσέρ, πριν ακόμα η πόρτα προλάβει να κλείσει, εκείνη δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη και μπαίνοντας ξανά μπροστά μου τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και συνέχισε το φιλί μας ακριβώς από εκεί που το είχαμε αφήσει. Αυτήν την φορά δεν είχα το σθένος να την φρενάρω και ανασηκώνοντας την απάνω μου, γύρισα το σώμα μου ώστε να την στηρίξω πάνω στον τοίχο του ασανσέρ.

Ο ενθουσιασμός της ήταν τόσο μεγάλος που άφησε τα χείλια μου για να μπορέσει να εξωτερικεύσει το βογκητό πριν την πνίξει τελείως και βρίσκοντας την ευκαιρία άρχισα να γεύομαι την επιδερμίδα της διψασμένα. Ήτα τόσο βελούδινη, τόσο γευστική που έκανε κάθε πόρο του κορμιού μου να ουρλιάζει από την επιθυμία και τα χέρια μου δεν άντεχαν άλλο να μένουν αμέτοχα. Σχίζοντας το καλσόν της όπως όπως, διείσδυσαν πιο βαθιά για να νιώσουν την καυτή της επιδερμίδα και μόλις βρήκαν το μοναδικό αραχνοΰφαντο ύφασμα που τα χώριζε από την υγρή και καυτή της σάρκα το έκαναν κομμάτια και η κραυγή της με έκανε να τρελαθώ.

«Δεν αντέχω άλλο» την άκουσα να λέει και εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν είχαμε φτάσει καν ακόμα στο σπίτι και με όση δύναμη μου είχε απομείνει χωρίς να σταματώ να την κρατώ απάνω μου ή να την φιλώ, πάτησα στα τυφλά τον όροφο μου και την ανάγκασα να με κοιτάξει.

«Βοήθησε με για να φτάσουμε σπίτι, δεν έχω άλλες αντοχές» παρακάλεσα αλλά σιγά μην μου έκανε την χάρη. Κατεβαίνοντας από την αγκαλιά μου, με γύρισε προς το τοίχο και αφού κόλλησε ξανά τα χείλια της στα δικά μου, έβαλε τα χέρια της κατευθείαν εκεί που την είχα περισσότερο ανάγκη και άρχισε να με ξεκουμπώνει.

«Μπέλλα είμαστε στο ασανσερ» αναφώνησα με την ανάσα μου να κόβεται στην μέση αλλά ούτε καν αυτό την ένοιαξε. Ούτε φυσικά και εμένα αλλά δεν μπορούσα να την αφήσω να συνεχίσει... ή ίσως μπορούσα;

Μόλις ένιωσα τα χείλια της να κυκλώνουν τον αντρισμό μου και να τον υγραίνουν με την καυτή της γλωσσίτσα τα ξέχασα όλα και βάζοντας τα χέρια μου πάνω στα μαλλιά της την παρότρυνα να συνεχίσει με τα αγκομαχητά μου να καλύπτουν τα δικά της. Ήταν σκέτη πυρκαγιά, μια λαίλαπα που με έκαψε τελείως και δεν ήξερα τι ήταν καλύτερο ότι το επιβεβαίωνα ή ότι δεν θα είχε συνέχεια γιατί σίγουρα όταν θα ξυπνούσε και θα συνειδητοποιούσε τις πράξεις της τότε σίγουρα θα με μισούσε για πάντα.

Μόλις ένιωσα να φτάνω στα όρια μου, την ανάγκασα να σηκωθεί ξανά στα πόδια της και ξεκλειδώνοντας την πόρτα του ασανσερ με μεγάλο κόπο άνοιξα την πόρτα. Παίρνοντας την στην αγκαλιά μου μπήκα μέσα στο διαμέρισμα μου και την πήγα κατευθείαν πάνω στο στρώμα που είχα στο πάτωμα που το χρησιμοποιούσα για κρεβάτι χωρίς να σταματώ να την φιλώ.

Με τα φιλιά μας να εκφράζουν όλο το πάθος που μας είχε κατακλύσει τα χέρια μας γρήγορα πάλευαν να ξεφορτωθούν κάθε ίχνος υφάσματος που ήταν εμπόδιο στο να ενωθούν χωρίς να σκεφτούν τις συνέπειες, σχίζοντας και διαλύοντας τα τελείως στο πέρασμα τους. Νιώθοντας την καυτή της σάρκα να είναι τόσο υγρή και τόσο έτοιμη για μένα όμως δεν είχα άλλες αντοχές να μείνω μακριά της και ανασηκώνοντας την φούστα της πιο πάνω εισχώρησα μέσα της μέχρι το τέρμα και άφησα την ανάσα μου να βγει από μέσα μου μαζί με το βογκητό μου. Ήταν τόσο τέλεια, και η ένωση μας τόσο ταιριαστή που με έκανε να νιώσω ότι είχε πλαστεί μόνο για μένα.

«Μην σταματάς» ικέτεψε με δάκρυα στα μάτια τεντώνοντας το κορμί της εκφράζοντας τον οργασμό που την είχε συνεπάρει και δεν ήθελα τίποτα άλλο για να συνεχίσω.

Με τα κορμιά μας ενωμένα να ξεσπούν, τα χείλια μας να παλεύουν να ξεδιψάσουν και τις καρδιές μας να χτυπούν σε ξέφρενους ρυθμούς δεν κρατήσαμε τίποτα για τον εαυτό μας και η ανταμοιβή που πήραμε ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που θα περιμέναμε να νιώσουμε. Η απόλυτη ηδονή, η απόλυτη ένωση, το απόλυτο ξεσήκωμα των αισθήσεων που καθώς η λύτρωση ήταν κοντά όλη η έμπνευση και η δημιουργικότητα βγήκε ξανά στην επιφάνεια ξαφνιάζοντας με σε μεγάλο βαθμό κάνοντας με να νιώσω πιο ζωντανός από ποτέ.

Μέχρι η ανάσα μου να βρει και πάλι τους φυσιολογικούς της ρυθμούς την είχε πάρει ο ύπνος στην αγκαλιά μου και ένιωσα τόσο περίεργα με αυτό που δεν είχα κουράγιο ούτε να το αναλύσω. Αφήνοντας την απαλά πάνω στο στρώμα, σηκώθηκα απάνω και βάζοντας ξανά το μποξεράκι μου, άναψα την μοναδική λάμπα που είχα μέσα στο διαμέρισμα μου που ήταν μπροστά από το καβαλέτο μου ψάχνοντας για τα τσιγάρα μου. Την στιγμή που τα βρήκα έβαλα ένα στο στόμα και μόλις άνοιξα τον αναπτήρα μου η ματιά μου έπεσε απάνω της. Ήταν τόσο ήρεμη, τόσο πλήρης που όλο της το σώμα ακτινοβολούσε σε τέτοιο βαθμό που ένιωσα την ματιά μου να θαμπώνεται και χωρίς να μπορώ να αντισταθώ, για το υπόλοιπο της βράδια έμεινα μπροστά από τον άδειο μου καμβά και άρχισα να τον γεμίζω με χρώματα. Τα δικά της χρώματα, τα χρώματα του έρωτα.



4 σχόλια:

€l!n@ είπε...

μηπως ο ορισμος του χρωματος να μπαινει μετα τον τιτλο χρυσανθη;;;

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

και εγώ το σκέφτηκα στην αρχή αλλά μετά μου φάνηκε ότι δεν θα ταίριαζε... το διορθώνω ;)

natalie είπε...

Χρυσάνθη έχεις τον ορισμό όλων των χρωμάτων; Αν ναι θα μπορούσες να μου τους στείλεις ή γίνεται να μου στείλεις κάποιο λινκ με τους ορισμούς , νομίζω θα το χρειαστώ... χεχε...

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

http://www.reikicenter.gr/gr/aura-soma-greece/avra-soma-colors.html#magenta

ESCAPE POLH FANTASMA