Εμπνέει μια πιο
παθιασμένη, παιχνιδιάρικη και αισθησιακή αγάπη. Αποπνέει ζεστασιά, ευτυχία και
αγάπη για τη ζωή.
Εντουαρτ
Η
ματιά της με έτρωγε κάνοντας το κορμί μου να αντιδράει, όχι ότι χρειαζόταν και
πολύ μιας και κάθε πόρος του κορμιού γίνονταν στάχτη από την παρουσία της μέσα
στον χώρο μου, εξάπτοντας την φαντασία μου σε τέτοιο βαθμό που με έκανε να
απορώ με τον εαυτό μου πως μπορούσα να στέκομαι τόσο κοντά της και να μην την
ακουμπώ. Δεδομένου όμως της κατάστασης βρισκόταν δεν ήθελα να κάνω τα πράγματα
χειρότερα και έτσι μόλις βρήκα την ευκαιρία προσπάθησα να απασχολήσω το μυαλό
μου με άλλα πράγματα όπως το να κάνω το μπάνιο μου κατάλληλο για να το
επισκεφτεί κάποιος. Ήδη είχα γίνει ρεζίλι με το πως ήταν το υπόλοιπο σπίτι, δεν
μπορούσα να την αφήσω να μπει μέσα στο μπάνιο - που σίγουρα θα το χρειαζόταν
κάποια στιγμή – και να το βρει στην ίδια κατάσταση.
Στην
σκέψη και μόνο ότι σε λίγο θα ήταν εκείνη μέσα σε αυτόν τον μικρό χώρο, γυμνή
να αγγίζει το σώμα της καθαρίζοντας το, αφήνοντας το νερό να ξεπλύνει τα φιλιά
και τα χάδια μου από την επιδερμίδα της με έκανε να εκραγώ και παρατώντας τα
μπήκα μέσα στο ντουζ και έβαλα το κρύο νερό να πέσει πάνω στο φλεγόμενο μου
κορμί με ορμή. Δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, ήμουν τόσο αναμμένος που ακόμα και
το νερό αυτήν την στιγμή το ένιωθα απάνω μου σαν την βροχή που μας μαστίγωνε
εχθές το βράδυ την στιγμή που την είχα στην αγκαλιά μου, που τα χείλια της ήταν
πάνω στο δέρμα μου πιπιλίζοντας το, καίγοντας το, κάνοντας τον να ξεπερνάει
κάθε του όριο.
Μπορούσα
να νιώσω το πάθος μέσα μου να με μεταμορφώνει σε ένα πλάσμα που δεν αναγνώριζα.
Τα μάτια μου τρελαμένα διψούσαν για κάθε εκατοστό του κορμιού της, τα χείλη μου
φλέγονταν από επιθυμία να αγγίξουν τα δικά της και τα χέρια μου πάλλονταν από
την ανάγκη να γαντζωθούν πάνω της, μέσα της, να κρατήσουν την ψυχή της στις
παλάμες τους και να την αιχμαλωτίσουν για πάντα. Η μορφή που έβλεπα να
αντανακλάται στις σταγόνες του νερού καθώς σέρνονταν πάνω στα πλακάκια του
μπάνιου ήταν ενός άνδρα γεμάτου απόγνωση, ενός άνδρα που έχει βιώσει τον
παράδεισο αλλά αναγκάζεται να τον εγκαταλείψει. Έτσι άραγε να ένιωσε ο Αδάμ;
Η
τρομοκρατημένη της κραυγή με έβγαλε απότομα από τις σκέψεις μου και κλείνοντας
το νερό έκανα την κίνηση να τρέξω κοντά της αλλά εκείνη με πρόλαβε. Ανοίγοντας
την πόρτα έπεσε απάνω μου και μάλιστα χωρίς να φοράει το σεντόνι που
κάλυπτε τα στητά της στηθάκια που δεν έβλεπα την ώρα να ρουφήξω ξανά και με
έκανε να βογκήξω από απελπισία. Ακούγοντας την επόμενη της κραυγή και βλέποντας
το τρέμουλο της αμέσως προσγειώθηκα στην πραγματικότητα και έσπευσα να δω τι
είχε συμβεί.
«Τι
έπαθες, τι συμβαίνει;» την ρώτησα με αγωνία πιάνοντας την από τα μπράτσα για να
την απομακρύνω για λίγο από πάνω μου πριν κάνω τίποτα που θα την τρόμαζε περισσότερο
αλλά εκείνη βλέποντας με πάγωσε στην θέση της και άρχισε πάλι να με τρώει με
την ματιά της.
Ήμουν
τελείως εκτεθειμένος μπροστά της και μάλιστα σε πλήρη στύση και για λίγο έμεινα
χωρίς ανάσα περιμένοντας τις αντιδράσεις της. Όλο το πάθος της από την χθεσινή
μας βραδιά με χτύπησε σαν κεραυνός κατάστηθα κάνοντας την ανάσα μου να πνίγεται
μέσα μου τόσο που δεν είχα ιδέα τι άλλο να κάνω για να το τιθασεύσω. Αλλά
έπρεπε να συγκεντρωθώ και μάλιστα επείγοντως αλλά πως μπορούσα να το κάνω με
τις θηλές της μπροστά στα μάτια μου να ορθώνονται και να σκληραίνουν από την
αναστάτωση που ήταν ξεκάθαρο ότι ένιωσε μέσα της;;; Γαμώτο. Καθώς έβλεπα ότι
εκείνη χωρίς ανάσα συνέχιζε να με μαστιγώνει με το βλέμμα της κάνοντας την
ατμόσφαιρα πιο ηλεκτρισμένη από όσο ήδη ήταν δεν άντεξα άλλο και την ρώτησα
ξανά πριν αποτρελαθώ τελείως και γκρεμίσω όλη την εμπιστοσύνη που είχαμε χτίσει
μέχρι στιγμής.
«Μπέλλα,
τι συμβαίνει;» ρώτησα πιο επιτακτικά με την αγωνία να διαγράφετε στο πρόσωπο
μου και αυτό έδειξε να την συνεφέρει και παίρνοντας μια τρεμάμενη ανάσα
επιτέλους μίλησε ξανά.
«Εί-
ει-δα μια κατσαρίδα» τραύλισε με τα μαγουλάκια της να βάφονται στο πιο βαθύ
κόκκινο που υπήρχε και δαγκώνοντας τα χείλια μου με μανία δεν είχα ιδέα πως να
συγκρατήσω τον εαυτό μου πριν εκείνος ξεσπάσει.
«Μην
γελάς αλήθεια σου λέω, ήταν μια τεράστια κατσαρίδα πάνω στον μπάγκο της
κουζίνας, τόσο μεγάλη» αναφώνησε απελπισμένα και παλεύοντας για λίγο αέρα
κατένευσα χωρίς να είμαι ικανός να της απαντήσω αμέσως.
«Μείνε
εδώ και θα το φροντίσω» κατάφερα τελικά να της πω και πιάνοντας μια πετσέτα που
βρήκα μπροστά μου την τύλιξα γύρω από τους γοφούς μου και βγήκα έξω όσο πιο
γρήγορα μπορούσα πριν εξοστρακιστώ τελείως γιατί το έβλεπα, δεν θα την έβγαζα
καθαρή. Αυτή η γυναίκα είχε έρθει να με αποτελειώσει όχι ότι δεν το είχε κάνει
ήδη αλλά λέμε τώρα.
Φτάνοντας
μπροστά από τον νεροχύτη, η εικόνα που αντίκρισα ήταν αρκετή για να με
ξενερώσει κάπως και παλεύοντας να αποτελειώσω την κατσαρίδα που είχε τρυπώσει
δεν ξέρω και εγώ από που για λίγο κατάφερα να επανέλθω στο παρόν. Πως σκατά
άφησα την κατάσταση να εξελιχθεί έτσι; Αυτή η έκθεση με έχει αποδιοργανώσει σε
τέτοιο βαθμό που δεν το πιστεύω ούτε ο ίδιος ότι το σπίτι μου αλλά και
περισσότερο η ζωή μου έχει γίνει τόσο χάλια.
Η
ματιά της που έκαιγε την πλάτη μου, έκανε όλο το σώμα μου να ανατριχιάσει και
κρατώντας την ανάσα μου προσπάθησα να ανασυγκροτηθώ πριν γυρίσω προς το μέρος
της αλλά δεν είχε και μεγάλα αποτελέσματα. Ο οργανισμός μου την είχε τόσο
ανάγκη που δεν είχε άλλα περιθώρια να συγκρατηθεί, ο ανδρισμός μου ήταν τόσο καυλωμένος
που ήδη είχε αρχίσει να με πονάει και παρατώντας τα γύρισα προς την μεριά της
για να την απολαύσω για άλλη μια φορά αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις. Μόλις
κατάλαβε ότι την έπιασα να με ζαχαρώνει, δαγκώνοντας τα χείλια της αποτράβηξε
το βλέμμα της γρήγορα από πάνω μου κοιτώντας οπουδήποτε αλλού εκτός προς το
μέρος μου και δεν είχα ιδέα πως κατάφερα να συγκρατήσω το βογκητό που
γαργαλούσε τον ουρανίσκο μου.
«Μα
πως μπορείς να ζεις σε αυτήν την κατάσταση;» είπε γρήγορα – ήμουν σίγουρος –
περισσότερο για να καταφέρει να αποσπάσει τις σκέψεις της παρά για να μου την
πει και το επόμενο γελάκι που μου ξέφυγε ήταν αδύνατον να το συγκρατήσω.
«Έχεις
ακούσει αυτό που λένε ότι οι κατσαρίδες θα είναι οι μόνες που θα επιβιώσουν;»
την ρώτησα πειράζοντας την και η ματιά της γύρισε ξανά προς το μέρος μου
ξαφνιασμένη με τα φρυδάκια της να σμίγουν με περιέργεια. Ήταν φανερό ότι δεν το
είχε πιάσει και έτσι συνέχισα στον ίδιο τόνο. «Ε, εγώ της αφήνω να μου δείξουν
τον τρόπο» κατέληξα και πάλεψε σκληρά να καταλάβει αν την δουλεύω ή όχι οπότε
είπα να την βγάλω από τον κόπο. «Μάλλον δεν πιάνει πια αυτή η δικαιολογία»
σχολίασα γελώντας και το βλέμμα της γύρισε σε αγανάκτηση. «Συγνώμη γι αυτό,
προσπάθησα να τα μαζέψω όσο κοιμόσουν αλλά η κάθε μου κίνηση σε έκανε να βογκάς
και όχι με την καλή έννοια και τα παράτησα» απολογήθηκα τελικά με όλα τα μέλη
του κορμιού μου να ουρλιάζουν από την απόσταση που είχαμε μεταξύ μας αλλά δεν
έκανα την κίνηση να την πλησιάσω γιατί ήξερα ότι αυτό θα ήταν το τελειωτικό μου
χτύπημα και σίγουρα αν το έκανα τότε δεν θα μπορούσα να συγκρατήσω τον εαυτό
μου με τίποτα.
«Μα
θα πάθεις τίποτα έτσι στο τέλος» είπε εκείνη με αηδία κοιτώντας ξανά γύρω της
χωρίς να έχει το κουράγιο να με κοιτάξει. Ήταν τόσο εμφανές το πόσο με ήθελε
γιατί έμενε τόσο πεισματικά μακριά μου;
«Αν
πω ότι δεν είμαι συνήθως έτσι το σώζω καθόλου;» ρώτησα απολογητικά και αφού
ξεφύσησε ξύνοντας νευρικά το κεφάλι της ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα.
«Κατάφερες να μιλήσεις με την φίλη σου τελικά;» ρώτησα αλλάζοντας κουβέντα και
εκείνη μόλις το θυμήθηκε γούρλωσε τα μάτια της από την έκπληξη.
«Η
Άλις» αναφώνησε και έτρεξε προς την καρέκλα που καθόταν πριν και μόλις έσκυψε
να πιάσει το κινητό που είχε πέσει και είχε ανοίξει στα δύο πάνω στο σεντόνι
που πριν τύλιγε το κορμί της πάγωσε και κοίταξε προς το γυμνό της κορμί.
«Γαμώτο»
έβρισε ενώ πάλευε να καλύψει τα γυμνά της στήθη που προφανώς δεν είχε καταλάβει
τόση ώρα ότι ήταν εκτεθειμένα μπροστά στα μάτια μου. «Τι έχω πάθει πια;»
συνέχισε απελπισμένα προς τον εαυτό της καθώς τύλιγε ξανά το σεντόνι γύρω της
και μόλις πήρε στα χέρια της το κινητό και διαπίστωσε τι ζημιά του είχε
προκαλέσει τότε έγινε χειρότερα.
«Όχι,
όχι, όχι, πως το έκανα αυτό, την τύχη μου μέσα» ξεσπούσε απελπισμένα και χωρίς
να έχω άλλες αντοχές, έσβησα την απόσταση που μας χώριζε και γονατίζοντας δίπλα
της έπιασα τα χέρια της που πάλευαν να διορθώσουν την ζημιά που είχε
προκαλέσει.
«Μπέλλα,
Μπέλλα...» προσπάθησα να την σταματήσω και αναπήδησε αλλά δεν την άφησα να
κουνηθεί σπιθαμή.
«Συγνώμη,
δεν ήθελα...» προσπάθησε να απολογηθεί αλλά δεν την άφησα να συνεχίσει.
«Δεν
έγινε τίποτα, το παθαίνει συχνά, να δες...» της είπα ενώ παράλληλα παίρνοντας
το στα χέρια μου το κούμπωσα ξανά γρήγορα και της το έδειξα με εκείνη να το
κοιτάει έκπληκτη χωρίς να μπορεί να πει κάτι. «Θα το ανοίξω και θα μπορέσεις να
της μιλήσεις ξανά εντάξει;» ρώτησα πιο ήρεμα και με μάτια που πεισματικά
προσπαθούσαν να μην ξεχειλίσουν έσμιξε τα χείλια της με δύναμη και κατένευσε
νευρικά προσπαθώντας πολύ σκληρά να παραμείνει ο εαυτός της πριν καταρρεύσει.
Ήταν φανερό ότι ήταν τελείως έξω από τα νερά της και ότι πάλευε πολύ σκληρά να
καταφέρει να μην ξεσπάσει και δεν είχα ιδέα πως κρατήθηκα για να μην την κλείσω
μέσα στην αγκαλιά μου για να την παρηγορήσω.
«Έλα»
της είπα ενώ την παρότρυνα να σηκωθεί στηρίζοντας την από τους ώμους της και σχεδόν
αυτόματα με άφησε να την καθοδηγήσω.
Αφήνοντας
την πάνω στο στρώμα που είχα για κρεβάτι πήρα την άκρη του φορτιστή και
προσπάθησα να κάνω το κινητό μου να δουλέψει και πάλι. Όταν τα κατάφερα δεν
πρόλαβα να της το δώσω και εκείνο άρχισε να χτυπάει. Είχα την υποψία ότι θα
ήταν η φίλη της που σίγουρα θα είχε πεθάνει από τον φόβο της αλλά δεν μπορούσα
κιόλας να μην το σηκώσω.
«Έντουαρτ
Μέισεν, παρακαλώ;» απάντησα περισσότερο για να ξέρει η Μπέλλα με ποιον ήταν
παρά γιατί το συνήθιζα και η φίλη της για λίγο πάγωσε πριν απαντήσει.
«Εεεε,
πριν μιλούσα με μια κοπέλα...» ξεκίνησε τελείως αποπροσανατολισμένα.
«Είσαι
η φίλη της Μπέλλας;» ρώτησα διακόπτοντας την για να την βγάλω από την δύσκολη
θέση και πήρε τα πάνω της.
«Εσύ
είσαι ο περίεργος τύπος από το μπαρ εχθές το βράδυ;» με κατηγόρησε με την φωνή
της και συγκρατήθηκα πριν της απαντήσω καταλλήλως.
«Ναι,
θες την Μπέλλα;» ρώτησα υπομονετικά.
«Που
την έχεις; Τι της έκανες; Αν της πειράξεις έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά
της....» άρχισε να ξεσπά και δεν άντεξα άλλο να κρατηθώ ψύχραιμος ιδίως από την
απόγνωση που έβλεπα στην ματιά της Μπέλλας καθώς έκλεινε το κεφάλι της μέσα στα
δύο της χέρια.
«Ωπα,
ωπα, για αρχή πάρ’ το αλλιώς γιατί δεν το έχω σε τίποτα να σου το κλείσω στην
μούρη και δεύτερον χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου γιατί αλλιώς δεν θα σου την
δώσω να της μιλήσεις» απείλησα και αυτό φάνηκε να την φρενάρει.
«Που
είναι; Είναι καλά;» συμπλήρωσε τώρα με αγωνία στην φωνή της.
«Έχει
τρομερό πονοκέφαλο και από όσο μπορώ να δω εσύ της τον κάνεις χειρότερα γι αυτό
χαλάρωσε» της προειδοποίησα και η Μπέλλα με αυτά τα λόγια μου πήρε μια ψύχραιμη
ανάσα και έτεινε το χέρι της μπροστά.
«Δώσε
μου να της μιλήσω εγώ αλλιώς δεν θα ησυχάσει» είπε με βαριά φωνή τρομερά
καταβεβλημένη και κατένευσα την στιγμή που η φίλη της καθώς άκουσε την φωνή της
σιώπησε αλλά δεν της το έδωσα πριν πω τον τελευταίο λόγο.
«Σου
την δίνω αλλά κανόνισε να την κάνεις χειρότερα» την προειδοποίησα και η Μπέλλα
με κοίταξε σαν να κοίταζε κάποιο Άλιεν αλλά δεν το σχολίασα.
«Θα
σας αφήσω να τα πείτε με την ησυχία σας αλλά αν σε ακούσω να ωρύεσαι δεν σου
εγγυώμαι ότι δεν θα επέμβω» της είπα σοβαρά και έσμιξε τα φρύδια της καθώς
έπαιρνε το κινητό ξανά στα χέρια της ενώ η ματιά της με ακολουθούσε την στιγμή
που πήγαινα ξανά προς το μπάνιο.
«Εεεε...»
με σταμάτησε την στιγμή που άνοιξα την πόρτα και γύρισα προς το μέρος της.
«Έντουαρτ»
συμπλήρωσα και ένευσε θετικά.
«Θα
χρειαστώ την διεύθυνση σου» είπε τελικά και αφού κοίταξα γύρω μου για να κανένα
στυλό μόλις είδα έναν πάνω στο τραπεζάκι που είχα δίπλα από το καβαλέτο μου,
πήρα ένα από τα μπλοκ που είχα χύμα στο πάτωμα, βρίσκοντας μια κενή σελίδα,
έγραψα απάνω την διεύθυνση μου και πήγα ξανά κοντά της.
«Είναι
δύο στενά πιο πάνω από το μπαρ, δεν θα δυσκολευτεί να το βρει» της είπα και
χωρίς να σταματά να με κοιτά παγωμένα, με το κινητό ακόμα στο χέρι να στέκει
μετέωρο, το άφησα πάνω στο ελεύθερο της χέρι και γύρισα ξανά στο μπάνιο για να
της αφήσω λίγο χώρο να μιλήσει ανενόχλητη.
Όσο
τελείωνα το ντουζ μου, δεν άκουγα τι λέγανε και ούτε είχα σκοπό να την
κατασκοπεύσω, όμως όταν έκλεισα το νερό και άρχισα να σκουπίζομαι όσο
αδιάκριτος και να μην ήθελα να είμαι δεν μπορούσε να μου διαφύγει η απελπισία
στην φωνή της.
«Μαμάααα»
την άκουσα λέει με απόγνωση και έκανε μια παύση. «Όχι δεν θα κάνεις τίποτα, σου
είπα μόλις μου περάσει το κεφάλι μου θα πάρω ένα ταξί και θα έρθω» άλλη μια
παύση. «Να αφήσεις την Άλις ήσυχη δεν σου φταίει σε.... Μαμαααα» φώναξε και
μουγκρίζοντας έκανε άλλη μια παύση πριν συμπληρώσει. «Άστο διάολο πια, άστο
διάολοοο»
Για
λίγο δεν ήμουν σίγουρος για το τι έπρεπε να κάνω αλλά μόλις την άκουσα να σπάει
κάτι πάνω στο τελευταία της βρισιά πήρα την απόφαση να πάω να την δω και
βάζοντας την πετσέτα γύρω από τους γοφούς μου άνοιξα την πόρτα και μόλις με
είδε κοκάλωσε από την έκπληξη και γύρισε αυτόματα την ματιά της προς το κινητό
που ήταν στο πάτωμα διαλυμένο και μετά πάλι προς την μεριά μου τρομοκρατημένα.
«Συ-συγνώμη,
σου υπόσχομαι ότι θα σου το αντικαταστήσω....» ξεκίνησε να λέει ενώ άρχισε να
μαζεύει τα κομμάτια του και πηγαίνοντας κοντά της προσπάθησα να την σταματήσω.
«Μπέλλα,
χαλάρωσε δεν έγινε τίποτα» είπα γρήγορα προκειμένου να την ηρεμήσω αλλά αυτό
φάνηκε να την κάνει χειρότερα.
«Συγνώμη,
συγνώμη δεν ξέρω τι με έχει πιάσει...»
«Μπέλλα,
σε παρακαλώ ηρέμησε, είναι μόνο μια συσκευή δεν χάλασε ο κόσμος» της είπα ήρεμα
ενώ της κράταγα τα χέρια και κλείνοντας τα μάτια άρχισε να παίρνει μερικές
ανάσες προκειμένου να ηρεμήσει πριν μιλήσει ξανά.
«Θα
με έχεις περάσει για τρελή» είπε με παράπονο και χωρίς να αντέχω άλλο βάζοντας
το ένα μου χέρι πάνω στο μάγουλο της την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Και
οι ποιο δυνατοί κάποια στιγμή λυγίζουν Μπέλλα, μην αισθάνεσαι άσχημα γι αυτό.
Περνάς μια δύσκολη κατάσταση μην την αφήνεις να σε πάρει από κάτω, μόλις
καταφέρεις να ηρεμήσεις θα βρεις ξανά τον εαυτό σου και όλα θα πάνε καλά» της
είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα αλλά εκείνη σμίγοντας τα χείλια της πεισματικά
άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά κοιτώντας οπουδήποτε αλλού εκτός από
τα μάτια μου.
«Τα
έχω κάνει σκατά» είπε περισσότερο στον εαυτό της παρά σε μένα και πιάνοντας το
πρόσωπο της και με τα δύο μου χέρια την ανάγκασα να με κοιτάξει κατάματα.
«Στον
καθένα μπορεί να συμβεί, αυτό δεν σημαίνει ότι η ζωή τελειώνει εδώ. Δεν ξέρω τι
περνάς αλλά είμαι σίγουρος ότι θα βρεις τον τρόπο να το ξεπεράσεις και να
προχωρήσεις μπροστά» της είπα με ειλικρίνεια και έσμιξε τα χείλια της με
περισσότερη δύναμη ενώ πάλευε σκληρά να κρατήσει την αξιοπρέπεια της.
«Μπορώ
να χρησιμοποιήσω το μπάνιο;» ρώτησε με δυσκολία αποφεύγοντας να απαντήσει και
ένευσα με κατανόηση ενώ σηκωνόμουν όρθιος για να της κάνω χώρο να σηκωθεί και
εκείνη έφυγε σαν σίφουνας και κλειδώθηκε στην τουαλέτα σαν κυνηγημένη ενώ εγώ
παρέμεινα για λίγο να κοιτώ την κλειστή πόρτα πίσω της χωρίς να ξέρω τι να
κάνω.
Τα
πάντα μέσα μου ήθελαν να πάνε πίσω της, να την παρηγορήσω αλλά η λογική μου
έλεγε ότι το καλύτερο ήταν να της δώσω τον χρόνο που χρειαζόταν για να μπορέσει
να βρει ξανά τις ισορροπίες της και ακούγοντας την, αφού φόρεσα ένα τζιν και
ένα μπλουζάκι, καλύπτοντας το τραπέζι με μια καθαρή πετσέτα για να μην πέσει
τίποτα στα καλυμμένα ακόμα φαγώσιμα που είχα πάρει, άρχισα να μαζεύω λίγο τον
νεροχύτη. Τελειώνοντας εκείνη δεν είχε ακόμα βγει και βάζοντας καφέ να γίνεται
στην καφετιέρα πήγα να αλλάξω τα σεντόνια και τα υπόλοιπα ρούχα που ήταν
διάσπαρτα στον χώρο ενώ πρώτα έκρυψα την σακούλα με τα σκουπίδια μέσα στην
αποθήκη που είχα δίπλα στην κουζίνα. Θα μπορούσα να τα κατεβάσω αλλά για
κάποιον λόγο δεν μπορούσα να την αφήσω μόνη ιδίως στην κατάσταση που βρισκόταν.
Στην
αρχή μάζεψα τα πράγμα σε έναν σορό μέχρι να στρώσω τα καθαρά σεντόνια αλλά όταν
πήρα μια σακούλα σκουπιδιών για να τα βάλω μέσα για να τα πάω στο πλυντήριο της
γειτονιάς μου να τα πλύνω μόλις το χέρι μου έπεσε πάνω στο σεντόνι που είχαμε
κυλιστεί εχθές μαζί πάνω σε αυτό δεν μπόρεσα να μην το φέρω κοντά στην μύτη μου
και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ρούφηξα με λαχτάρα όλο το άρωμα του πάθους της
και το άφησα να με παρασύρει. Η πόρτα άνοιξε και εκείνη με έπιασε ακριβώς την
στιγμή που το μύριζα και με άνεση γύρισα να την κοιτάξω αλλά μόλις το έκανα η
καρδία μου πάγωσε. Καλύπτοντας το γυμνό της σώμα πίσω από την πόρτα είχε μείνει
με γουρλωμένα μάτια να με κοιτά και δεν είχα ιδέα πως να κρύψω την αναστάτωση
που μου προκάλεσε και μόνο με την σκέψη της θέας που υπήρχε πίσω από εκείνη την
πόρτα που ήθελα να την σπάσω για να σταματήσει να μπαίνει ανάμεσα μας.
«Όλα
καλά;» ρώτησα με όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει γυρίζοντας την ματιά μου προς
τα άπλυτα, συνεχίζοντας να τα βάζω μέσα στην σακούλα. Στην αρχή δεν απάντησε
και όταν η ματιά μου γύρισε προς την μεριά της την είδα να αναπηδά ενώ έκλεινε
τα μάτια για να συγκεντρωθεί.
«Δεν
έχει πετσέτα» είπε τελικά και αυτό έκανε την αναστάτωση μου μεγαλύτερη. Πως θα
κατάφερνα να πάω κοντά της όταν ήξερα ότι ήταν γυμνή και βρεγμένη χωρίς να αντιδράσω;
«Θα
σου φέρω αμέσως» μουρμούρισα ενώ τελείωνα γρήγορα με τα ρούχα και καθώς
σηκώθηκα πήγα προς την ντουλάπα.
Βάζοντας
την σακούλα που κράταγα μέσα έπιασα ένα μπουρνούζι μου και μια πετσέτα
προσώπου, πήρα μια βαθιά ανάσα για να συγκρατήσω όλα μου τα ένστικτα και πήγα
κοντά της.
«Θα
σου είναι λίγο τεράστιο αλλά πιστεύω ότι θα είσαι πιο άνετη να κυκλοφορείς με
αυτό παρά με μια πετσέτα γύρω από το σώμα σου» το χαμόγελο που της ξέφυγε με
έκανε ακόμα πιο νευρικό και αυτό δεν διέφυγε της προσοχής της.
«Είσαι
πάντα τόσο περιποιητικός με όλες τις άγνωστες που καταλήγουν σπίτι σου;» με
πείραξε παίρνοντας το μπουρνούζι και την πετσέτα στα χέρια της και γέλασα
περνώντας το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου.
«Η
αλήθεια είναι ότι έχω ξεχάσει πως είναι να έχω κόσμο στο σπίτι και μάλλον το
έχω παρακάνει λίγο» απολογήθηκα και το σοκ που διαπέρασε την ματιά της δεν
διέφυγε της προσοχής μου.
«Βλέποντας
σε σίγουρα κάποιος θα μπορούσε να σε περάσει για ερημίτη» σχολίασε και γέλασα
με αυτό. «αλλά δεν πείθεις και τόσο» συμπλήρωσε με αυτοπεποίθηση και αυτό με
ανέβασε περισσότερο. Η Μπέλλα που πίστευα ότι θα γνώριζα όταν θα ξυπνούσε είχε
γυρίσει, με όλο εκείνον τον αριστοκρατικό αέρα που την χαρακτήριζε, με τη φωτιά
να αναζωπυρώνεται κάτω από το δέρμα της και αυτό την έκανε ακόμα πιο ποθητή από
πριν. Ήταν ολοφάνερο ότι είχε ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της αλλά δεν με
ξεγέλαγε, ότι και να την βασάνιζε πριν, ήταν ακόμα χαραγμένο πάνω στο κορμί
της.
«Δεν
είπα ότι απέχω από το σεξ» της γύρισα πίσω το σχόλιο της και ζάρωσε τα φρύδια
της και τα χειλάκια της με ένα παιδιάστικο τρόπο που με έκανε να θέλω να την
πιάσω αυτή την στιγμή και να την φιλήσω μέχρι να της κόψω την ανάσα αλλά
συγκρατήθηκα και προσπάθησα με μεγάλη δυσκολία να συγκεντρωθώ στα επόμενα της
λόγια.
«Μμμμ,
μάλλον απέχεις από τις σχέσεις» είπε δυνατά την διαπίστωση της.
«Μάλλον
εκείνες απέχουν από μένα» διόρθωσα αλλά πριν το σχολιάσει συνέχισα. «Σίγουρα
έχεις καταλάβει πόσο εκκεντρικός είμαι και πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν είμαι
και ο πιο εύκολος άνθρωπος που υπάρχει αλλά η αλήθεια είναι ότι και εγώ ο ίδιος
προτιμώ την μοναξιά μου. Από τότε που την ανακάλυψα νιώθω πιο ελεύθερος»
συμπλήρωσα και εκείνη έμεινε παγωμένη να με κοιτά χωρίς να είναι ικανή να
πιστέψει στα λόγια μου.
«Δεν
έχεις ούτε φίλους;» ρώτησε με την φωνή της να βγαίνει ένας ψίθυρος.
«Δεν
μπορούν να καταλάβουν τον τρόπο ζωής μου οπότε...» δεν ήξερε πως να απαντήσει
σε αυτό πραγματικά ένιωθα ότι την είχα αφήσει άφωνη. «Φτιάχνω καφέ» συνέχισα για να της αποσπάσω την
προσοχή και χρειάστηκε λίγο χρόνο για να καταλάβει τι είπα μόλις. «Ορκίζομαι
ότι το απολύμανα δύο φορές και την καφετιέρα και τις κούπες, θες να σου βάλω
λίγο;» ρώτησα και μόλις κατάλαβε που αναφέρομαι ένευσε θετικά.
«Ναι,
γιατί όχι» είπε και την στιγμή που γύρισα την πλάτη μου για να πάω προς την
καφετιέρα άκουσα να κλείνει την πόρτα πίσω μου.
Βγάζοντας
πρώτα την πετσέτα που είχα καλύψει τα φαγώσιμα πάνω στο τραπέζι, άνοιξα τις
συσκευασίες τους και πήγα προς τον πάγκο για να πάρω δύο κούπες ώστε να τις
γεμίσω με καφέ όταν άκουσα την πόρτα που ήταν εκείνη μέσα να ανοίγει ξανά.
«Ζάχαρη;»
ρώτησα.
«Σκέτο»
απάντησε και επιβεβαίωσε τις υποψίες μου. Ήταν ακριβώς ο τύπος της.
«Μην
με παρεξηγήσεις αλλά δεν μπορώ να μην ρωτήσω» συνέχισε εκείνη και γύρισα την
ματιά μου προς το μέρος της κρατώντας τις γεμάτες πλέον κούπες στο χέρια μου.
Το πως δεν της έχυσα στο πάτωμα ήταν πραγματικά κατόρθωμα καθώς με το που την
είδα η έκρηξη που ένιωσα μέσα μου ένιωθα να με αποτελειώνει. Με τα μαλλιά της
τυλιγμένα μέσα στην πετσέτα προσώπου, το πρόσωπο της πεντακάθαρο πια από όλο
εκείνο το μακιγιάζ που είχε πασαλειφθεί από την βροχή και τον ιδρώτα του πάθους
μας και μέσα στο τεράστιο μπουρνούζι μου ήταν η προσωποποίηση της τελειότητας
και απλά δεν το άντεχα άλλο. Δεν ήμουν λιγούρης και σίγουρα δεν ήθελα να δείχνω
έτσι αλλά με εκείνην μπροστά μου και μάλιστα με αυτήν την εμφάνιση πως μπορούσα
να συγκρατηθώ; Όμως έπρεπε αν ήθελα να την ξαναδώ.
«Τι
θες να μάθεις;» ρώτησα αφήνοντας την κούπα μπροστά της και γύρισα την πλάτη μου
πριν η ματιά μου με προδώσει πηγαίνοντας προς την καρέκλα που ήταν απέναντι
της.
«Πως
κάποιος μπορεί να ζει τόσο μόνος όσο εσύ;» ρώτησε και γέλασα ενώ της πρόσφερα
ένα τσιγάρο και μόλις το πήρε και της το άναψα έκατσα στην καρέκλα μου και
άναψα ένα και εγώ.
«Μα
δεν νιώθω και τόσο μόνος» της απάντησα τελικά πίνοντας λίγο από τον καφέ μου
και το ύφος της μου έδειξε ότι δεν καταλάβαινε και έσπευσα να το διευκρινίσω
καλύτερα. «Βλέπεις περνάω τις περισσότερες ώρες τις ημέρας μου στον δρόμο
μελετώντας τους ανθρώπους γύρω μου. Έτσι εμπνέομαι. Άλλωστε, ποιος σήμερα
μπορεί να πει ότι δεν είναι μόνος; Από το να αυταπατώμαι με εικονικές φιλίες
για να μη νιώθω μόνος, προτιμώ την μοναξιά, τουλάχιστον εκείνη είναι αληθινή.»
συμπλήρωσα και η ματιά της άστραψε από αναγνώριση.
«Σωστά,
είσαι ζωγράφος» θυμήθηκε κοιτώντας προς τον πίνακα που είχα ακόμα στο καβαλέτο
μου.
«Ο
πασίγνωστος Έντουαρτ Μέισεν. Ο πιο διάσημος ζωγράφος της εποχής μας. Οι
εφημερίδες μιλάνε καθημερινά για μένα, απορώ πως δεν με αναγνώρισες ακόμα» την
πείραξα και η παγωμένη της έκφραση καθώς γύριζε προς την μεριά μου ήταν όλα τα
λεφτά.
«Ω
συγνώμη δεν...»
«Πλάκα
κάνω» της είπα γελώντας και ζάρωσε τα φρύδια της με δυσπιστία.
«Αν
κρίνω από τον πίνακα που έχεις πάνω στο καβαλέτο σου είναι δύσκολο να πιστέψω
ότι δεν σε έχουν ανακαλύψει ακόμα» είπε με ειλικρίνεια και ήταν σειρά μου να
την κοιτάξω με δυσπιστία.
«Σου
άρεσε αυτός ο πίνακας;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω.
«Δεν
γνωρίζω πολλά από τέχνη αλλά αυτός ο πίνακας έχει κάτι που σε τραβάει, δεν ξέρω
πως να το εξηγήσω» είπε με ειλικρίνεια και δεν μπορούσα να μην την πιέσω
περισσότερο.
«Καλός
είναι» είπα ανασηκώνοντας τους ώμους μου αδιάφορα παίρνοντας άλλη μια ρουφηξιά
από το τσιγάρο μου, νιώθοντας ένα μέτρο ψηλότερος από τον έπαινο της.
«Απλά
καλός!» αναφώνησε. «Μήπως ψάχνεσαι για φιλοφρονήσεις;» ρώτησε πονηρεμένη.
«Μπαααα,
ξέρω την δουλειά μου και πίστεψε όταν λέω ότι είναι απλά καλός, τότε είναι» της
είπα με μια σιγουριά που την άφησα άφωνη.
«Γιατί
τι του λείπει;» ρώτησε με ενδιαφέρον.
«Είναι
κάπως μονοδιάστατος. Δεν εκφράζει ούτε το μισό πάθος από όσο ήθελα να βγάλει.
Πως να σου του εξηγήσω...» το σκέφτηκα για λίγο. «Η πραγματικότητα είχε
περισσότερη ζωή από όσο έχει αυτός ο πίνακας» εξήγησα και ζάρωσε τα μάτια της
προσπαθώντας να καταλάβει τι εννοώ.
«Δεν
μπορώ να καταλάβω τι εννοείς αλλά σίγουρα δεν είναι και τόσο χάλια όσο λες» επέμενε
με πείσμα και γέλασα.
«Φαντάσου
το σαν μια φωτογραφία θολή που τα χρώματα της είναι τόσο θαμπά που δεν
αντικατοπτρίζουν ούτε στο μισό την πραγματικότητα. Αν δεν με πιστεύεις γιατί
δεν ρίχνεις μια ματιά και στους υπόλοιπους πίνακες μου για να το διαπιστώσεις
και μόνη σου;» την παρότρυνα και αφού το σκέφτηκε για λίγο σηκώθηκε
αποφασιστικά και παίρνοντας μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της, το έσβησε και
κίνησε προς τον τοίχο που είχα στοιβαγμένους τους υπόλοιπους πίνακες με την
περιέργεια χαραγμένη στο πρόσωπο της.
Γυρίζοντας
το σώμα μου προς την μεριά της, απολαμβάνοντας όλο το θέαμα που μου πρόσφερε
συνέχιζα να καπνίζω το τσιγάρο μου, μελετώντας την κάθε της έκφραση με μεγάλη
προσήλωση. Η έκπληξη που υπήρχε σε όλα της τα χαρακτηριστικά έκαναν το ηθικό μου
να αναπτερώνεται περισσότερο. Όχι ότι είχα ανάγκη την αναγνώριση, αλλά δεν
μπορούσα και να μην παραδεχτώ ότι με ικανοποιούσε κιόλας.
«Είναι
σαν μικρές ιστορίες!» αναφώνησε. «Λες και βλέπεις τις σκέψεις του ήρωα που
πρωταγωνιστεί αλλά είναι σαν...» δεν ήξερε τι λόγια να χρησιμοποιήσει.
«Σαν
τρισδιάστατα;» βοήθησα.
«Ναι,
σαν τρισδιάστατα» επιβεβαίωσε και μόλις το χέρι της έπεσε στον πίνακα που
απεικόνιζε μια μητέρα που θήλαζε το μωρός της στο πάρκο, σαν μαγεμένη το
τράβηξε έξω και το κοίταξε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
«Απίστευτο,
είναι τόσο αθώο και όμως έχει τόσο πάθος μέσα του τόση αγάπη που σε καθηλώνει»
εξωτερίκευσε τις σκέψεις της και το χαμόγελο της ικανοποίησης δεν μπόρεσε να
κρυφτεί από τα χαρακτηριστικά μου.
«Το
πάθος δεν κρύβεται μόνο μέσα στο σεξ. Αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά τους
ανθρώπους γύρω σου θα δεις ότι παθιάζονται και με πιο απλά και καθημερινά
πράγματα όπως την φύση, τα ίδια τους τα παιδιά ακόμα και με την μοναξιά τους.
Αν μπορούσαν να το δουν και οι υπόλοιποι αυτό δεν θα έτρεχα τώρα να φτιάξω
καινούργιους πίνακες» είπα με έναν αναστεναγμό και γύρισε την ματιά της προς το
μέρος μου παραξενευμένη.
«Σου
απέρριψαν αυτόν τον πίνακα;» ρώτησε με περιέργεια.
«Όλους
όσους δεν έχουν το σεξουαλικό στοιχείο μέσα τους. Γι αυτό και έχω κολλήσει από
έμπνευση» επιβεβαίωσα και με κοίταξε με κατανόηση.
«Κρίμα
γιατί είναι πραγματικά πολύ όμορφο» είπε με ειλικρίνεια κοιτώντας το ξανά με
μια νοσταλγία που γλύκανε όλα της τα χαρακτηριστικά.
«Αν
σου αρέσει μπορείς να το πάρεις» της είπα αυθόρμητα και με κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Όχι
δεν μπορούσα να το κάνω αυτό» είπε κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά.
«Αν
δεν το κάνεις θα με αναγκάσεις να βρω που μένεις για να σου το φέρω ο ίδιος»
την απείλησα δήθεν και γέλασε νευρικά αφήνοντας το ασχολίαστο.
«Μάλλον
τώρα καταλαβαίνω γιατί θεωρείς αυτόν τον πίνακα απλά καλό» συνέχισε αλλάζοντας
θέμα δείχνοντας με την ματιά της τον πίνακα που είχα πάνω στο καβαλέτο βάζοντας
ξανά στην θέση του τον πίνακα που κρατούσε.
«Είμαι
περίεργος» της είπα εγώ σκεπτικός και γύρισε προς την μεριά μου.
«Για
πιο πράγμα;» ρώτησε σοβαρή.
«Όταν
τον βλέπεις τι σε κάνει να νιώθεις;» ρώτησα εγώ αδιάφορα σβήνοντας το τσιγάρο
μου ενώ έπαιρνα ξανά την κούπα μου στο χέρι. Δεν απάντησε αμέσως, πηγαίνοντας
μπροστά του βάζοντας το ένα της χέρι πάνω στο πιγούνι της και το άλλο από κάτω
αγκαλιάζοντας το στήθος της έμεινε εκεί να το μελετά για λίγο πριν να αρχίσει
πάλι να μιλά.
«Δεν
είμαι σίγουρη» είπε τελικά.
«Μην
το κοιτάς σαν κριτικός έργου αλλά σαν Μπέλλα. Τι νιώθεις ότι σου βγάζει αυτή η
γυναίκα βλέποντας την;» την πίεσα περισσότερο με πραγματική περιέργεια.
«Με
χαλάνε λίγο οι αλυσίδες που έχεις βάλει στο ασπρόμαυρο φόντο έρχονται σε τόσο
μεγάλη αντίθεση με τον υπόλοιπο πίνακα» εξέφρασε τελικά κουνώντας αόριστα το
χέρι της που ακουμπούσε πριν το πιγούνι της γυρίζοντας ταυτόχρονα να δει τις
αντιδράσεις μου.
«Ήταν
ο πρώτος λόγος που τον απέρριψα» της επιβεβαίωσα εγώ ενώ την παρότρυνα να
συνεχίσει. «Τι άλλο;» ρώτησα ανάβοντας άλλο ένα τσιγάρο.
«Δεν
είμαι σίγουρη ότι μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να το περιγράψω σωστά»
είπε προβληματισμένη καταλαβαίνοντας για να μην με προσβάλει.
«Ότι
σου βγαίνει» την παρακάλεσα και ξεφυσώντας έβαλε το χέρι που ακουμπούσε πριν
πάνω στο πιγούνι της να ακουμπήσει το άλλο της χέρι αυτό που αγκάλιαζε το
στήθος της παίρνοντας υποσυνείδητα μια αμυντική στάση.
«Σίγουρα
δεν λείπει το πάθος όπως και στους άλλους σου πίνακες αλλά...» αναστέναξε. «Εδώ
τον έχεις αποδώσει με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Από την μια νιώθω ασφυξία
βλέποντας τον αλλά από την άλλη με κάνει να ζηλεύω αυτήν την γυναίκα. Βλέπεις μια
πληρότητα απάνω της που είναι σαν μόλις να έχει ανακαλύψει το νόημα της ζωής»
είπε τελικά και δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό.
«Τι
θα έλεγες αν σου έλεγα ότι είσαι εσύ αυτή που είναι στον πίνακα;» έριξα την
αλήθεια στο τραπέζι και όλο περιέργεια περίμενα για τις αντιδράσεις της. Το σοκ
που διαπέρασε την ματιά της έκανε την περιέργεια μου ακόμα μεγαλύτερη.
«Σίγουρα
ότι είχες κάποια άλλη στο μυαλό σου» γέλασε αλλά ήμουν σίγουρος ότι το πίστευε.
«Δεν
το πιστεύεις!» είπα αυτό που έβλεπα και με κοίταξε κοροϊδευτικά.
«Έλα
τώρα Έντουαρτ, τι σχέση έχω εγώ με αυτήν;» ρώτησε αγανακτισμένα.
«Από
πια άποψη;» την πίεσα περισσότερο.
«Καταρχήν
δεν μου μοιάζει καθόλου» είπε με σιγουριά.
«Επειδή
δεν αποτυπώνω τα πρόσωπα με τον τρόπο που φαίνονται στον υπόλοιπο κόσμο αλλά με
τον τρόπο που τα βλέπω εγώ... Άλλο;» ρώτησα με ένα πειραχτικό ύφος.
«Τι
προσπαθείς να κάνεις;» ρώτησε ψυλλιασμένη με μια κατηγορηματική ματιά.
«Να
σου αποδείξω το πόσο λάθος βλέπεις τον εαυτό σου» της είπα την αλήθεια και
έκανε μια αγανακτισμένη γκριμάτσα.
«Δεν
το πιστεύω ότι το ζω αυτό» είπε περισσότερο στον εαυτό της παρά σε μένα και
νευριασμένος πετώντας το τσιγάρο πάνω στο τασάκι πήγα κοντά της και εκείνη
έκανε αμυντικά πιο πίσω ξαφνιασμένη.
«Δες
τον και πες μου τι βλέπεις» απαίτησα πιάνοντας την από τους ώμους και έμεινε
παγωμένη χωρίς να ξέρει πως να αντιδράσει.
«Άφησε
με» πήγε να διαμαρτυρηθεί αλλά δεν την άφησα να κουνηθεί σπιθαμή τυλίγοντας τα
χέρια μου γύρω από το σώμα της και προσπάθησε να τα απομακρύνει μάταια από πάνω
της.
«Την
στιγμή που σε είδα το μόνο που έβλεπα απάνω σου ήταν αλυσίδες να σε πνίγουν,
αλυσίδες που πάλευες να βγάλεις από πάνω σου» της είπα επιτακτικά και πάγωσε
στην θέση της καταπίνοντας με δυσκολία. «Αλλά μετά μου έδειξες την απόγνωση
σου, την καταπίεση που υπήρχε μέσα σου που έκανε τόσο μεγάλη αντίθεση με το
πάθος που έβγαζες προς τα έξω και με μπλόκαρες τελείως. ‘Πως μπορεί ένα τόσο
φλογισμένο κορίτσι να είναι τόσο εγκλωβισμένο μέσα στο ίδιο του το κορμί;’
σκέφτηκα αλλά δεν με άφηνες να μπω στον κόσμο σου. Ήσουν τόσο βαθιά μέσα σε
αυτόν που με έκανες να πιστεύω ότι υποδυόσουν μια άλλη κάποια που θα ήθελες να
είσαι και όχι αυτή που πραγματικά είσαι γι αυτό και δεν μπορείς να αναγνωρίσεις
τον εαυτό σου μέσα σε αυτόν τον πίνακα τώρα, γιατί ήθελες να ήσουν κάποια άλλη
αλλά ήσουν πολύ μεθυσμένη για να το καταφέρεις»
«Άφησε
με» ζήτησε με παράπονο έτοιμη να δακρύσει.
«Άνοιξε
τα μάτια σου Μπέλλα, άφησε τον εαυτό σου να σου δείξει τι κρύβεις μέσα σου,
άγγιξε τον...» διέταξα βάζοντας το χέρι της να ακουμπήσει πάνω στην παλλόμενη
φλέβα της ένωσης του λαιμού της και ένιωσα την ανάσα της να κόβεται στην μέση.
«Νιώσε την μεταξένια σου επιδερμίδα πως αντιδρά» συνέχισα με περισσότερο πείσμα
και από αντίδραση πήρε μια τρεμάμενη ανάσα την στιγμή που το ελεύθερο μου χέρι
άνοιγε την ζώνη από το μπουρνούζι που φόραγε. «Νιώθεις πως αντιδρούν οι θηλές
σου ακόμα και στο πιο ανεπαίσθητο άγγιγμα;» ρώτησα ανεβάζοντας το χέρι μου προς
το στήθος της ανοίγοντας την μια μεριά αφήνοντας το ακάλυπτο για να το βλέπει
και η ίδια.
«Σε
παρακαλώ» κλαψούρισε με τα πόδια της να τρέμουν προσπαθώντας να απομακρύνει το
χέρι μου από το δικό της.
Ενώ
συνέχιζα την καθοδική πορεία του δεξιού της χεριού προς το χνούδι της πιάνοντας
το αριστερό της χέρι για να το ακινητοποιήσω το έβαλα πάνω στο δεξί της στήθος
και κλείνοντας το με τα δάχτυλα μου της επέβαλα να το ζουλίξει. Εκείνη από
αντίδραση τέντωσε το σώμα της και έσμιξε τα χείλια της πριν καταφέρουν να
εκφράσουν την έκπληξη που ένιωσε.
«Θες
να σταματήσω;» ρώτησα με βαθιά φωνή εκφράζοντας όλη την αναστάτωση που υπήρχε
μέσα μου την στιγμή που άφησα το δεξί της χέρι να ακουμπήσει πάνω στην
κλειτορίδα της.
«Σε
παρακαλώ» κλαψούρισε ξανά χωρίς να διευκρινίζει αν με παρακαλεί να συνεχίσω ή
όχι.
«Δεν
έχεις ιδέα πόσο ανάγκη έχει το σώμα σου να εκφραστεί» συνέχισα εγώ πιο
επιθετικά αναγκάζοντας το χέρι της να τριφτεί πάνω στο καυτό της δέρμα που ήταν
ήδη υγρό και καταπίνοντας με δυσκολία η ανάσα της έγινε πιο άρρυθμη.
«Μην
μου το κάνεις αυτό» παρακάλεσε αλλά ήταν πολύ αργά για να καταφέρω να φρενάρω
τον εαυτό μου. Κρατώντας την από την ευαίσθητη της περιοχή την τράβηξα απότομα
πάνω μου και μόλις ένιωσα να ακουμπά τον ερεθισμό μου βόγκηξα μέσα στο αυτί της
χωρίς να είμαι ικανός να το ελέγξω.
«Δεν
έχεις ιδέα τι προκαλείς στους άλλους» συνέχισα και χωρίς να σταματώ να ωθώ το
χέρι της να πυρώνει περισσότερο το αντικείμενο του πόθου μου, αφήνοντας το χέρι
της που ήταν ακόμα πάνω στο στήθος της το κατέβασα μέχρι το αριστερό της γόνατο
αγγίζοντας την απαλά και ανοίγοντας το πόδι της ανάγκασα το αριστερό της πέλμα
να ακουμπήσει πάνω στο σκαμπό. Όλο της το σώμα πια έτρεμε σπασμωδικά και ανάσα
της όσο πέρναγε έβγαινε με μεγαλύτερη δυσκολία καθώς τα μάγουλα της έπαιρναν το
απόλυτο κόκκινο χρώμα του πάθους.
«Μην
αφήνεις έναν ηλίθιο να σου καταστρέφει όλη την απόλαυση, απέδειξε στον εαυτό
σου τι πραγματικά κρύβεις μέσα σου» ψιθύρισα με τα χείλια μου να ακουμπούν τον
λοβό του αυτιού της και βογκώντας δυνατά άρχισε να απελευθερώνεται.
Μπαίνοντας
στην σφαίρα της φαντασίας της, έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω και αφού το
άφησε να ξεκουραστεί πάνω στον ώμο μου έβαλε το χέρι της που ήταν πριν πάνω στο
στήθος της να τυλιχτεί γύρω από τον αυχένα μου ενώ άρχισε να τρίβει το σώμα της
απάνω στο δικό μου. Ανάβοντας περισσότερο πήρε τα ινία στα χέρια της και έκανε
τις κινήσεις του χεριού της πιο γρήγορες πάνω στην κλειτορίδα της και νιώθοντας
ότι δεν με έχει πια ανάγκη έβγαλα το χέρι μου πάνω από το δικό της και
προχώρησα πιο χαμηλά για να της προσφέρω μεγαλύτερη απόλαυση. Την στιγμή που
ένιωσε τα δύο μου δάχτυλα να εισχωρούν στην χυμώδες περιοχή της άφησε μια μικρή
κραυγούλα και το πόδι που ήταν πάνω στο σκαμπό άρχισε να τρέμει περισσότερο.
Ήταν τόσο κοντά αλλά οι κινήσεις της δήλωναν ότι ήταν έτοιμη να τα παρατήσει.
«Μην
τα παρατάς τώρα» την διέταξα επιτακτικά και από το ξάφνιασμα αναπήδησε αλλά δεν
την άφησα να ξεχάσει τον αρχικό της στόχο.
Με
τα δάχτυλα μου να διεισδύουν όλο και πιο βαθιά μέσα της, αύξησα την ταχύτητα
μου και εκείνη τέντωσε ξανά το κορμί της.
«Παίξε
με τον εαυτό σου» την ικέτεψα ενώ με το χέρι μου την παρότρυνα ξανά να
ακουμπήσει και πάλι τα δάχτυλα της πάνω στην κλειτορίδα της και σαν μαγεμένη
υπάκουσε και άρχισε πάλι να την τρίβει κάνοντας με να εκραγώ τελείως. «Δεν ξέρω
πόσο θα αντέξω να σε βλέπω έτσι» της είπα με τα χείλια μου να γεύονται την
επιδερμίδα του προσώπου της κατηφορίζοντας προς τον λαιμό της και αγκομαχώντας
έγειρε το κεφάλι της στο πλάι για να με αφήσει να συνεχίσω καθώς το χέρι μου
έπαιρνε φωτιά μέσα στον εσωτερικό της κόσμο κάνοντας την να τραντάζεται
περισσότερο.
«Μην
σταματάς» ικέτεψε όπως και εχθές με την ανάσα της να πνίγεται μέσα της και
βγάζοντας το χέρι μου από μέσα της ξεκούμπωσα γρήγορα το παντελόνι μου και
κατεβάζοντας το λίγο πιο κάτω μαζί με το εσώρουχο μου ελευθέρωσα τον ερεθισμό μου
και εκείνη πάγωσε για λίγο διχασμένη.
Πριν
κάνει πίσω, ανασήκωσα το μπουρνούζι της και έβαλα τον ερεθισμό μου ανάμεσα στα
πόδια της ακουμπώντας πάνω στα καυτά της χείλια και την άκουσα να πνίγει μια
κραυγή έκπληξης. Δεν ήταν σίγουρη το πόσο ήθελε να προχωρήσει και έσπευσα να
την καθησυχάσω πριν ξενερώσει τελείως.
«Είναι
έτοιμος για σένα μωρό μου κάν’ τον ότι θες» της είπα με τα χείλια μου να
βασανίζουν και πάλι της ευαίσθητη περιοχή του λαιμού της κάτω από το αυτί της
και για λίγο έμεινε ακίνητη καθώς το σκεφτόταν αλλά την στιγμή που άρχισα να
τον τρίβω απάνω της κρατώντας την σταθερή ζούλιξα το στήθος της με όλη την
έξαψη που με είχε συνεπάρει και εκείνη χαλάρωσε ξανά. Βάζοντας το χέρι της πάνω
στο κεφάλι του ερεθισμού μου το παρότρυνε να ακουμπήσει πάνω στην κλειτορίδα
της και με έκανε να βογκήξω τόσο δυνατά που αυτό της έδωσε όλη την
αυτοπεποίθηση που ένιωθα ότι της έλειπε και παίρνοντας τα πάνω της έγινε πιο
επιθετική.
Πιάνοντας
τον ρυθμό μου μπήκε στο παιχνίδι και τρίβοντας το κεφάλι του ερεθισμού μου με
το χέρι της με έκανε να τρελαθώ τελείως.
«Θα
τον κάνεις να τελειώσει» προειδοποίησα ασθμαίνοντας και νιώθοντας την ανάγκη να
με νιώσει με τα δάχτυλα της τον έσπρωξε προς τα πίσω διστακτικά και τον άφησε
να διεισδύσει μέσα στον κόσμο της.
Οι
κραυγές μας έκανα ταυτόχρονα αντίλαλο μέσα στην ησυχία του σπιτιού και με το
αίμα μου να σφυροκοπεί σε όλα μου τα άκρα ένιωσα να παραλύω από την αίσθηση
αυτή που ήταν χίλιες φορές καλύτερη από όσο την θυμόμουν αλλά δεν ήξερα τώρα
πόσα θα μπορούσε να αντέξει και έτσι έμεινα ακίνητος.
«Πάρ’
το απάνω σου μωρό μου» την παρότρυνα και με την έξαψη της να έχει χτυπήσει
κόκκινο και της αντοχές της να έχουν εξανεμιστεί έγειρε το κορμάκι της μπροστά
και βάζοντας τα χέρια της πάνω στο καβαλέτο άρχισε να κουνιέται τόσο αργά που
ένιωσα να μου γυρίζει το μάτι από την έξαψη που με χτύπησε από άκρο σε άκρο σε
όλο μου το κορμί.
«Δεν
ξέρω πόσο θα κρατήσω ακόμα» της είπα αγκομαχώντας δυνατά και λες και το έκανε
επίτηδες χαλάρωσε τον παλμό της αν είναι δυνατόν ακόμα περισσότερο. Τρίβοντας
το τέρμα της πάνω στο κεφάλι του αντρισμού μου το έκανε να δονείτε σε κάθε της
κίνηση και δεν άντεξα άλλο. «Μπέλλα μην με τρελαίνεις περισσότερο» είπα
ικετευτικά τρέμοντας ολόκληρος και εκείνη πάγωσε τελείως.
«Τι
κάνω λάθος;» ρώτησε με παράπονο και τα παράτησα. Τι να της εξηγούσα τώρα και τι
να καταλάβαινε και εκείνη.
Παίρνοντας
μερικές ανάσες για να καταφέρω να συγκρατήσω τα μέσα μου έγειρα προς το μέρος
της και την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Μου
έχεις εμπιστοσύνη;» ρώτησα και με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Προσπάθησε να
μην το σκέφτεσαι και άσε όλα τα άλλα σε μένα εντάξει;» την ρώτησα και κατένευσε
χωρίς όμως να είναι σίγουρη γι αυτό. «Μην το σκέφτεσαι» επανέλαβα ενώ ανασήκωνα
ξανά το κορμί της ακουμπώντας το απόλυτα απάνω μου και μένοντας ακίνητος μέσα
της άρχισα να την φιλώ ξανά πάνω στον λαιμό της ενώ τα χέρια μου χούφτωναν
αχόρταγα τα πλούσια στήθη της. Χαλαρώνοντας έγειρε ξανά το κεφάλι της προς τα
πίσω κλείνοντας τα μάτια της με την ανάσα της να τρέμει και μόλις ένιωσα τα τοιχώματα
της να χαλαρώνουν ξανά άρχισα να κουνιέμαι αργά μέσα της.
Τα
αγκομαχητά της με έστελναν στον έβδομο ουρανό αλλά δεν ήθελα να τελειώσω πριν
βεβαιωθώ ότι εκείνη είχε γευτεί όλη την μαγεία που μου χάριζε τώρα εκείνη και
με την αγωνία μου μην τελειώσω πριν από εκείνην έγειρα ξανά το σώμα μου μπροστά
και καταλαβαίνοντας το κρατήθηκε ξανά από το καβαλέτο. Βάζοντας το ένα μου χέρι
πάνω στην κλειτορίδα της άρχισα να την ερεθίζω περισσότερο και η ανάσα της
αμέσως άλλαξε. Μόλις κατάλαβα ότι ήταν έτοιμη για να τα δώσει όλα αύξησα τον
παλμό μου και συγκρατώντας την σταθερή απάνω μου πιάνοντας την από τα στήθη της
άρχισα να βαθαίνω της ωθήσεις μου κάνοντας τον αντρισμό μου να χτυπάει ξανά και
ξανά πάνω στο τέρμα της και από την έκπληξη άφησε μια κραυγή να της ξεφύγει ενώ
σφίχτηκε περισσότερο και με έκανε να αποτρελαθώ.
Με
την πετσέτα της να λύνεται και να είναι έτοιμη να φύγει από τα μαλλιά της έκανε
τους παλμούς της καρδιά μου να αυξάνονται σε τέτοιο βαθμό που αν συνέχιζε έτσι
δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρω να φρενάρω την κορύφωση μου αλλά δεν τα
παρατούσα. Ισιώνοντας το κορμί μου έβαλα το χέρι μου πάνω στην πετσέτα και
κάπως άγαρμπα την τράβηξα για να απελευθερώσω τα μαλλιά της και η κραυγή από
την έξαψη της με αποτελείωσε. Τραβώντας το μπουρνούζι στο πλάι για να έχω
καλύτερη θέα στα οπίσθια της, την συγκράτησα από την μέση της και συνέχισα πιο
δυνατά δοκιμάζοντας τα όρια της και μόλις είδα ότι το άντεχε άφησα τον εαυτό
μου να εκφραστεί ελεύθερα.
Με
εκείνη να ταλαντεύεται ολόκληρη χωρίς όμως να ολοκληρώνει και εμένα να είμαι σε
απόσταση αναπνοής από την κορύφωση μου τα είχα δει όλα και χωρίς επιλογή
βγαίνοντας από μέσα της ακούμπησα τον αντρισμό μου πάνω στα σφριγηλά της
οπίσθια και συνέχισα να τρίβομαι απάνω της έντονα ακουμπώντας το σώμα μου
απόλυτα απάνω της απελευθερώνοντας όλο το βάρος που με πλάκωνε τόση ώρα ενώ
παράλληλα με το χέρι μου πάνω στο καυτή της σάρκα την ετοίμαζα για την δική της
ολοκλήρωση βογκώντας δυνατά. Μόλις ένιωσα να τραντάζεται ολόκληρη και τους
χυμούς της να ξεχύνοντας με ορμή πάνω στα πόδια της με εκείνη να παραμιλά το
όνομα μου ένιωσα ότι μόλις πήγα στον παράδεισο και ήθελα τόσο να μείνω εκεί.
«Πόσο
χρόνο έχουμε μέχρι να έρθει η φίλη σου;» ρώτησα ασθμαίνοντας ανασηκώνοντας το
σώμα της.
«Θα
δουλεύει μέχρι τις 5 και δεν ξέρω πόση ώρα θα κάνει να έρθει μέχρι εδώ» μου
απάντησε μπερδεμένη γυρίζοντας προς το μέρος μου ενώ η ανάσα της ακόμα πάλευε
να βρει τις ισορροπίες της.
«Ωραία»
της απάντησα εκστασιασμένος και βάζοντας το ένα μου χέρι κάτω από τα γόνατα της
την ανασήκωσα στην αγκαλιά μου και την πήγα προς την τουαλέτα.
«Τι
κάνεις;» προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί και μόλις την άφησα να ακουμπήσει τα πόδια
της μέσα στην ντουζιέρα έβαλα τα χέρια μου πάνω στο μπουρνούζι της και άρχισα
να το κατεβάζω ενώ πλησίαζα τα χείλια μου προς τα δικά της.
«Χθες
σου υποσχέθηκα ότι θα σου αποδείξω πόσο καυτή είσαι» της θύμισα καλύπτοντας τα
χείλια της με τα δικά μου και εκείνη αναπήδησε από έκπληξη.
«Μα
πριν...» προσπάθησε να πει ανάμεσα στο φιλί μας αλλά δεν την άφησα να
συνεχίσει.
«Πριν ήταν μόνο η
αρχή»......................................