Στο σκονισμένο υπόγειο του μαγαζιού του
πατέρα της «Antique», όπου η Ολίβια συνήθιζε να περνάει τις περισσότερες
ώρες της ημέρας, κάνοντας αναπαλαίωση και τροποποίηση σε παλιά έπιπλα, η ώρα
πέρναγε σαν να μην υπήρχε αύριο. Το ρολόι στον τοίχο σταματημένο. Η καρδιά της παγωμένη.
Η σκόνη θύμιζε τα απομεινάρια του παλιού της εαυτού. Κούτες στοιβαγμένες η μια
πάνω στην άλλη. Αναμνήσεις του χθες. Τα μοναδικά κειμήλια που της είχαν
απομείνει. Τα βιβλία εκείνης…
Κάθε φορά που δεν είχε κάποια άλλη δουλειά να
κάνει, τις άνοιγε και έκλεβε από μέσα και άλλο ένα βιβλίο. Όπως και τώρα. Το δέρμα
του είχε παλιώσει αλλά δεν ήθελε να το πειράξει. Της άρεσε έτσι ακριβώς όπως ήταν.
Η μυρωδιά του της θύμιζε εκείνη. Δεν το ξεφύλλιζε. Δεν το διάβαζε. Παρά μόνο το
άνοιγε και χάιδευε εκείνες τις δύο λέξεις που ήταν κλεισμένες μέσα σε μια
καρδιά σχηματισμένη από κουκίδες με στυλό που τελείωναν σε μια μικρότερη
καρδιά. «Νέλι Όντρεϊ»
«Ακόμα εδώ είσαι παιδί μου;» η απογοήτευση
στην φωνή του πατέρα της έκανε την καρδιά της να σφιχτεί. Δεν την ήθελε εδώ. Δεν
έχανε ποτέ ευκαιρία να την διώχνει ακόμα και για τον πιο γελοίο λόγο.
«Πήγε οκτώ. Κάτι θα πρέπει να φάμε για βράδυ»
είχε δίκιο. Αλλά δεν ήθελε να φύγει. Όχι ακόμα.
«Θα φύγω σε λίγο» υποσχέθηκε χωρίς να αφήνει
από τα μάτια της εκείνες τις δύο λέξεις με τα καλλιγραφικά γράμματα.
«Ολίβια…» ο τόνος της φωνής του πατέρα της έκανε
την ανάσα της να κοπεί στην μέση.
«Νέλι, πατέρα. Σου έχω πει να με φωνάζεις
Νέλι» ο δικό της τόνος στην φωνή της δεν άφηνε περιθώρια για διαπραγμάτευση.
«Εγώ και η μητέρα σου Ολίβια σε βαπτίσαμε. Με
αυτό το όνομα θα σε φωνάζω» ούτε εκείνος το διαπραγματευόταν.
«Πήγαινε να ψωνίσεις κάτι και να ετοιμάσεις
φαγητό» την παρακάλεσε για άλλη μια φορά. Πιο γλυκά από πριν. Αλλά δεν είχε
τελειώσει ακόμα.
«Ή εάν θες, μπορείς…» δεν του επέτρεψε να
συνεχίσει.
«Θα γυρίσω σπίτι» ήταν μια δήλωση που δεν σήκωνε
αντίρρηση.
«Έχεις καταλάβει ότι είσαι είκοσι πέντε
χρονών; Μέχρι που θα πάει αυτό. Σαν κοπέλα έχεις ανάγκες. Πρέπει να έχεις…» η
ματιά που του έριξε θα έπρεπε να τον φοβερίσει, να τον τρομοκρατήσει, η
αγριότητα που εξέπεμπε από μέσα της θα μπορούσε να σε κάνει να πιστεύεις ότι
ήταν ικανή για όλα. Ακόμα και να σε σκοτώσει, έστω και μόνο με μια ματιά. Αλλά
τον πατέρα της δεν τον άγγιζε πια. Την είχε συνηθίσει να τον κοιτάζει έτσι.
«Δεν έχω ανάγκη τίποτα και κανέναν» η φωνή της
σταθερή. Τα μάτια της δήλωναν ότι το εννοούσε αλλά ο πατέρας της δεν τα
παρατούσε.
«Θα έπρεπε να έχεις» επέμενε. «Δεν είναι
φυσιολογικό. Μια αποτυχία δεν φέρνει το τέλος του κόσμου».
«Μια αποτυχία;» εκείνη ξέσπασε.
«Δεν έφταιγες εσύ καρδιά μου» μαλάκωσε την
φωνή του για να την καλοπιάσει. «Σε ξεγέλασε. Όλους μας ξεγέλασε. Που να το
ήξερες;»
«Θα έπρεπε να το ξέρω» επέμενε. «Αν δεν ήμουν
εγώ, τώρα εκείνη…» τα δάκρυα της θόλωσαν τα μάτια της. Η φωνή της έσπασε στην
μέση.
«Δεν έφταιγες εσύ» προσπάθησε να την μεταπείσει
μάταια.
«Οκ κέρδισες. Θα φύγω» ήταν τα τελευταία της λόγια
και κρατώντας το βιβλίο που είχε κλέψει στην αγκαλιά της, έπιασε τα πράγματα της
και προσπάθησε να τον προσπεράσει.
«Έχουμε κάνει μια συμφωνία» της θύμισε
κοιτώντας το βιβλίο που κρατούσε.
«Θα το πάρω μαζί μου. Μην τολμήσεις να με
σταματήσεις» εκείνος δεν την άκουσε. Βάζοντας το χέρι του πάνω στον ώμο της την
κοίταξε τρυφερά στα μάτια.
«Πρέπει να την αφήσεις πίσω σου…»
«Όπως έκανες εσύ;» του χτύπησε πικρόχολα
κοιτώντας τον με δηλητήριο στα μάτια.
«Είναι πια νεκρή. Δεν μπορούμε να την φέρουμε
πίσω. Υποσχέθηκες, σε εκείνην…»
«Ότι θα προχωρήσω» συμπλήρωσε πνιγμένα.
«Και εσύ κάνεις τι; Γίνεσαι ένα με τις αντίκες.
Κάθε μέρα που περνά γίνεσαι και εσύ μια αντίκα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου