Το μαύρο μπορεί να συμβολίζει μεγάλες αλλαγές, τον θάνατο
και το πένθος. Είναι επίσης συνδεδεμένο με κρυμμένα πράγματα, το άγνωστο και το
τέλος μια εποχής.
“Was it hard?" I ask. Letting go?"
Not as hard as holding on to something that wasn't real.”
― Lisa Schroeder
~ Έντουαρτ ~
Φορώντας τα μοναδικά
καθώς πρέπει ρούχα που είχα κρατήσει από την παλιά μου ζωή κοιτάχτηκα στον
καθρέφτη και αναστέναξα.
Η τελευταία φορά που
τα είχα βγάλει από πάνω μου ήταν τόσο βρόμικα και τόσο τσαλακωμένα που δεν
περίμενα με τίποτα ότι το καθαριστήριο θα μπορούσε να τους δώσει ξανά ζωή και
όμως φορώντας τα τώρα ήταν και πάλι σαν καινούργια.
Σαν χθες μου φαίνεται
που με αυτή την αλλαξιά και 20$ στην τσέπη να είναι όλη μου η περιουσία είχα
ξεκινήσει για την νέα μου ζωή… Μια ζωή που γνώρισα τι θα πει πείνα και δίψα,
που έμαθα πως είναι να ζεις κάτω από τον μαυρισμένο ουρανό με μοναδικό κάλυμμα
ένα χαρτόκουτο. Μια ζωή που μου έμαθε το πόσο εύκολα ο άνθρωπος μπορεί σε μια
στιγμή να γίνει απάνθρωπος και να σε κοιτάξει με απαξίωση. Nα σου γυρίσει την
πλάτη ή ακόμα και να σε πετάξει έξω από το μαγαζί του σαν σκυλί γιατί έτυχε να
μην έχεις την σωστή εμφάνιση, γιατί τα ρούχα σου μύριζαν απλυσιά, γιατί το
μούσι σου ήταν πιο μακρύ ακόμα και από τα μαλλιά σου.
Όμως δεν το έβαλα
κάτω. Όχι, δεν θα το έβαζα για τίποτα και για κανέναν. Μπορεί να πάλεψα πολύ
αλλά ξέρω ότι τα κατάφερα. Κατάφερα να βρω ένα φτωχικό μαγαζάκι όπου η μοναδική
πληρωμή που μπορούσε να μου προσφέρει ήταν ένα στρώμα στην αποθήκη για
κατάλυμα, ένα ζεστό φαΐ από αυτά που περισσεύαν στην κουζίνα και ένα μικρό
μεροκάματο για να έχω τα απαραίτητα: ένα ξυράφι για τα γένια, μια χτένα για τα
μαλλιά, ένα καινούργιο δανικό ζευγάρι παπούτσια που με χτύπαγαν στο πέλμα και
μια αλλαξιά ρούχα του καταστηματάρχη όπου επέπλεε απάνω μου ήταν η νέα μου
περιουσία αλλά ούτε καν αυτό με πτόησε.
Έδωσα όλον μου τον
εαυτό και τα κατάφερα. Μετά από μερικούς μήνες μπόρεσα να γίνω και πάλι ο
εαυτός μου. Αυτό που έλπιζα να βρω όταν έφευγα από το χρυσό παλάτι που πλάκωνε
τα όνειρα μου και μόλις τον βρήκα ήξερα ακριβώς τι έπρεπε να κάνω.
Για να ανταποδώσω την
καλοσύνη εκείνων των ανθρώπων που πίστεψαν σε μένα, χάλασα όλα τα λεφτά που
είχα μαζέψει σε μπογιές και έπιασα αμέσως δουλειά. Τα γκριζωπά πολυκαιρισμένα
χρώματα των τοίχων του μαγαζιού αντικαταστάθηκαν με όλα τα χρώματα του ουράνιου
τόξου και αυτόματα η πελατεία διπλασιάστηκε. Ήταν τόση πολύ πια που ο
καταστηματάρχης μπορούσε να με πληρώνει πια κανονικά ώστε να βρω μια δική μου
στέγη.
Και αυτό ήταν μόνο η
αρχή. Η δουλειά μου δεν πέρασε απαρατήρητη! Ο κόσμος που πέρναγε από το
μαγαζάκι ενθουσιαζόταν και μου ζητούσε να του φτιάξω και τα δικά τους μαγαζιά ή
σπίτια. Ώσπου δεν άργησε η δεύτερη δουλειά να γίνει πρώτη και έτσι, με βαριά
καρδιά, έφυγα από εκεί και άρχισα να οραματίζομαι το μέλλον. Ένα μέλλον μόνο με
επιτυχίες όπου δεν άργησε να έρθει…
Και να με πάλι με τα
ίδια ρούχα να κάνω το νέο μου ξεκίνημα. Ένα ξεκίνημα που δεν ήξερα που θα
μπορούσε να με οδηγήσει. Άραγε θα άντεχα να κλειστώ ξανά σε ένα ψεύτικο χρυσό
παλάτι; Να παίζω τον άρχοντα μπροστά σε πρόσωπα που εγώ κάποτε ήμουν σε
χειρότερη μοίρα από εκείνους; Πρόσωπα σαν την Μπέλλα μου που παλεύουν για ένα
μεροκάματο;
Δεν ήξερα την
απάντηση όμως ήξερα τι θα ήθελα για εκείνη. Δεν ήθελα να εξαρτάται από ένα
ψωροκόμματο, ήθελα να μπορώ να της
παρέχω ότι της άξιζε με τα δικά μου χέρια.
Καθώς η ώρα περνούσε
και το κινητό μου παρέμενε στην σιωπή η αγωνία μου μεγάλωνε. Μπορεί στο σύντομη
τηλεφώνημα της να με είχε διαβεβαιώσει ότι όλα είναι καλά αλλά εγώ δεν είχα
ανακουφιστεί καθόλου. Ο τόνος της φωνής έφτανε και περίσσευε για να με κάνει να
πειστώ ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά.
Μήπως οι γονείς της
είχαν μάθει για μας; Μήπως δεν συμφωνούσαν με αυτήν την σχέση; Δεν θα τους
αδικούσα. Ποιος γονιός θα ήθελε τέτοια τύχη για την κόρη τους. Αλλά τα είχα
καταφέρει, είχα πλέον όλα τα εφόδια για να της παρέχω ένα σίγουρο μέλλον.
Κατάφερα να αναγνωριστώ, τώρα οι δουλειές δεν θα ήταν τόσο δύσκολες για μένα
και τα ποσοστά που θα πάρω από τους πίνακες που θα πουληθούν θα φτάσουν και θα
περισσέψουν για ένα νέο ξεκίνημα.
Γιατί να είναι
αρνητικοί; Αν μου έδιναν μια ευκαιρία θα μπορούσα να τους αποδείξω ότι η Μπέλλα
μαζί μου, μπορεί να μην έκανε μια πλούσια ζωή, αλλά θα μπορούσε – αν ήθελε – να
έχει μια άνετη ζωή μακριά από αφιλόξενα σπίτια που θα την κακομεταχειρίζονται
οι αδιάφοροι κρυόκωλοι πλούσιοι για νένα κομμάτι ψωμί.
Τι παραπάνω ζητήσει
ένας γονιός για το παιδί του;
Καθώς το κινητό μου
χτύπησε, κάθε σκέψη παραμερίστηκε και έτρεξα να απαντήσω.
«Παρακαλώ;» ρώτησα
χωρίς να κοιτάξω το καντράν και μόλις άκουσα μια άγνωστη γυναικεία φωνή η
καρδιά μου άρχισε πάλι να χτυπά άρρυθμα.
Γιατί δεν έπαιρνε ένα
τηλέφωνο; Μόνο να άκουγα την φωνή της… Πολλά ζητούσα;
«Κύριε Μέισεν με
ακούτε;» ρώτησε ξανά η γυναικεία φωνή και αναστέναξα.
«Ναι σας άκουσα.
Παίρνεται εκ μέρους του κύριου Μπλακ για να επιβεβαιώσετε για το σημερινό μας
ραντεβού» επανέλαβα τα λόγια της ενοχλημένος και μετά συνέχισα. «Τώρα ξεκινώ.
Ενημερώστε τον ότι θα είμαι στο σπίτι του σε μία ώρα»…
Βγαίνοντας από το
ταξί που είχα πάρει πλησίασα την καγκελωτή αυλόπορτά και κοίταξα την ώρα. Είχα
φτάσει πολύ νωρίτερα από όσο υπολόγιζα και δεν ήμουν σίγουρος για το τι έπρεπε
να κάνω τώρα. Ένα αυτοκίνητο που σταμάτησε πίσω μου μού τράβηξε την προσοχή.
«Ψάχνετε κάτι;»
ρώτησε μια ξανθιά γυναίκα και πλησίασα κοντά της.
«Έχω ραντεβού με τον
κύριο Μπλακ» την ενημέρωσα και βγάζοντας τα γυαλιά του ηλίου της με κοίταξε με
τα βαθυγάλανα μάτια της.
Μπορεί να ήταν
εντυπωσιακή χωρίς καμιά αμφιβολία αλλά εμένα δεν με ξεγέλαγε. Ήταν σίγουρα άλλο
ένα από εκείνα τα αρπακτικά που με το που μυριστούν χρυσό πέφτουν πάνω του σαν
τις μύγες. Ήταν από εκείνο το είδος γυναίκας που με έκανε να σιχαθώ το
γυναικείο φύλλο, που με έκαναν να αφήσω πίσω μου την παλιά μου ζωή μια ώρα
αρχύτερα ώστε να απαλλαγώ από εκείνες που δεν έχαναν ευκαιρία να με πλησιάζουν
μόνο για το όνομα μου και όχι για την καρδιά μου.
Χωρίς να πει κάτι, με
ένα τηλεχειριστήριο άνοιξε την καγκελόπορτα και καθώς μου έκανε νόημα με το
κεφάλι της για να την ακολουθήσω με προσπέρασε και μπήκε μέσα στον προαύλιο
χώρο.
Ο διάδρομος ήταν όλος
καλυμμένος με λευκό χαλίκι. Μπροστά στην είσοδο δέσποζε ένα τεράστιο σιντριβάνι
που απεικόνιζε μια γοργόνα. Καθώς έκανε τον κύκλο του από τα δεξιά, βγήκε από
το αμάξι της και στάθηκε στην πόρτα του περιμένοντας με.
«Να υποθέσω ότι είσαστε
η μελλοντική κυρία Μπλακ;» ρώτησα καθώς την έφτασα.
«Όχι, εγώ είμαι η
αδελφή της τυχερής νύφης» απάντησε με δυσανασχέτηση που δεν κρύβονταν.
Φυσικά τι άλλο να
περίμενα! Κάνει κρα από μακριά το πόσο θα ήθελε να είναι στην θέση της.
«Συγνώμη αλλά γνωριζόμαστε
από κάπου;» ρώτησε εκείνη με την σειρά της ενώ με οδηγούσε προς την κεντρική
είσοδο.
«Δεν το νομίζω» της
απάντησα ειλικρινά αν και εδώ που τα λέμε, και να την είχα γνωρίσει σίγουρα θα
είχα κάνει τον κόπο να την απωθήσω από την σκέψη μου. Τόσο πολύ με αναγούλιαζε.
«Πως είπαμε ότι
λέγεστε;» είπε με προσποιητό ενδιαφέρον.
«Δεν είπαμε…» την
πικάρισα λίγο.
«Α! Ναι, σωστά.
Ρόζαλη Σουάν» είπε με τέτοια υπερηφάνεια σαν να προσφώνησε το όνομα της
βασίλισσάς της Αγγλίας.
«Έντουαρτ Μέισεν» της
ανταπέδωσα το χέρι αδιαφορώντας την στάση που είχε απλώσει για χειροφίλημα και
κουνώντας το λίγο πιο δυνατά από όσο σκόπευα.
«Μέισεν!» επανέλαβε
με έναν απαξιωτικό τόνο τραβώντας το χέρι της δυσανασχετώντας. «Δεν μου θυμίζει
κάτι» μετάφραση… σίγουρα δεν είσαι του κύκλου μας.
«Έντουαρτ, πόσο
χαίρομαι που τα κατάφερες!» άκουσα την φωνή του κύριου Μπλακ και καθώς γύρισα
προς την μεριά του χαμογέλασα με επαγγελματικό ύφος.
«Κύριε Μπλακ»
ανταπέδωσα εγώ τείνοντας το χέρι μου προς το μέρος του.
«Ω! Σε παρακαλώ, λέγε
με Τζέικοπ» διόρθωσε ενώ δεχόταν με μεγάλη προθυμία την χειραψία μου.
«Βλέπω γνώρισες την
αγαπημένη μου κουνιάδα» συνέχισε ενώ άστραφτε ένα χαμόγελο προς το μέρος της
από εκείνα που μόνο οι εραστές ανταλλάσσουν και η αηδία που ένιωσα έκανε το
στόμα μου να γεμίσει με χολή.
Στα πρόθυρα του γάμου
και είχε βρει κιόλας αντικαταστάτρια για τις μοναχικές νύχτες όσο η μελλοντική
σύζυγός έλειπε από όσο μου είχε πει; Και ποιαν κιόλας την ίδια της την αδελφή;
Πόσο χαίρομαι Χριστέ μου που είχα φύγει από όλα αυτά. Πόσο χαίρομαι που δεν
είναι μέρος της ζωής μου πια. Και σίγουρα δεν θα είναι ποτέ ξανά.
Το να βρίσκομαι πάλι
κοντά σε αυτούς του ανθρώπους έφερνε στην επιφάνεια και πάλι τον γεμάτο κυνισμό
και θυμό Έντουαρν που σιχαίνονταν τα πάντα και τους πάντες και προπάντων τον
εαυτό του. Είχα παλέψει σκληρά να τον αφήσω πίσω μου και δε μου ήταν ευχάριστο
να ξέρω ότι δεν τον είχα ξορκίσει τελείως από μέσα μου, ότι δε μπορούσα να δω
όλο αυτό το θέατρο των πλουσίων με αδιαφορία όπως του άξιζε.
Μάλλον είχε να κάνει
με το γεγονός ότι έβλεπα τον εαυτό μου σε όλους αυτούς τους κενούς ανθρώπους. Αν
δεν είχα το πάθος για την τέχνη μου, το πιθανότερο ήταν ότι θα ήμουν ένας
Τζέικομπ Μπλακ, με μια σύζυγο που πέρα από τον τραπεζικό της λογαριασμό και το
οικογενειακό της όνομα θα με άφηνε αδιάφορο, που θα τη διάλεγα με βάση το πόσο
ταιριαστοί φαινόμαστε στις σελίδες των κοσμικών περιοδικών που θα φορούσαμε
ασορτί ψεύτικα χαμόγελα και μια γραμματέα, υπηρέτρια, φίλη ή συγγενής της
συζύγου μου ως ερωμένη μου. Πραγματικά δεν ήξερα αν θα έπρεπε να νιώσω θυμό ή
οίκτο.
«Ναι φυσικά» απάντησα
με φυσικότητα σαν να μην είχα παρατηρήσει όλα όσα είχαν διαδραματιστεί μπροστά
στα μάτια μου.
«Όμως ακόμα δεν μπορώ
να θυμηθώ από πού τον ξέρω» συνέχισε εκείνη επίμονα να λέει προσπαθώντας πάση
θυσία να βρει κάτι ώστε να απαλλάξει από πάνω μου την ανωνυμία λες και ήταν
θέμα υψίστου σημασίας για εκείνη. Λες και αν περνούσε το κατώφλι της έπαυλης
κάποιος που το άκουσμα του επίθετος του δεν έφερνε αυτόματη αναγνώριση θα
έπεφτε το σπίτι να τους πλακώσει.
«Είναι ο αγαπητός μας
ζωγράφος που έκανε την τοιχογραφία στο σαλόνι και θα κάνει και το πορτρέτο της
Μπέλλας» με το που άκουσα το όνομα αυτό να βγαίνει από τα χείλη του η καρδιά
μου σταμάτησε, όμως μόλις θυμήθηκα το επίθετο που είχε πει η αδελφή της πήρα
μια ανάσα ζωής.
Τόση σύμπτωση; Τόσα
ονόματα υπάρχουν θα έπρεπε να είναι ίδιο με το δικό της…;
Όχι η Μπέλλα μου δεν
είχε καμία σχέση με αυτήν την αγέλη χρυσοθήρων ήταν ένα αγνό πλάσμα γεμάτο ζωή.
Τίποτα από όλα αυτά δεν την χαρακτήριζε. ‘Σύμπτωση’ έλεγα και ξανάλεγα στον
εαυτό μου ‘γαμημένη σύμπτωση’.
«Α! Ναι, σωστά…» είπε
κάπως απογοητευμένα καθώς επιβεβαίωσε και επισήμως ότι δεν ανήκω στον κύκλο
της.
«Τι λέτε περνάμε
μέσα;» ο ενθουσιασμός του Τζέικοπ ήταν εμφανές αλλά εγώ δεν μπορούσα να
καταλάβω το γιατί.
Τόση χαρά πια που με
έβλεπε; Ή μήπως όλη η χαρά ήταν για την «κουνιάδα»; Για τον θεό, την μέλλουσα
γυναίκα σου περιμένεις. Τόση ξεδιαντροπιά πια. Έλεος.
Καθώς περάσαμε στο
σαλόνι και μέχρι η υπηρέτρια να μας σερβίρει τον καφέ ο Τζέικοπ δεν σταμάτησε
λεπτό να λέει τις εντυπώσεις του για την χθεσινοβραδινή βραδιά, από την άλλη η
Ρόζαλη, δεν σταμάταγε να με κοιτάει με ένα αρπακτικό βλέμμα που ήταν ξεκάθαρο
ότι προσπαθούσε πάση θυσία να θυμηθεί το από πού με ξέρει.
«Μέισεν, είπατε;»
είπε σε μια άσχετη στιγμή την στιγμή που η υπηρέτρια σέρβιρε τον καφέ και καθώς
γύρισα να την κοιτάξω κατένευσα.
«Με την οικογένεια
Κάλλεν, τι σχέση έχετε;» συνέχισε με απόλυτη σιγουριά ότι είχε βρει την άκρη
του νήματος και καθώς ήπια μια ήρεμη γουλιά από τον καφέ μου την κοίταξα ευθεία
στα μάτια.
«Καμία» είπα με
απόλυτη σιγουριά καθώς πια πράγματι αυτό συνέβαινε αλλά εκείνη δεν τα
παρατούσε.
«Και όμως θα
ορκιζόμουν ότι σας έχω δει μαζί τους παραπάνω από μια φορές» ήταν και εκείνη το
ίδιο σίγουρη.
«Καλή μου…»
προσπάθησε ο Τζέικοπ να την σταματήσει αλλά δεν τον άφησε.
«Δεν πειράζει… έχω
συνηθίσει αυτού του είδους ερωτήσεις» του είπα μεταξύ σοβαρού και αστείου και
γυρίζοντας προς το μέρος της συνέχισα. «Ίσως γιατί κάποτε ήμουν ένας από
αυτούς, αλλά όχι πια» της απάντησα με ειλικρίνεια και ανασήκωσε τα φρύδια της
με περισσότερο ενδιαφέρον θέλοντας να μάθει όλες τις βρόμικες λεπτομέρειες.
«Και το Μέισεν;»
συνέχισε τις ερωτήσεις της και άφησα ένα γελάκι να μου ξεφύγει.
«Είναι της μητέρας
μου. Το άλλαξα όταν αποφάσισα να αποχωριστώ μια για πάντα αυτήν…» τόνισα
κοιτώντας με νόημα τα πλούτη που δέσποζαν γύρω μου. «… την ζωή» κατέληξα και
τελικά η φούσκα ξεφούσκωσε.
Όλη η περιέργεια που
υπήρχε γύρω από το όνομα μου, την ζωή μου και κατά συνέπεια εμένα, πήγε
περίπατο. Το ενδιαφέρον της χάθηκε τελείως. Πως άλλωστε να μην πήγαινε περίπατο
ιδίως αν είχε ήδη ακούσει όλα τα κουτσομπολιά του κύκλου της που λίγο ως πολύ
έλεγαν την αλήθεια για το τι απέγινα μετά από την αποχώριση μου από την έπαυλη
Κάλλεν.
Για την υπόλοιπη ώρα,
τελικά μας άφησε ήσυχους. Με τον Τζέικοπ, όπου έδειξε να μην τον ενδιαφέρουν οι
επιλογές μου, η ώρα μπορούσα να πω ότι πέρναγε ευχάριστα. Δεν ήταν κανένας
σνομπ αλλά δεν έχανε και την ευκαιρία να επιδεικνύει όλη την δύναμη και τα
πλούτη του. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν με ένοιαζαν. Ήθελα όσο τίποτα να
περάσει η ώρα, να έρθουν και οι υπόλοιποι που περιμέναμε και να τελειώσει αυτό
το θέατρο του παραλόγου.
Και πάνω που το
σκέφτηκα η πόρτα χτύπησε ξανά και ο Τζέικοπ έσπευσε να υποδεχτεί τους καλεσμένους
του ενώ εγώ με την Ρόζαλη μείναμε πίσω να τους περιμένουμε. Καθώς οι
νεοφερμένοι έκαναν την είσοδο τους στο πλουσιοπάροχο σαλόνι έσπευσα να σηκωθώ
για να τους χαιρετήσω αλλά μόλις είδα τα σοκολατί μάτια που λάτρευα να με
κοιτάνε με σοκ γραμμένο ξεκάθαρα μέσα τους ένιωσα τα γόνατα μου να λυγίζουν.
Όχι…
«Έντουαρτ, να σου
γνωρίσω από εδώ την μέλλουσα κυρία Μπλακ» άκουσα να λέει ο Τζέικοπ.
Τα λόγια του δεν
έβγαζαν νόημα, αρνούμουν να βγάλω νόημα. Όχι. Κάποιος θα φωνάξει «Έκπληξη! Σου
τη φέραμε!» και θα γελάσουμε και θα πάρω την Μπέλα στην αγκαλιά μου και θα
είναι η Μπέλα μου με τα σοκολατί της μάτια που είναι διάφανα σα το νερό χωρίς
μυστικά και ψέματα. Όχι όχι όχι…
Με κοίταζε σιωπηλή με
μάτια βουρκωμένα… γεμάτα ενοχή και τότε ήξερα. Ώστε έτσι νιώθεις όταν
γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω σου… μοιάζει κόκκινο του θυμού, του αίματος και μαύρο
της νύχτας, της απώλειας…
«Χάρηκα κυρία Μπλάκ»
απάντησα νεκρά και της έτεινα το χέρι μου. Δεν το πήρε. Τα μάτια της κοίταζαν
παντού εκτός από εμένα.
Την κοίταζα και
έβλεπα ένα πράγμα εξωγήινο, το κορίτσι με τη φωτιά στα μάτια και τις αλυσίδες
είχε αντικατασταθεί από ένα πλάσμα με νεκρά μάτια κενό και άψυχο. Δεν ήμουν
σίγουρος αν εκείνο το κορίτσι που είχα απεικονίσει σε δεκάδες πίνακες είχε
υπάρξει ποτέ ή αν ήταν μια ψευδαίσθηση που είχα δημιουργήσει στο μυαλό μου. Η
τωρινή του όψη ήταν δηλητήριο στην καρδιά μου και έκανε το μυαλό μου να τρέχει
με μυριάδες σκέψεις με τη λέξη ‘προδοσία’ να αντηχεί ξανά και ξανά.
Γύρισα προς τον Μπλάκ
και με την πιο ατάραχη και αδιάφορη φωνή που μπόρεσα να επιστρατεύσω του είπα
«Τελικά Τζέικομπ δε θα μπορέσω να κάνω το πορτρέτο που θες».
«Μα γιατί;» ρώτησε
απορημένος χαμένος στην άγνοια του λες και το έδαφος δεν είχε χαθεί κάτω από τα
πόδια μου, λες και ο κόσμος δεν είχε σταματήσει να βγάζει νόημα.
Κοίταξα έντονα την
Μπέλα και εκείνη συναισθανόμενη τη ματιά μου πάνω της μετά από λίγο με κοίταξε
στα μάτια. Χωρίς να αποχωρίζομαι τα μάτια της απάντησα στον Τζέικομπ.
«Δεν με εμπνέει το
μοντέλο» είπα απλά και σχεδόν έτρεξα προς την έξοδο χωρίς δεύτερη κουβέντα,
αδιαφορώντας για τους σοκαρισμένους παρευρισκόμενους.
Ήθελα να την φτύσω,
να βγάλω από μέσα μου όλη την αηδία που με έκανε μέσα σε μια στιγμή να νιώσω
αλλά δεν έκανα τίποτα από όλα αυτά. Ήταν άδικο. Άδικο. Η Μπέλλα μου… η δική μου
Μπέλλα ήταν άλλη μια χρυσοθήρας; Αυτό ούτε στον χειρότερο μου εφιάλτη δεν θα
μπορούσα ποτέ να το πιστέψω. Η καρδιά μου μαινόταν στο στήθος μου και το κεφάλι
μου γύριζε ακόμα σαν τρελό. Το μυαλό μου αδυνατούσε να συνδέσει τις πληροφορίες
και να καταλήξει στην αλήθεια... Μα πως μπορούσε να μου το κάνει αυτό!!
«Έντουαρντ…
Έντουαρντ… Έντουαρντ σε παρακαλώ άκουσε με...» την άκουγα να φωνάζει πίσω μου
και η φωνή της που ώρες πριν βογκούσε το όνομα μου ηδονικά και μου ορκίζονταν
ότι ήταν μόνο δική μου με αηδίαζε.
«Έντουαρντ σε
παρακαλώ» την άκουσα ξανά να λέει πιο κοντά μου αυτή την φορά και ένιωσα το
άγγιγμα της στο μπράτσο μου.
Οι συνηθισμένες
σπίθες που συνόδευαν το άγγιγμα της έφεραν μια μαύρη φωτιά στο αίμα μου. Πως
τόλμα να με αγγίζει, να στέκεται μπροστά μου μετά από όλα αυτά που έκανε. Αλλά
και εγώ τι μαλάκας θεέ μου, πως μπόρεσα να ήμουν τόσο τυφλός!!
«Μην με ακουμπάς!»
είπα μέσα από τα δόντια μου χωρίς να μπορώ να την κοιτάξω γιατί ήμουν σίγουρος
ότι αν την αντίκριζα τώρα θα έκανα κάτι που θα μετάνιωνα σκληρά. Ποτέ δεν είχα
σηκώσει χέρι σε γυναίκα αλλά ο πόνος που έμοιαζε να πηγάζει από τα μύχια της
ψυχής μου απαιτούσε εκδίκηση, απαιτούσε εκείνη να νιώσει τον ίδιο πόνο που
ένιωθα τώρα εγώ.
«Έντουαρντ σε
παρακαλώ, σ' αγαπώ, σε παρακαλώ άσε με να σου εξηγήσω» επανέλαβε ακόμα μια φορά
με τα δάκρυα να είναι εμφανή στη φωνή της. Μ' αγαπάει; Θα μου εξηγήσει; Τι θα
μου εξηγούσε ακριβώς ότι τόσο καιρό έπαιζε μαζί μου; Ότι με κορόιδευε μπροστά
στα μάτια μου; Πόσο θα πρέπει να γέλασε με τις φίλες της πίσω από την πλάτη μου
με το πόσο μαλάκας ήμουν που έχαβα τα ψέματα της;
Τα μάτια μου
σφάλισαν, το σώμα σφίχτηκε και με όση αυτοσυγκράτηση μου είχε απομείνει τράβηξα
το χέρι μου μακριά της.
«Δεν θέλω να σε
ξαναδώ ποτέ στα μάτια, δε θέλω να ξανακούσω τη φωνή σου, δε θέλω να ξέρω ότι
υπάρχεις. Αν τολμήσεις να με ξαναπλησιάσεις θα φροντίσω να είναι το τελευταίο
πράγμα που θα κάνεις ποτέ! Με κατάλαβες;» της απάντησα με όλο το δηλητήριο που
ανέδιδαν οι πληγές που είχε ανοίξει στην καρδιά μου.
Έλαβα το τρεμούλιασμα
της φωνής και τον λυγμό που ξέσπασε από εκείνη ως συναίνεση και ακόμα χωρίς να
την κοιτάζω άρχισα να περπατώ μακριά της. Λίγα βήματα παραπέρα γύρισα να της πω
κάτι τελευταίο.
«Μπέλλα» φώναξα και
στο άκουσμα του ονόματος της σήκωσε το κεφάλι της και για μια στιγμή είδα τα
μάτια της να φωτίζονται με ελπίδα. Κούνησα το κεφάλι μου με αηδία και με όλη
την αγάπη που είχα για εκείνη να έχει μετατραπεί εν ριπή οφθαλμού σε μίσος, της
πέταξα.
«Καλά Στέφανα».
2 σχόλια:
Με λενε Νατασα και ανακαλυψα το blog με τις ιστοριες σου τυχαια το Καλοκαιρι! Διαβασα ολες τις ιστοριες μεσα σε δυο μηνες!!! Πραγματικα λυπηθικα πολυ οταν καταλαβα οτι θα αφησεις το blog σου! Αλλα η εκπληξη που ενιωσα οταν συνειδητοποιησα χθες οτι αρχισες να ξανα-ανεβαζεις ιστοριες δεν περιγραφεται!!!!!
Συγχαριτηρια παντος διοτι απο οτι βλεπω ο γραπτος τροπος εκφρασης σου εγινε πολυ καλητερος!!!
Περιμενω πως και πως την συνεχεια!!!
Πολλα πολλα φιλακια Νατασα :-*
Νατάσα μου δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω... χαίρομαι που σου άρεσαν οι ιστορίες μου... όταν βρω λίγο χρόνο θα ξεκινήσω καμία καινούργια μόνο για σας <3
Δημοσίευση σχολίου