Ετικέτες

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Τα χρώματα του έρωτα "7. Ιβουάρ"



 

Περιέχει την αγνότητα του λευκού και την ζεστασιά του καφέ. 
Μπορεί να θεωρηθεί όμως και ως μιασμένη αγνότητα. 
Κάποιος ή κάτι μπορεί να μην είναι τόσο αγνός όσο πιστεύεις!
* … *
Μπέλλα
* … *

Μπαίνοντας στο διαμέρισμα του με τα κλειδιά που μου είχε δώσει από την προηγούμενη μέρα, νυχοπατώντας, πλησίασα το στρώμα που είχε για κρεβάτι και αφήνοντας το βαλιτσάκι μου στο πάτωμα γονάτισα δίπλα του. Κοιμόταν τόσο ανάλαφρα που δεν μου πήγαινε η καρδιά να τον ξυπνήσω και έτσι, αφού σηκώθηκα ξανά καταπνίγοντας την επιθυμία μου να τον φιλήσω κοίταξα γύρω μου.
Τα κεριά, σβησμένα πια, παρέμεναν γύρω από το στρώμα. Τα υπολείμματα από το ντελίβερι που είχαμε παραγγείλει την προηγούμενη μέρα είχαν πλέον πεταχτεί, ενώ το στούντιο ήταν σε άψογη κατάσταση σαν να με περίμενε.
Ένα θλιμμένο χαμόγελο ήρθε να επισκιάσει την χαρά μου. Όλη αυτή η προσεγμένη του συμπεριφορά έδειχνε πόσο με είχε ανάγκη που με στοίχειωνε. Πως θα μπορούσα να τον έχω μόνο για λίγο; Σίγουρα μετά θα είναι χειρότερα αλλά που να με πάρει δεν μπορούσα και να μην το ζήσω.
Ήταν πια πάνω από τις δυνάμεις μου.
Καθώς πλησίασα το καβαλέτο του το σώμα μου πάγωσε. Αυτό που αντίκριζαν τα μάτια μου ήταν αδιανόητο. Η εικόνα που έβλεπα μπροστά μου ήταν λες και αντίκριζα μια εικόνα κάποιας αγίας και όχι ένα απλό κορίτσι που απλά περπατά σε ένα πάρκο.
Το κορίτσι που έστεκε μπροστά μου μπορεί να μην πρόδιδε τα χαρακτηριστικά μου αλλά ήμουν σίγουρη ότι ήμουν εγώ. Τον ένοιωθα μέσα από τις αλυσίδες που έσφιγγαν σαν μέγγενη στα χέρια και τα πόδια, το έβλεπα μέσα από τα γκρίζα σύννεφα που πλάκωναν το κεφάλι της, το βίωνα μέσα από κάθε της κίνηση μέσα στο πίνακα και δεν μπορούσα να πιστέψω το πόσο καλά με είχε ψυχολογήσει κοιτώντας με μόνο από απόσταση.

Το κορίτσι μέσα στον πίνακα, ήταν τόσο πνιγμένο που θα έκανε τον οποιοδήποτε να πονάει μόνο βλέποντας το. Καθώς όμως εκείνο σήκωνε το ανάστημα του και έκανε μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό της, καθώς έβλεπες να απαλλάσσετε από τα δεσμά του, καθώς έβλεπες να φεύγει κάθε τι μαύρο ή γκρίζο από πάνω του ενώ έσπαγε σαν γυαλί και να μεταμορφώνεται σε χιλιάδες μαύρα πουλιά που μεταμορφώνονταν σε πεταλούδες και στο τέλος σε χιλιάδες πυγολαμπίδες που έπεφταν σαν βροχή γύρω από το σώμα της κάνοντας την να ακτινοβολεί ολόκληρη, ένοιωθες την λύτρωση, μύριζες την άνοιξη, ξαναζούσες μαζί της τον ίδιο τον παράδεισο.

Δεν μπορούσα να το κοιτάζω άλλο. Το σώμα μου είχε ανατριχιάσει ολόκληρο, ζητούσε την ίδια λύτρωση και ήξερα καλά ποια ήταν αυτή.
Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω αλλά μετά από αυτό που είδα μου ήταν πλέον αδύνατον να μείνω μακριά του κι έτσι βγάζοντας βιαστικά τα ρούχα μου σήκωσα το πάπλωμα και κούρνιασα πίσω από την πλάτη του. Ακούγοντας από τα χειλάκια του να γουργουρίζει το όνομα μου ένιωσα την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια.
Θεέ μου, πως μπορούσα να του το κάνω αυτό; Πως μπορούσα να το κάνω στον ίδιο μου τον εαυτό; 

* … *
Έντουαρτ
* … *

Είχε περάσει ένα εικοσιτετράωρο από την στιγμή που είχα να την δω και η απουσία της με έκανε να τρελαίνομαι. Είχε υποσχεθεί ότι θα με έπαιρνε τηλέφωνο για να με ενημερώσει πότε θα έρθει ξανά αλλά καθώς πέρναγαν οι ώρες και το κινητό μου παρέμενε στην σιωπή με έκανε να νιώθω ότι την είχα χάσει για πάντα. Δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ όμως δεν μπορούσα και να την πιέσω για τίποτα.
Ήταν σαν μια νεράιδα, σαν αερικό, που ερχόταν στην ζωή μου για να την μαγέψει και μετά να εξαφανιστεί ώστε να κάνει την μοναξιά μου ακόμα πιο αβάσταχτη. Την είχα ανάγκη. Είχα ανάγκη αυτήν την αλλαγή για να με ξυπνήσει. Δεν έτρεφα αυταπάτες, ήξερα ότι δεν θα ήταν για πολύ. Ποια άλλωστε θα με ανεχόταν με όλες τις παραξενιές μου; Όμως όσο και να κράταγε ήθελα να το ζήσω. Έστω και για ένα ακόμα λεπτό. Έστω για άλλη μια στιγμή.
Ήταν τόσο εξωπραγματική…
Η ώρα είχε περάσει, το χέρι μου πάνω στο πλήκτρο κλήσης με έτρωγε να την πάρω τηλέφωνο να ακούσω για άλλη μια φορά την φωνή της αλλά δεν ήθελα να την τρομάξω παραπάνω. Το είχε υποσχεθεί ότι θα με έπαιρνε και έπρεπε να κάνω υπομονή. Έπρεπε να της δώσω τον χρόνο που χρειαζόταν για να κανονίσει το πρόγραμμα της αλλά που να με πάρει ήθελα τόσο να την ακούσω.
Μόλις συνειδητοποίησα ότι η ώρα ήταν περασμένες δύο, τα παράτησα. Σίγουρα τώρα θα κοιμόταν οπότε το τελευταίο που θα της χρειαζόταν ήταν έναν ψυχάκια να της χαλάσει την ηρεμία της.
Ξαπλώνοντας στο στρώμα που είχα για κρεβάτι, η μυρωδιά της με κατέκλισε. Η μυρωδιά της ηδονής, του έρωτα μας έκανε κάθε πόρο του κορμιού μου να ξυπνήσει. Θα ήταν ένα πολύ δύσκολο βράδυ αλλά χρειαζόμουν τον ύπνο γιατί αύριο έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς και δεν με έπαιρνε να χάσω αυτήν την δουλειά. Την είχα τόσο ανάγκη που δεν διακινδύνευα για  τίποτα να εκτεθώ στον άνθρωπο που εμπιστεύτηκε το ταλέντο μου. Αυτή η δουλειά θα μου άνοιγε πολλές πόρτες.

Με την εικόνα της να γεμίζει τα όνειρα μου, τα χάδια της να αναζωπυρώνει το κορμί μου, τα φιλιά της να καίνε κάθε σπιθαμή της λογικής μου, ένοιωσα ένα γυμνό κορμί να με ακουμπά και γουργούρισα το όνομα της με τόσο πάθος που το κορμί που με είχε ακουμπήσει πάγωσε. Ένοιωθα μια καρδιά να χτυπά δυνατά, γρήγορα πάνω στην πλάτη μου και μέσα στον ύπνο μου δεν συνειδητοποίησα από την αρχή ότι πράγματι η καλή μου νεράιδα ήταν πάλι εδώ.
Τα καυτά της φιλιά που διασκορπίζονταν πάνω στον λαιμό, τον ώμο και την πλάτη μου άρχιζαν να με ξυπνούν και καθώς γύρισα ανάσκελα, άνοιξα τα μάτια μου δειλά-δειλά ελπίζοντας αυτά που νιώθω να μην είναι μόνο της φαντασίας μου.
«Μπέλλα;» αναρωτήθηκα και μόλις την είδα μπροστά μου με τα μάτια της βουρκωμένα και τα χειλάκια της να τρέμουν ξύπνησα για τα καλά.
«Μπέλλα τι…;» δεν με άφησε να πω λέξη.
«Σκάσε και φίλα με» διέταξε επιτακτικά και πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ τα χείλη της κάλυψαν τα δικά μου και τα κατέκτησαν με τόσο πάθος που βόγκηξα.
Τα χέρια της, βεβιασμένα άρχισαν να ταξιδεύουν στο κορμί μου εξερευνώντας το, ενώ τα πόδια της με καβαλούσαν. Νιώθοντας τον ανδρισμό μου έτοιμο και σκληρό για εκείνην βόγκηξε.
«Αχ Έντουαρτ» είπε πνιγμένα και η ανησυχία μου έγινε μεγαλύτερη.
Κρατώντας την από τον αυχένα της, πριν προλάβει να καλύψει το στόμα μου ξανά την κοίταξα βαθιά στα μάτια της.
«Μπέλλα τι συμβαίνει;» απαίτησα να μάθω και καθώς σταμάτησε να κινεί το σώμα της πάνω στον ερεθισμό μου πήρε μια βαθιά αναπνοή και άρχισε να κουνάει το κεφάλι της με ένταση αρνητικά.
«Μην μιλάς» ικέτεψε με τα καυτά της δάκρυα να ξεχειλίζουν πια. «Σε έχω τόσο ανάγκη» συμπλήρωσε και ένοιωσα την καρδιά μου να γίνεται κομμάτια.
«Έλα εδώ» την παρότρυνα και την έκλεισα μέσα στην αγκαλιά μου.
Με το χέρι μου να της χαϊδεύει τα μαλλιά, τα χείλη μου σκόρπιζαν φιλιά πάνω στο πρόσωπο της και αυτό έδειξε να την κάνει χειρότερα.
Τι είχε συμβεί;
«Μπέλλα, μα τον θεό αν δεν μου πεις τι…» δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την φράση μου.
«Μη μιλάς, σε ικετεύω, μη μιλάς» ικέτεψε για άλλη μια φορά και πριν προλάβω να την διακόψω πάλι άρχισε να με φιλά.
Τα χείλη της τρίβονταν με τόση ένταση πάνω στα δικά μου, με τόση ορμή και δίψα που δεν είχα άλλο κουράγιο. Ανοίγοντας το στόμα μου η γλώσσα μου εισχώρησε μέσα στο υγρό της στοματάκι και μόλις ένοιωσε την γλώσσα μου πάνω στην δική της πήρε μια τρεμάμενη ανάσα και άρχισε να την κατακτά με τόσο πάθος που με αποτελείωσε.
Η ανάγκη της να με νοιώσει, ήταν τόσο επιτακτική που δεν μπορούσα να της το αρνηθώ.
Ήθελα να την γυρίσω από την άλλη, το σώμα μου να καλύψει το δικό της αλλά δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα από όλα αυτά. Καθώς τα χειλάκια της να πιπιλίζανε τον λαιμό μου, το καυτό της σώμα, κατέβηκε πιο χαμηλά και άρχισε να τρίβεται πάνω στον ερεθισμό μου που είχε φτάσει στα όρια του. ενώ η καυτή της γλώσσα χάραζε πύρινα μονοπάτια σε κάθε πόντο του κορμιού μου τόσο παθιασμένα που ένιωσα να πνίγομαι.
Την ήθελα τόσο πολύ όμως εκείνη έδειχνε να έχει άλλα σχέδια στο μυαλό της και δεν ήθελα να την κόψω τώρα.
Μόλις ένοιωσα να ακροδάχτυλα της να κατεβάζουν το εσώρουχο μου πιο χαμηλά, πέταξα από πάνω μας το πάπλωμα και εκείνη ανατρίχιασε ολόκληρη αφήνοντας ένα αγκομαχητό. Με κοίταξε στα μάτια μόνο για μια στιγμή, μια στιγμή που ήταν αρκετή ώστε να δω μέσα σε αυτά τα δύο σοκολατένια μάτια όλη την πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει μέσα της.
Τα χείλη της, καυτά, με κύκλωσαν και η ζεστασιά του υγρού της στόματος με έκανε να τρανταχτώ. Ήμουν τόσο έτοιμος που δεν ήξερα πόσο θα μπορούσα να το κρατήσω. Δεν ήξερα αν θα μπορούσα να το παρατείνω. Όμως ήθελα να την νιώσω, να νιώσω όλο της το πάθος που δεν την σταμάτησα και εκείνη, καταλαβαίνοντας το, μου χάρισε απλόχερα όλη την απόλαυση που μέσα μου αναζητούσα.
Με τα χέρια μου να σφίγγουν τα σεντόνια ανασήκωσα τους γοφούς μου και καθώς η ανάσα μου σκάλωσε στον λαιμό προσπάθησα να μιλήσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα πριν να είναι αργά.
«Μπέλλα, δεν μπορώ να το κρατήσω άλλο» ούρλιαξα αλλά εκείνη δεν έκανε πίσω.
Με τα χειλάκια της να σφίγγονται ασφυκτικά γύρω από τον ανδρισμό μου, τα χεράκια της γρήγορα να τον ικανοποιούν, τα μαλλιά της να γαργαλούν το πιο ευαίσθητο σημείο του κορμιού μου, είχα πια αποτρελαθεί και χωρίς επιλογή άφησα τον εαυτό μου να εκραγεί.
Δεν έκανε πίσω ούτε λεπτό. Ρουφώντας άπληστα κάθε σταγόνα από τους χυμούς μου συνέχισε με τέτοιο πάθος που με έκανε να φτάσω στον έβδομο ουρανό. Ο οργασμός μου είχε φτάσει στο αποκορύφωμα, το σώμα μου τρανταζόταν σαν τρελό αλλά εκείνη δεν έλεγε να σταματήσει.
«Μπέλλα» ούρλιαξα και σαν να το κατάλαβε σταμάτησε ασθμαίνοντας και ήρθε και με αγκάλιασε κρύβοντας το κεφάλι της μέσα στον ώμο μου.
«Τι έκανα για να το αξίζω αυτό;» μονολόγησα με πάθος με την ανάσα μου ακόμα να χάσκει. Αφήνοντας ένα φιλί πάνω στον λαιμό μου με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που κόντεψε να με πνίξει.
«Ο πίνακας» είπε πνιγμένα και την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Όλα αυτά για έναν πίνακα;» ρώτησα χωρίς να το πιστεύω και εκείνη κατένευσε ενώ σούφρωνε τα χειλάκια της και τα ματάκια της λυπημένα.
«Αχ βρε κουτό» είπα χωρίς να το πιστεύω ακόμα ενώ την φώλιαζα στην αγκαλιά μου.
«Είναι ότι πιο όμορφο έχουν κάνει για μένα» συνέχισε εκείνη και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα εισέπνευσα το υπέροχο άρωμα της ενώ της άφηνα ένα απαλό φιλί πάνω στα μαλλιά της. 
«Αν σου αρέσει τόσο πολύ είναι δικός σου» της είπα με ειλικρίνεια και σήκωσε το κεφάλι της για να με κοιτάξει.
«Αν αρχίσεις να μου χαρίζεις κάθε πίνακα που μου αρέσει, τι θα σου μείνει στο τέλος για την έκθεση μου λες;» με ρώτησε και άρχισα να γελάω.
«Σωστό και αυτό» της ανταπέδωσα και αφήνοντας την ανάσα της ξάπλωσε ξανά πάνω στο στήθος μου και άρχισε να μου χαϊδεύει με τα ακροδάχτυλα της το στερνό.
«Δεν θέλω να το χαλάσω αλλά πρέπει να σηκωθούμε» είπα απολογητικά.
«Έχεις δουλειά;» μουρμούρισε ενώ άφηνε ένα απαλό φιλί πάνω στο στήθος μου.
«Θες να έρθεις μαζί μου;» της πρότεινα και σήκωσε το κεφαλάκι της για να με κοιτάξει στα μάτια.
«Μπορώ;» ρώτησε όλο ελπίδα με τα ματάκια της να φωτίζονται.
«Φυσικά και μπορείς» της απάντησα ενώ της φίλησα απαλά τα χείλια και σηκώθηκε σαν ελατήριο.
«Τότε σήκω. Δεν θέλω να σε καθυστερώ» είπε γεμάτη ζωντάνια ενώ έπιανε τα ρούχα της από το πάτωμα και πριν κάνει άλλο ένα βήμα, την κράτησα από το χέρι και την τράβηξα κοντά μου.
«Όχι πριν πάρουμε πρωινό»…

* … *

Στον δρόμο για το ξενοδοχείο, ήταν τόσο χαρούμενη που ερχόταν μαζί μου που έλαμπε ολόκληρη. Είχε ανοιχτεί τόσο πολύ που όλη την ώρα δεν άφηνε το χέρι μου για κανέναν λόγο. Η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι. Μου έλεγε τα πάντα. Πως έπεισε τους γονείς της ότι βρήκε νέα δουλειά. Πως είχε μαζέψει τα πράγματα της και είχε φύγει ‘για την νέα της δουλειά’. Πως ραδιούργησαν με την φίλη της την Άλις για να καταφέρουν να τους ξεγλιστρήσουν. Πως ανυπομονούσε να έρθει να μου πει τα καλά της νέα…
Μόλις όμως αναγνώρισε τον δρόμο, ξαφνικά πάγωσε και γύρισε να με κοιτάξει σχεδόν τρομοκρατημένη.
«Που πάμε;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα.
«Στο ‘Φορ Σιζονς’» της απάντησα απλά και την ένοιωσα να πνίγεται.
«Γιατί δεν μου το είπες;» σχεδόν αναφώνησε και δεν ήξερα τι να υποθέσω.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ρώτησα και εγώ με την σειρά μου χωρίς να μπορώ να καταλάβω τον ξαφνικό της πανικό.
«Εγώ… εγώ να…» δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. «Δούλευα παλιά εδώ και…».
«Σε πιάσανε να κλέβεις και σου έχουν κάνει περιοριστικά μέτρα;» ρώτησα μεταξύ αστείου και σοβαρού και εκείνη άνοιξε τα μάτια της διάπλατα με φρίκη.
«Φυσικά και όχι» αναφώνησε και την κράτησα μέσα στην αγκαλιά μου.
«Μην τσιμπάς. Δεν θα το πίστευα ακόμα και αν μου το έλεγες. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τον πραγματικό λόγο του πανικού σου» είπα με ειλικρίνεια και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ξεφύσησε βαριά.
«Πώς να το πω…» κόμπιασε. «Απλά όταν έφυγα δεν έφυγα με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Μάλωσα άσχημα με τον διευθυντή» διευκρίνισε και της έτριψα τον ώμο παρηγορητικά.
«Μην σε νοιάζει τώρα αυτό. Βάλε την κουκούλα και τα γυαλιά του ηλίου σου και θα τα κανονίσω όλα εγώ» με κοίταξε δύσπιστα. «Έχε μου λίγο εμπιστοσύνη» την παρακάλεσα και αφού κοίταξε άλλη μια φορά την είσοδο του ξενοδοχείου παραιτήθηκε.
«Ας ελπίσουμε να μην με αναγνωρίσει κανείς».
«Έλα, θα δεις, όλα θα πάνε καλά» την παρότρυνα και αφού έκανε ότι της είχα πει, υπέκυψε και με ακολούθησε.
«Καλημέρα. Θα μπορούσα να έχω το κλειδί για την προεδρική σουίτα;» ρώτησα τον υπάλληλο της ρεσεψιόν και αφού κοίταξε προς την Μπέλλα γύρισε ξανά την ματιά του προς το μέρος μου.
«Ξέρετε ότι δεν επιτρέπονται επισκέπτες» μου έκανε παρατήρηση και άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά με ένταση.
«Δεν είναι επισκέπτης. Είναι ο βοηθός μου. Τώρα θα μου δώσει το κλειδί ή θα πρέπει να φτάσω μέχρι το αφεντικό σου για να κάνω την δουλειά μου;» του είπα εριστικά και αφού ξεφύσησε τελικά υπέκυψε.
«Ορίστε, πάρ’ το αλλά μην ακούσω το παραμικρό παράπονο γιατί μετά εγώ θα είμαι αυτός που θα φτάσει μέχρι το αφεντικό σου» μου είπε αυστηρά αλλά δεν μάσησα μια.
Παίρνοντας το κλειδί, γύρισα προς την Μπέλλα και μόλις έφτασα δίπλα της, έκανα νόημα να με ακολουθήσει.
Μπαίνοντας στο ασανσέρ, έβαλα το ειδικό κλειδί μέσα στην υποδοχή και πάτησα τον όροφο για την προεδρική σουίτα γυρίζοντας προς το μέρος της.
«Έχεις πάει στην προεδρική σουίτα;» την ρώτησα και με κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Στην προεδρική σουίτα;» ρώτησε δύσπιστα.
«Σε αυτήν θα κάνω τοιχογραφία» την ενημέρωσε και στριφογύρισε τα μάτια της.
«Πως το έπαθε ο γεροτσιγκούνης και την ανακαινίζει;» δεν κρατήθηκε και με ρώτησε.
«Από ότι μου είπε ο γιός του όπου και με προσέλαβε, θα περάσουν τη νύχτα μετά το γάμο του εδώ και θέλει να κάνει έκπληξη στην μέλλουσα γυναίκα του» την ενημέρωσα και με κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα.
«Πλάκα κάνεις» είπε σοκαρισμένη.
«Καθόλου» την διαβεβαίωσα και γυρίζοντας την πλάτη της έμεινε για λίγο στην σιωπή.
«Συμβαίνει κάτι;» την ρώτησα χωρίς να είμαι ικανός να κρατηθώ και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά αλλά χωρίς να με κοιτάει.
Δεν το έψαξα παραπάνω.
Φτάνοντας στον όροφο μας, την παρέσυρα μαζί μου κρατώντας από την μέση της και μόλις έφτασα μπροστά στην πόρτα έβαλα την κάρτα κλειδί στην υποδοχή και την άνοιξα. Μπαίνοντας η Μπέλλα άρχισε να το κοιτά τελείως αδιάφορα. Σαν να το είχε ξαναδεί; Σαν να μην την ενδιέφερε και τόσο; Θα σας γελάσω. Φτάνοντας όμως στο δωμάτιο όπου και ανακαίνιζα έμεινε στήλη άλατος.
«Δεν μπορεί να δέχτηκε κάτι τέτοιο» αναφώνησε με πνιγμένη φωνή και την κοίταξα παραξενευμένος.
«Γιατί όχι;» την ρώτησα με περιέργεια.
«Γιατί παρά είναι συντηριτηκούρα για κάτι τόσο προχωρημένο» εξέφρασε τις σκέψεις της με εμφανή αηδία προς το πρόσωπο του.
«Δεν τον συμπαθείς και πολύ» παρατήρησα και ανατρίχιασε ολόκληρη από αηδία.
«Τον σιχαίνομαι» έφτυσε με ένταση αλλά μόλις το κατάλαβε γύρισε προς το μέρος μου. «Όχι και τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον είναι καλό εγώ να φύγω πριν έχουμε καμία δυσάρεστη εξέλιξη» προσπάθησε να μου ξεγλιστρήσει αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρει.
«Δεν υπάρχει περίπτωση. Υποσχέθηκες ότι θα βοηθήσεις. Στην τελική αν εμφανιστεί από το πουθενά, μπορείς να κρυφτείς κάπου, τόσο μεγάλο είναι» πρότεινα και για λίγο το σκέφτηκε.
«Εντάξει, το υποσχέθηκα και θα το κάνω, αλλά δεν καταλαβαίνω πως μπορώ εγώ να σε βοηθήσω» είπε παραπονιάρικα και χαμογέλασα.
«Για αρχή, καλό είναι να φορέσεις αυτό» της απάντησα βγάζοντας ένα t-sirt μου από το σακίδιο που είχα μαζί μου και πιάνοντας το με κοίταξε ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι.
«Μόνο;» ρώτησε πονηρά και το χαμόγελο μου έγινε μεγαλύτερα.
«Αν θες να κρατήσεις και τα εσώρουχα σου κάν’ το αλλά δεν σου εγγυώμαι ότι θα μείνουν ανέπαφα από τις μπογιές» της ανταπέδωσα και γέλασε.
«Λέω να το διακινδυνεύσω» μου είπε χαριτολογώντας και καθώς ανασήκωσα τους ώμους μου γύρισα από την άλλη και άρχισα να ετοιμάζομαι και εγώ.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA