Ετικέτες

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Τα χρώματα του έρωτα "8. Χρυσό"



Το χρυσό  χρώμα αντανακλά μια πνευματική ανταμοιβή,
τον πλούτο, την βελτίωση και την ενίσχυση του περιβάλλοντός.
Δηλώνει, επίσης, αποφασιστικότητά και ανυποχώρητη φύση.

~~
Μπέλλα
~~

Μόλις φτάσαμε στο ‘Φορ Σιζονς’ κόντεψα να πάθω συγκοπή. Πως μπορούσε από όλα τα μέρη του κόσμου εκείνος να είχε πιάσει δουλειά συγκεκριμένα εδώ; Πραγματικά δεν μπορούσα να το πιστέψω. Αμ αυτό! Ο πιο τσιφούτης ολόκληρου του κόσμου ξαφνικά τώρα του ήρθε να κάνει ανακαίνιση; Και μάλιστα με ένα τόσο μοντέρνο έργο;
Αν είναι δυνατόν. Ποιος διάολο με έχει μουτζώσει δεν μπορώ να καταλάβω!
Καθώς άλλαζα για να βοηθήσω τον Έντουαρτ, κοίταζα την τοιχογραφία και δεν το πίστευα.
Μέσα της δεν υπήρχε καμία συγκεκριμένη εικόνα όπως στους πίνακες του όμως τα χρώματα του που είχε χρησιμοποιήσει, ήταν τόσο έντονα και τόσο ξεσηκωτικά που βλέποντας τα και μόνο σε έκαναν να μην θες να βγεις από αυτό το δωμάτιο. Το κόκκινο του πάθους, το κροκό της φωτιάς, το χρυσό της πολυτέλειας, έδινε σε όλο το υπνοδωμάτιο της προεδρικής σουίτας ένα κύρος που την ανέβαζε ακόμα περισσότερο.
«Λοιπόν! Τι πρέπει να κάνω;» τον ρώτησα καθώς γύρισε και γονατίζοντας στο πάτωμα τον είδα να ανοίγει τις μπογιές του και με ένα πινέλο να τις ανακατεύει.
«Εσύ αναλαμβάνεις τα χαμηλά και εγώ τα ψηλά» είπε με σοβαρό ύφος και τον κοίταξα σαν να κοίταζα ένα άλιεν.
«Δεν μιλάς σοβαρά» του είπα τρομοκρατημένα.
Καθώς γύρισε να με κοιτάξει ανασήκωσε τα φρύδια του και με το ίδιο σοβαρό ύφος συνέχισε αυτό που έκανε και πριν.
«Έλα» με προέτρεψε να πάω κοντά του και τρεκλίζοντας το έκανα χωρίς να είμαι σίγουρη ακόμα.
«Έντουαρτ είμαι τελείως άχρηστη μην μου το κάνεις αυτό. Αν κάνω κάποιο λάθος…».
«Τότε θα με αναγκάσεις να το κάνω από την αρχή» είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου και τότε ήταν που τα έπαιξα τελείως. Τον είχα ικανό να το εννοεί.
Χωρίς να περιμένει άλλο, έβαλε λίγη μπογιά σε ένα ειδικό πλαστικό πλατύ δοχείο πήρε το πινέλο του και σηκώθηκε. Πλησίασε την τοιχογραφία του και φτάνοντας στην άκρη του, βούτηξε το πινέλο μέσα στην μπογιά και άρχισε να γεμίζει το κενό που υπήρχε μέσα στο περίγραμμα που είχε κάνει ήδη από την προηγούμενη μέρα.
«Αυτό είναι όλο. Δύσκολο;» ρώτησε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
Όχι εντάξει δεν ήταν και κάτι το δύσκολο αλλά τι θα γινόταν αν ξέφευγα από τις γραμμές; Πως θα μπορούσα να το διορθώσω;
Δεν άρθρωσα λέξη. Προκειμένου να τον βοηθήσω τον πλησίασα και κράτησα στα χέρια μου το δοχείο με την μπογιά και το πινέλο και προσπάθησα και εγώ. Ήμουν πολύ αργή αλλά προκειμένου να κάνω κάτι λάθος καλύτερα να κάνουμε παραπάνω μέρες να το τελειώσουμε παρά να του καταστρέψω αυτό το απίστευτο έργο που με ξεσήκωνε ακόμα και έτσι.

Η ώρα περνούσε γρήγορα. Η δουλειά προχωρούσε από μέρος μου αργά αλλά σταθερά, αλλά τόσο απρόσμενα γρήγορα από μέρος του που πίστευα ότι σήμερα θα κατάφερνε – τουλάχιστον όσο αφορά το περίγραμμα της τοιχογραφίας – να τελειώσει ώστε τις επόμενες μέρες να επικεντρωνόταν στο κυρίως θέμα του πίνακα που μέχρι στιγμής δεν έδειχνε ποιο θα ήταν.
«Πρόσεχε» τον άκουσα απότομα να με επιπλήττει και από την τρομάρα μου το πινέλο μου ξέφυγε και βγήκε έξω από τα περιθώρια.
«Έντουαρτ» γκάριξα μέσα από τα δόντια μου νευριασμένη που με έκανε να χαλάσω αυτό που με τόσο κόπο παίδευα όλη αυτήν την ώρα και εκείνος άρχισε να χαχανίζει.
«Για να δούμε τι έχουμε κάνει» συνέχισε σοβαρεύοντας ενώ κατέβαινε από την σκάλα και βάζοντας την στην άκρη έκανε πιο πίσω για να θαυμάσει το έργο του.
Με την καρδιά μου να βροντοχτυπάει μέσα στο στήθος μου παράτησα το δοχείο με την μπογιά στο πάτωμα μαζί με το πινέλο έμεινα στην θέση μου και περίμενα να δω τις αντιδράσεις του. Δεν τολμούσα να πάω κοντά του, δεν θα άντεχα ούτε στην ιδέα να είχα κάνει κάποιο λάθος που θα κατέστρεφε ότι είχε κάνει μέχρι στιγμής. 
Με το χέρι πάνω στο πιγούνι, τα μάτια του ανέκφραστα, κοίταζε την τοιχογραφία αμείλητος. Ένα λεπτό, δύο λεπτά, τρία λεπτά… Επιτέλους!!! Πόση ώρα χρειάζεται για να εκτιμήσει την δουλειά που είχαμε κάνει μέχρι στιγμής;
Τα χείλη του σφίχτηκαν, το κεφάλι του άρχισε να κουνιέται αρνητικά, τα μάτια του άρχισαν να δείχνουν τη δυσανασχέτηση του.
«Όχι» ήταν η μοναδική λέξη που βγήκε από το στόμα του και αμέσως μετά τον είδα να παίρνει ένα κουβά γεμάτο με μπογιά και να είναι έτοιμος να τον πετάξει προς τον τοίχο.
«Έντουαρτ Όχιιι» φώναξα και εγώ με την σειρά μου και την στιγμή που έριχνε την μπογιά πάνω στον τοίχο μπήκα στην μέση ελπίζοντας να τον σταματήσω αλλά ήταν πολύ αργά.
Όλη η μπογιά κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος του κορμιού μου. Τα μάτια μου και τα χείλη μου, ευτυχώς για μένα είχαν προλάβει να σφραγίσουν. Τα μαλλιά μου όμως δεν είχαν καμία ελπίδα, το μπλουζάκι και τα πόδια μου το ίδιο.
«Είσαι τρελός;» ούρλιαξα αγανακτισμένα ενώ προσπαθούσα μάταια να καθαρίσω τα μάτια μου για να μπορέσω να τον κοιτάξω στα μάτια και πριν προλάβω να καταλάβω από πού μου ήρθε τον ένιωσα να με γυρίζει απότομα και να με καθηλώνει πάνω στον τοίχο.
«Τρελός για σένα» μουρμούρησε με τόσο πάθος που ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα.
«Ήταν μεγάλο λάθος να σε πάρω μαζί μου…» συνέχισε καθώς τα χέρια του διείσδυσαν κάτω από το υγρό από τη μπογιά μπλουζάκι μου που είχε γίνει ένα με το κορμί μου, αγγίζοντας αισθησιακά την σάρκα μου.
«… Αλλά χαίρομαι που το έκανα, είσαι η μεγαλύτερη έμπνευση που θα μπορούσα να έχω… η καλύτερη μούσα» κατέληξε και καθώς μου ξέφυγε ένας λαρυγγικό αγκομαχητό, με ξεκόλλησε από τον τοίχο και μου έβγαλε αργά την μπλούζα.
Το στήθος μου γυμνό ακούμπησε πάνω στην κρύα επιφάνεια του τοίχου, αναμίχθηκε με την μπογιά και καθώς τρίφτηκε πάνω του άρχισε να ερεθίζεται τόσο πολύ που οι θηλές μου άρχισαν να πονούν από την ηδονή.
«Έντουαρτ» μουρμούρισα εκστασιασμένη.
«Αυτό το έργο είναι μόνο για σένα» ανταπέδωσε το ίδιο εκστασιασμένος και τραβώντας απότομα το σλιπάκι μου, κάνοντας το κομμάτια το απομάκρυνε από πάνω μου.
Νιώθοντας τον να ξεκολλάει από πάνω μου για λίγο πήρα μια ανάσα. Ήξερα τι θα επακολουθήσει και το περίμενα με τόση ένταση που το κορμί μου άρχισε να τρέμει. Τον ήθελα και εγώ. Τον ήθελα μέσα μου. Τώρα.
«Μην κουνηθείς σπιθαμή» διέταξε και με κομμένη την ανάσα υπάκουσα.
Τα δάχτυλα του τυλίχτηκαν ανάμεσα από τα δικά μου. Τα χέρια του καθοδηγούσαν τα δικά μου να σηκωθούν ψηλά. Το σώμα του αγγίζοντας απαλά το δικό μου το ανάγκαζαν να ακουμπήσει πάνω στον καμβά του τοίχου που ακόμα ήταν κενός. Τι προσπαθούσε να κάνει; Ήταν η πρώτη μου σκέψη αλλά μόλις ένιωσα τον ανδρισμό του να με ακουμπά άφησα όλες τις σκέψεις μου στην άκρη.
«Έντουαρτ» κλαψούρισα με προσμονή.
«Σσσς» μου υπέβαλε να σωπάσω. Τα χείλη του αναζητούσαν την επιδερμίδα μου, τα χέρια του ελευθέρωσαν τα δικά μου.
«Μην κουνηθείς» επανέλαβε επιτακτικά και χωρίς επιλογή τον υπάκουσα.
«Αν κουνηθείς θα με αναγκάσεις να το κάνω από την αρχή» με προειδοποίησε και αν και ήθελα όσο τίποτα να μην υπακούσω τελικά έκανα ότι μου ζήτησε γιατί φοβόμουν ότι θα του χάλαγα την τοιχογραφία του.
Τα χείλη του, με έναν αισθησιακό τρόπο, χάραζαν ένα πύρινο μονοπάτι προς τους γλουτούς μου. Η κοιλιά μου σφίχτηκε, η ανάσα μου κόπηκε στην μέση αλλά όσο κράταγα ακόμα παρέμενα ακίνητη. Τα χέρια του σφαλιάρισαν τα κολωμέρια μου αφήνοντας ένα υγρό αποτύπωμα μπογιάς του χεριού του και τα έσφιξαν δυνατά κάνοντας με να αγκομαχήσω τόσο δυνατά που φοβήθηκα ότι αν πέρναγε κανείς έξω από το δωμάτιο θα μπορούσε να μας ακούσει.
«Σσσς ήρεμα μωρό μου, δεν θέλουμε να χάσουμε την δουλειά! Έτσι δεν είναι;» ρώτησε παιχνιδιάρικα και με έκανε να τρελαθώ.
Πως θα μπορούσα να υπακούσω στα θελήματα του όταν με τρέλαινε τόσο πολύ; Πως θα μπορούσα να τα κάνω όλα αυτά και ταυτόχρονα να συγκρατηθώ και ακίνητη;
Νιώθοντας για άλλη μια φορά τον ανδρισμό του, σκληρό και υγρό από το προφυλακτικό πάνω στους γλουτούς μου κάθε σκέψη πήγε περίπατο.
Όμως αντί να μπει μέσα μου όπως περίμενα, άφησε την πλάτη μου ακάλυπτη και με το ελεύθερο χέρι του χάιδευε με τα δάχτυλα του την πλάτη μου αργά και ηδονικά σχηματίζοντας μοτίβα αόρατα σε εμένα.
«Τι κάνεις?» τον ρώτησα ξεψυχισμένα καθώς το ερωτικό άγγιγμα του έστελνε ρίγη απόλαυσης σε όλο μου το σώμα που έκαναν τα γόνατα μου να λυγίζουν.
«Ζωγραφίζω» ψιθύρισε παιχνιδιάρικα στο αυτί μου και έπειτα δάγκωσε το λοβό μου και απομακρύνθηκε. Τα δάχτυλα του έκοβαν βόλτες στην πλάτη μου αδιάκοπα, στη βάση του λαιμού, στην ευθεία της σπονδυλικής μου στήλης, χαμηλά στη μέση, και με κάθε πέρασμα έσκαβαν όλο και πιο βαθιά στο δέρμα μου.
Η επιπλέον πίεση μου επέτρεπε να καταλαβαίνω εν μέρει τα σχέδια που ζωγράφιζε πάνω μου. Κάποιες ασυνάρτητες καμπύλες –ή τουλάχιστον ασυνάρτητες σε εμένα- μερικές καρδιές…
Η καρδιά μου κόντευε να εκραγεί, ένιωθα ότι αν δεν τον είχα σύντομα μέσα μου θα πέθαινα, ήταν λες και το δέρμα της πλάτης μου συνδέονταν κατευθείαν με την κλειτορίδα μου.
Θα ικέτευα, δεν ήμουν υπεράνω αυτού, τον ήθελα και αν χρειαζόταν να παρακαλέσω θα το έκανα χωρίς καμία ντροπή.
Ήμουν τόσο χαμένη που μόνο οι λέξεις «Έντουαρντ. Σέξ. Τώρα.» επαναλαμβάνονταν στο μυαλό.
Άνοιξα το στόμα μου για να τον ικετεύσω να σταματήσει τα προκαταρκτικά και να μπει στο ψητό όταν ένιωσα τα δάχτυλα του να μπήγονται με ορμή αρκετή να με μελανιάσει στο δέρμα μου. Χάραξε αργά κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης ένα Ε και συνέχισε κατακόρυφα με ένα D και ένα W και σιγά σιγά όλο το όνομα του.
Καιγόμουν, είχα πάρει φωτιά!! Μέχρι φτάσει στο τελευταίο D του ονόματος του ένιωθα λες το σώμα μου είχε μετατραπεί σε λάβα. Τον άκουσα να βογκά πίσω μου μόλις τελείωσε το έργο του και υπέθεσα το θαύμαζε.
«Δικιά μου» γρύλισε στο αυτί μου κολλώντας και πάλι πάνω μου. Κάτι άναρθρο βγήκε από το στόμα μου ως απάντηση και οι σκέψεις μου είχαν μειωθεί σε μια ατέλειωτη επανάληψη του ονόματος του Εντουαρντ Εντουαρντ Εντουαρντ Εντουαρντ Eντουαρντ …
«Είσαι έτοιμη για μένα μωρό μου;» ρώτησε και αρκέστηκα σε ένα καταφατικό κούνημα του κεφαλιού μου. Δεν μπορούσα να μιλήσω, τα χείλη μου είχαν σχεδόν σκιστεί από τα δόντια μου που τα δάγκωνα με δύναμη αγνοώντας το χρώμα που είχε παραμείνει ακόμα εκεί.
«Μην ξεχνάς να μην κουνηθείς» επανέλαβε και δεν άντεξα άλλο.
«Έντουαρτ» προειδοποίησα με όση ψυχική δύναμη είχα και μόλις τον ένιωσα να μπαίνει μέσα μου και να με γεμίζει μέχρι το τέρμα μου δεν κρατήθηκα άλλο και ούρλιαξα όλο το πάθος που είχε συσσωρευτεί μέσα μου.
«Ήσυχα μωρό μου αλλιώς θα μαζευτεί όλο το ξενοδοχείο εδώ» και μόνο στην σκέψη αυτή το στόμα μου σφράγισε ξανά όχι όμως και το πάθος μου.
Με τα καυτά του χέρια να απλώνουν την μπογιά πάνω στο σώμα μου και να με αγγίζει όπου τον είχα περισσότερο ανάγκη το κορμί μου ξύπνησε από τον λήθαργο και άρχισε να του χαρίζει όλο το αρρωστημένο πάθος που είχε για εκείνον και εκείνος για αντάλλαγμα που έδινε απλόχερα περισσότερα.
Το μέλος του χτύπαγε με δύναμη το τέρμα μου και εκείνο ξεσπούσε. Οι συσπάσεις στην κοιλιά μου με είχαν αποδιοργανώσει, η ηδονή που ένιωθα έκανε την ανάσα μου να λιγοστεύει και εκεί που ήμουν έτοιμη να του τα δώσω όλα εκεί τον ένιωσα να φτάνει και στο δικό του τέρμα. Μόλις τα δάχτυλα του τυλίχτηκαν ξανά γύρω από τα δικά μου ακούμπησα το μάγουλο μου πάνω στον τοίχο και έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά. Το σώμα μου τρανταζόταν με τόση ένταση που δεν ήξερα για πόση ώρα ακόμα θα μπορούσα τα πόδια μου να με κρατούν όρθια.
«Έτοιμη μωρό μου» ρώτησε με δυσκολία καθώς ένιωθα ότι δεν άντεχε άλλο να το κρατήσει.
Για απάντηση το σώμα μου του χάρισε όλους τους χυμούς του και μόλις τους ένιωσε ξέσπασε και εκείνος μέσα μου όλο το βάρος που τον πλάκωνε.
«Σε ευχαριστώ» τον άκουσα να λέει με πάθος και γύρισα να τον κοιτάξω παραξενευμένη.
«Για πιο πράγμα;» ρώτησα ασθμαίνοντας.
«Θα καταλάβεις όταν το τελειώσω» είπε μόνο και πριν προλάβω να πω κάτι εκείνος συνέχισε.
«Έλα να βγάλουμε τις μπογιές από πάνω μας και να πάμε να φάμε κάτι. Θα πρέπει να έχεις πεθάνει της πείνας»
Πείνα! Ναι πράγματι πείναγα αλλά όχι για φαΐ…

~ … ~
Έντουαρτ
~ … ~

Είχε ξεπεράσει κάθε μου προσδοκία. Κάθε όνειρο έγινε έτσι απλά πραγματικότητα. Κάθε ευχή μου είχε πλέον πραγματοποιηθεί!
Τα γεγονότα που διαδεχόντουσαν το ένα, το άλλο ήταν τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινα να πάρω ανάσα όμως άξιζε τον κόπο. Σήμερα που ήταν η μεγαλύτερη μέρα της καριέρας μου, ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος σε ολόκληρο τον πλανήτη. Όχι μόνο θα είχα το μοναδικό άτομο που ήθελα να είναι στο πλάι μου αλλά ο ίδιος μου ο πατέρας θα έκανε την παρέμβασή και θα ερχόταν και εκείνος. Δεν ξέρω αν θα ικανοποιούσα τις προσδοκίες του αλλά μόνο που θα ερχόταν μου έφτανε και με το παραπάνω.
Από τότε που έφυγα από το σπίτι και την ζωή του, δεν θέλησε να ακούσει κουβέντα για μένα… Τι θα μπορούσε τώρα να τον κάνει να αλλάξει γνώμη; Δεν ήξερα και για να είμαι και ειλικρινής δεν με ενδιέφερε πια. Αυτό που ήθελα το είχα και με το παραπάνω δεν είχα πια την ανάγκη του.

Βλέποντας την να βγαίνει από την τουαλέτα η ανάσα μου κόπηκε στην μέση. Μέσα στο στενό μπλε ηλεκτρικ φόρεμα που αναδείκνυε τέλεια της καμπύλες της ήταν μια οπτασία.
 «Δεν πιστεύω να άργησα;» ρώτησε αγχωμένα και καθώς κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά πήρε μια βαθιά ανακουφιστική ανάσα.
«Όχι δεν άργησες αλλά αν δεν φύγουμε αμέσως δεν σου εγγυώμαι ότι θα φτάσουμε ποτέ» είπα ειλικρινά και με κοίταξε τρομοκρατημένα.
«Δεν υπάρχει περίπτωση» αναφώνησε και με γρήγορα βήματα, αποφεύγοντας ακόμα και να με αγγίξει, άρπαξε το παλτό της και το φόρεσε όσο μπορούσε πιο γρήγορα.
Δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό.

Φτάνοντας στην έκθεση, χωρίς να αποχωρίζομαι στιγμή το χέρι της για να παίρνω κουράγιο, μπήκαμε μέσα και αμέσως η υπεύθυνη της γκαλερί ήρθε να μας υποδεχτεί.
«Καλώς τους! Είσαι έτοιμος για την μεγάλη βραδιά;» ρώτησε με ένα τεράστιο χαμόγελο δηλώνοντας έκδηλα την ικανοποίηση της για τα εκθέματα που ήταν κρεμασμένα πάνω στους τοίχους που περιμέναν τους λάτρεις του είδους για να τα δουν.
«Αν πω όχι θα φανώ πολύ δειλός» της γύρισα πίσω και έκανε μια γκριμάτσα αγανάκτησης.
«Είσαι γεννημένος γι’ αυτό! Γι’ αυτό σταμάτα τις βλακείες και πήγαινε πάρε ένα ποτό να χαλαρώσεις και άσε όλα τα υπόλοιπα πάνω μου» διέταξε επιτακτικά και πριν φύγει γύρισε προς την Μπέλλα.
«Ελπίζω να μην σου βγάλει το λάδι με τις ανόητες αμφιβολίες του» της είπε συνωμοτικά και η Μπέλλα μου χαμογέλασε στριφογυρίζοντας τα μάτια της.
«Το έχει κάνει ήδη αλλά δεν του δίνω σημασία πια. Ξέρω από πρώτο χέρι πόσο υπέροχοι είναι όλοι τους».
«Και πολύ καλά κάνεις… Ωπ… ήρθαν οι πρώτοι. Θα σας δω σε λίγο» είπε γρήγορα και έφυγε από κοντά μας για να πάει να υποδεχθεί τους νεοφερμένους.
«Πως νιώθεις;» με ρώτησε μόλις μείναμε μόνοι και η μοναδική απάντηση που μπορούσα να της δώσω είναι να φέρω το χέρι της κοντά στα χείλη μου και να το φιλήσω τρυφερά παίρνοντας μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα.
«Όλα θα πάνε καλά» την άκουσα να μου λέει και καθώς άνοιξα τα μάτια την κοίταξα μέσα στα μάτια της.
«Ξέρω ότι δεν έχει τύχει να το συζητήσουμε το θέμα των γονιών μου και σίγουρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτό, όμως σήμερα θα έρθει ο πατέρας μου και θα ήθελα όσο τίποτα να εντυπωσιαστεί» εξέφρασα τελικά τον μεγαλύτερο φόβο μου και χωρίς καν να το ζητήσω, εκείνη έσβησε την απόσταση που μας χώριζε και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου με έκλεισε μέσα στην αγκαλιά της.
«Όλα θα πάνε τέλεια» επανέλαβε με πάθος και πήρα μια βαθιά ανάσα ελπίζοντας να έχει δίκιο.

Όλοι η υπόλοιπη βραδιά κύλισε πολύ γρήγορα. Λάτρεις της τέχνης από διαφορά μέρη της χώρας είχαν καταφτάσει και η Λιζ, η υπεύθυνη της γκαλερί δεν σταμάταγε να με συστήνει σε όλους τους. Δυστυχώς, αυτό είχε σαν επίπτωση η Μπέλλα να μένει πίσω μόνη της αλλά χωρίς να δυσανασχετεί με παρότρυνε να συνεχίσω με το πιο γλυκό και ζεστό της χαμόγελο γεμάτο από υπερηφάνεια για μένα και δεν ήθελα τίποτα άλλο.
Την στιγμή που τα μάτια μου έπεσαν πάνω στον πατέρα μου η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά. Στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας και κοίταζε γύρω του αλλά τα πόδια μου αδυνατούσαν να τον πλησιάσουν. Η Λίζ που τον είδε και εκείνη πήγε γρήγορα κοντά του να τον υποδεχτεί ενώ εγώ αφού πρώτα βρήκα με την ματιά μου την Μπέλλα πήγα κατευθείαν κοντά της ζητώντας συγνώμη από τον κύριο όπου είχε έρθει να με συγχαρεί.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε αμέσως η Μπέλλα βλέποντας την αναστάτωση μου.
«Ο πατέρας μου» πρόλαβα να πω πριν ακούσω την φωνή της Λιζ πίσω μου.
«Έντουαρτ…» ο χρόνος πάγωσε. Γύρισα αργά. Τόσο αργά που θα έλεγες ότι κάποιος είχε παγώσει τον χρόνο και ο μόνος που κουνιόμουν ήμουν μόνο εγώ.
«Πατέρα»……


Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Τα χρώματα του έρωτα "7. Ιβουάρ"



 

Περιέχει την αγνότητα του λευκού και την ζεστασιά του καφέ. 
Μπορεί να θεωρηθεί όμως και ως μιασμένη αγνότητα. 
Κάποιος ή κάτι μπορεί να μην είναι τόσο αγνός όσο πιστεύεις!
* … *
Μπέλλα
* … *

Μπαίνοντας στο διαμέρισμα του με τα κλειδιά που μου είχε δώσει από την προηγούμενη μέρα, νυχοπατώντας, πλησίασα το στρώμα που είχε για κρεβάτι και αφήνοντας το βαλιτσάκι μου στο πάτωμα γονάτισα δίπλα του. Κοιμόταν τόσο ανάλαφρα που δεν μου πήγαινε η καρδιά να τον ξυπνήσω και έτσι, αφού σηκώθηκα ξανά καταπνίγοντας την επιθυμία μου να τον φιλήσω κοίταξα γύρω μου.
Τα κεριά, σβησμένα πια, παρέμεναν γύρω από το στρώμα. Τα υπολείμματα από το ντελίβερι που είχαμε παραγγείλει την προηγούμενη μέρα είχαν πλέον πεταχτεί, ενώ το στούντιο ήταν σε άψογη κατάσταση σαν να με περίμενε.
Ένα θλιμμένο χαμόγελο ήρθε να επισκιάσει την χαρά μου. Όλη αυτή η προσεγμένη του συμπεριφορά έδειχνε πόσο με είχε ανάγκη που με στοίχειωνε. Πως θα μπορούσα να τον έχω μόνο για λίγο; Σίγουρα μετά θα είναι χειρότερα αλλά που να με πάρει δεν μπορούσα και να μην το ζήσω.
Ήταν πια πάνω από τις δυνάμεις μου.
Καθώς πλησίασα το καβαλέτο του το σώμα μου πάγωσε. Αυτό που αντίκριζαν τα μάτια μου ήταν αδιανόητο. Η εικόνα που έβλεπα μπροστά μου ήταν λες και αντίκριζα μια εικόνα κάποιας αγίας και όχι ένα απλό κορίτσι που απλά περπατά σε ένα πάρκο.
Το κορίτσι που έστεκε μπροστά μου μπορεί να μην πρόδιδε τα χαρακτηριστικά μου αλλά ήμουν σίγουρη ότι ήμουν εγώ. Τον ένοιωθα μέσα από τις αλυσίδες που έσφιγγαν σαν μέγγενη στα χέρια και τα πόδια, το έβλεπα μέσα από τα γκρίζα σύννεφα που πλάκωναν το κεφάλι της, το βίωνα μέσα από κάθε της κίνηση μέσα στο πίνακα και δεν μπορούσα να πιστέψω το πόσο καλά με είχε ψυχολογήσει κοιτώντας με μόνο από απόσταση.

Το κορίτσι μέσα στον πίνακα, ήταν τόσο πνιγμένο που θα έκανε τον οποιοδήποτε να πονάει μόνο βλέποντας το. Καθώς όμως εκείνο σήκωνε το ανάστημα του και έκανε μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό της, καθώς έβλεπες να απαλλάσσετε από τα δεσμά του, καθώς έβλεπες να φεύγει κάθε τι μαύρο ή γκρίζο από πάνω του ενώ έσπαγε σαν γυαλί και να μεταμορφώνεται σε χιλιάδες μαύρα πουλιά που μεταμορφώνονταν σε πεταλούδες και στο τέλος σε χιλιάδες πυγολαμπίδες που έπεφταν σαν βροχή γύρω από το σώμα της κάνοντας την να ακτινοβολεί ολόκληρη, ένοιωθες την λύτρωση, μύριζες την άνοιξη, ξαναζούσες μαζί της τον ίδιο τον παράδεισο.

Δεν μπορούσα να το κοιτάζω άλλο. Το σώμα μου είχε ανατριχιάσει ολόκληρο, ζητούσε την ίδια λύτρωση και ήξερα καλά ποια ήταν αυτή.
Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω αλλά μετά από αυτό που είδα μου ήταν πλέον αδύνατον να μείνω μακριά του κι έτσι βγάζοντας βιαστικά τα ρούχα μου σήκωσα το πάπλωμα και κούρνιασα πίσω από την πλάτη του. Ακούγοντας από τα χειλάκια του να γουργουρίζει το όνομα μου ένιωσα την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια.
Θεέ μου, πως μπορούσα να του το κάνω αυτό; Πως μπορούσα να το κάνω στον ίδιο μου τον εαυτό; 

* … *
Έντουαρτ
* … *

Είχε περάσει ένα εικοσιτετράωρο από την στιγμή που είχα να την δω και η απουσία της με έκανε να τρελαίνομαι. Είχε υποσχεθεί ότι θα με έπαιρνε τηλέφωνο για να με ενημερώσει πότε θα έρθει ξανά αλλά καθώς πέρναγαν οι ώρες και το κινητό μου παρέμενε στην σιωπή με έκανε να νιώθω ότι την είχα χάσει για πάντα. Δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ όμως δεν μπορούσα και να την πιέσω για τίποτα.
Ήταν σαν μια νεράιδα, σαν αερικό, που ερχόταν στην ζωή μου για να την μαγέψει και μετά να εξαφανιστεί ώστε να κάνει την μοναξιά μου ακόμα πιο αβάσταχτη. Την είχα ανάγκη. Είχα ανάγκη αυτήν την αλλαγή για να με ξυπνήσει. Δεν έτρεφα αυταπάτες, ήξερα ότι δεν θα ήταν για πολύ. Ποια άλλωστε θα με ανεχόταν με όλες τις παραξενιές μου; Όμως όσο και να κράταγε ήθελα να το ζήσω. Έστω και για ένα ακόμα λεπτό. Έστω για άλλη μια στιγμή.
Ήταν τόσο εξωπραγματική…
Η ώρα είχε περάσει, το χέρι μου πάνω στο πλήκτρο κλήσης με έτρωγε να την πάρω τηλέφωνο να ακούσω για άλλη μια φορά την φωνή της αλλά δεν ήθελα να την τρομάξω παραπάνω. Το είχε υποσχεθεί ότι θα με έπαιρνε και έπρεπε να κάνω υπομονή. Έπρεπε να της δώσω τον χρόνο που χρειαζόταν για να κανονίσει το πρόγραμμα της αλλά που να με πάρει ήθελα τόσο να την ακούσω.
Μόλις συνειδητοποίησα ότι η ώρα ήταν περασμένες δύο, τα παράτησα. Σίγουρα τώρα θα κοιμόταν οπότε το τελευταίο που θα της χρειαζόταν ήταν έναν ψυχάκια να της χαλάσει την ηρεμία της.
Ξαπλώνοντας στο στρώμα που είχα για κρεβάτι, η μυρωδιά της με κατέκλισε. Η μυρωδιά της ηδονής, του έρωτα μας έκανε κάθε πόρο του κορμιού μου να ξυπνήσει. Θα ήταν ένα πολύ δύσκολο βράδυ αλλά χρειαζόμουν τον ύπνο γιατί αύριο έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς και δεν με έπαιρνε να χάσω αυτήν την δουλειά. Την είχα τόσο ανάγκη που δεν διακινδύνευα για  τίποτα να εκτεθώ στον άνθρωπο που εμπιστεύτηκε το ταλέντο μου. Αυτή η δουλειά θα μου άνοιγε πολλές πόρτες.

Με την εικόνα της να γεμίζει τα όνειρα μου, τα χάδια της να αναζωπυρώνει το κορμί μου, τα φιλιά της να καίνε κάθε σπιθαμή της λογικής μου, ένοιωσα ένα γυμνό κορμί να με ακουμπά και γουργούρισα το όνομα της με τόσο πάθος που το κορμί που με είχε ακουμπήσει πάγωσε. Ένοιωθα μια καρδιά να χτυπά δυνατά, γρήγορα πάνω στην πλάτη μου και μέσα στον ύπνο μου δεν συνειδητοποίησα από την αρχή ότι πράγματι η καλή μου νεράιδα ήταν πάλι εδώ.
Τα καυτά της φιλιά που διασκορπίζονταν πάνω στον λαιμό, τον ώμο και την πλάτη μου άρχιζαν να με ξυπνούν και καθώς γύρισα ανάσκελα, άνοιξα τα μάτια μου δειλά-δειλά ελπίζοντας αυτά που νιώθω να μην είναι μόνο της φαντασίας μου.
«Μπέλλα;» αναρωτήθηκα και μόλις την είδα μπροστά μου με τα μάτια της βουρκωμένα και τα χειλάκια της να τρέμουν ξύπνησα για τα καλά.
«Μπέλλα τι…;» δεν με άφησε να πω λέξη.
«Σκάσε και φίλα με» διέταξε επιτακτικά και πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ τα χείλη της κάλυψαν τα δικά μου και τα κατέκτησαν με τόσο πάθος που βόγκηξα.
Τα χέρια της, βεβιασμένα άρχισαν να ταξιδεύουν στο κορμί μου εξερευνώντας το, ενώ τα πόδια της με καβαλούσαν. Νιώθοντας τον ανδρισμό μου έτοιμο και σκληρό για εκείνην βόγκηξε.
«Αχ Έντουαρτ» είπε πνιγμένα και η ανησυχία μου έγινε μεγαλύτερη.
Κρατώντας την από τον αυχένα της, πριν προλάβει να καλύψει το στόμα μου ξανά την κοίταξα βαθιά στα μάτια της.
«Μπέλλα τι συμβαίνει;» απαίτησα να μάθω και καθώς σταμάτησε να κινεί το σώμα της πάνω στον ερεθισμό μου πήρε μια βαθιά αναπνοή και άρχισε να κουνάει το κεφάλι της με ένταση αρνητικά.
«Μην μιλάς» ικέτεψε με τα καυτά της δάκρυα να ξεχειλίζουν πια. «Σε έχω τόσο ανάγκη» συμπλήρωσε και ένοιωσα την καρδιά μου να γίνεται κομμάτια.
«Έλα εδώ» την παρότρυνα και την έκλεισα μέσα στην αγκαλιά μου.
Με το χέρι μου να της χαϊδεύει τα μαλλιά, τα χείλη μου σκόρπιζαν φιλιά πάνω στο πρόσωπο της και αυτό έδειξε να την κάνει χειρότερα.
Τι είχε συμβεί;
«Μπέλλα, μα τον θεό αν δεν μου πεις τι…» δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την φράση μου.
«Μη μιλάς, σε ικετεύω, μη μιλάς» ικέτεψε για άλλη μια φορά και πριν προλάβω να την διακόψω πάλι άρχισε να με φιλά.
Τα χείλη της τρίβονταν με τόση ένταση πάνω στα δικά μου, με τόση ορμή και δίψα που δεν είχα άλλο κουράγιο. Ανοίγοντας το στόμα μου η γλώσσα μου εισχώρησε μέσα στο υγρό της στοματάκι και μόλις ένοιωσε την γλώσσα μου πάνω στην δική της πήρε μια τρεμάμενη ανάσα και άρχισε να την κατακτά με τόσο πάθος που με αποτελείωσε.
Η ανάγκη της να με νοιώσει, ήταν τόσο επιτακτική που δεν μπορούσα να της το αρνηθώ.
Ήθελα να την γυρίσω από την άλλη, το σώμα μου να καλύψει το δικό της αλλά δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα από όλα αυτά. Καθώς τα χειλάκια της να πιπιλίζανε τον λαιμό μου, το καυτό της σώμα, κατέβηκε πιο χαμηλά και άρχισε να τρίβεται πάνω στον ερεθισμό μου που είχε φτάσει στα όρια του. ενώ η καυτή της γλώσσα χάραζε πύρινα μονοπάτια σε κάθε πόντο του κορμιού μου τόσο παθιασμένα που ένιωσα να πνίγομαι.
Την ήθελα τόσο πολύ όμως εκείνη έδειχνε να έχει άλλα σχέδια στο μυαλό της και δεν ήθελα να την κόψω τώρα.
Μόλις ένοιωσα να ακροδάχτυλα της να κατεβάζουν το εσώρουχο μου πιο χαμηλά, πέταξα από πάνω μας το πάπλωμα και εκείνη ανατρίχιασε ολόκληρη αφήνοντας ένα αγκομαχητό. Με κοίταξε στα μάτια μόνο για μια στιγμή, μια στιγμή που ήταν αρκετή ώστε να δω μέσα σε αυτά τα δύο σοκολατένια μάτια όλη την πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει μέσα της.
Τα χείλη της, καυτά, με κύκλωσαν και η ζεστασιά του υγρού της στόματος με έκανε να τρανταχτώ. Ήμουν τόσο έτοιμος που δεν ήξερα πόσο θα μπορούσα να το κρατήσω. Δεν ήξερα αν θα μπορούσα να το παρατείνω. Όμως ήθελα να την νιώσω, να νιώσω όλο της το πάθος που δεν την σταμάτησα και εκείνη, καταλαβαίνοντας το, μου χάρισε απλόχερα όλη την απόλαυση που μέσα μου αναζητούσα.
Με τα χέρια μου να σφίγγουν τα σεντόνια ανασήκωσα τους γοφούς μου και καθώς η ανάσα μου σκάλωσε στον λαιμό προσπάθησα να μιλήσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα πριν να είναι αργά.
«Μπέλλα, δεν μπορώ να το κρατήσω άλλο» ούρλιαξα αλλά εκείνη δεν έκανε πίσω.
Με τα χειλάκια της να σφίγγονται ασφυκτικά γύρω από τον ανδρισμό μου, τα χεράκια της γρήγορα να τον ικανοποιούν, τα μαλλιά της να γαργαλούν το πιο ευαίσθητο σημείο του κορμιού μου, είχα πια αποτρελαθεί και χωρίς επιλογή άφησα τον εαυτό μου να εκραγεί.
Δεν έκανε πίσω ούτε λεπτό. Ρουφώντας άπληστα κάθε σταγόνα από τους χυμούς μου συνέχισε με τέτοιο πάθος που με έκανε να φτάσω στον έβδομο ουρανό. Ο οργασμός μου είχε φτάσει στο αποκορύφωμα, το σώμα μου τρανταζόταν σαν τρελό αλλά εκείνη δεν έλεγε να σταματήσει.
«Μπέλλα» ούρλιαξα και σαν να το κατάλαβε σταμάτησε ασθμαίνοντας και ήρθε και με αγκάλιασε κρύβοντας το κεφάλι της μέσα στον ώμο μου.
«Τι έκανα για να το αξίζω αυτό;» μονολόγησα με πάθος με την ανάσα μου ακόμα να χάσκει. Αφήνοντας ένα φιλί πάνω στον λαιμό μου με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που κόντεψε να με πνίξει.
«Ο πίνακας» είπε πνιγμένα και την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Όλα αυτά για έναν πίνακα;» ρώτησα χωρίς να το πιστεύω και εκείνη κατένευσε ενώ σούφρωνε τα χειλάκια της και τα ματάκια της λυπημένα.
«Αχ βρε κουτό» είπα χωρίς να το πιστεύω ακόμα ενώ την φώλιαζα στην αγκαλιά μου.
«Είναι ότι πιο όμορφο έχουν κάνει για μένα» συνέχισε εκείνη και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα εισέπνευσα το υπέροχο άρωμα της ενώ της άφηνα ένα απαλό φιλί πάνω στα μαλλιά της. 
«Αν σου αρέσει τόσο πολύ είναι δικός σου» της είπα με ειλικρίνεια και σήκωσε το κεφάλι της για να με κοιτάξει.
«Αν αρχίσεις να μου χαρίζεις κάθε πίνακα που μου αρέσει, τι θα σου μείνει στο τέλος για την έκθεση μου λες;» με ρώτησε και άρχισα να γελάω.
«Σωστό και αυτό» της ανταπέδωσα και αφήνοντας την ανάσα της ξάπλωσε ξανά πάνω στο στήθος μου και άρχισε να μου χαϊδεύει με τα ακροδάχτυλα της το στερνό.
«Δεν θέλω να το χαλάσω αλλά πρέπει να σηκωθούμε» είπα απολογητικά.
«Έχεις δουλειά;» μουρμούρισε ενώ άφηνε ένα απαλό φιλί πάνω στο στήθος μου.
«Θες να έρθεις μαζί μου;» της πρότεινα και σήκωσε το κεφαλάκι της για να με κοιτάξει στα μάτια.
«Μπορώ;» ρώτησε όλο ελπίδα με τα ματάκια της να φωτίζονται.
«Φυσικά και μπορείς» της απάντησα ενώ της φίλησα απαλά τα χείλια και σηκώθηκε σαν ελατήριο.
«Τότε σήκω. Δεν θέλω να σε καθυστερώ» είπε γεμάτη ζωντάνια ενώ έπιανε τα ρούχα της από το πάτωμα και πριν κάνει άλλο ένα βήμα, την κράτησα από το χέρι και την τράβηξα κοντά μου.
«Όχι πριν πάρουμε πρωινό»…

* … *

Στον δρόμο για το ξενοδοχείο, ήταν τόσο χαρούμενη που ερχόταν μαζί μου που έλαμπε ολόκληρη. Είχε ανοιχτεί τόσο πολύ που όλη την ώρα δεν άφηνε το χέρι μου για κανέναν λόγο. Η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι. Μου έλεγε τα πάντα. Πως έπεισε τους γονείς της ότι βρήκε νέα δουλειά. Πως είχε μαζέψει τα πράγματα της και είχε φύγει ‘για την νέα της δουλειά’. Πως ραδιούργησαν με την φίλη της την Άλις για να καταφέρουν να τους ξεγλιστρήσουν. Πως ανυπομονούσε να έρθει να μου πει τα καλά της νέα…
Μόλις όμως αναγνώρισε τον δρόμο, ξαφνικά πάγωσε και γύρισε να με κοιτάξει σχεδόν τρομοκρατημένη.
«Που πάμε;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα.
«Στο ‘Φορ Σιζονς’» της απάντησα απλά και την ένοιωσα να πνίγεται.
«Γιατί δεν μου το είπες;» σχεδόν αναφώνησε και δεν ήξερα τι να υποθέσω.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ρώτησα και εγώ με την σειρά μου χωρίς να μπορώ να καταλάβω τον ξαφνικό της πανικό.
«Εγώ… εγώ να…» δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. «Δούλευα παλιά εδώ και…».
«Σε πιάσανε να κλέβεις και σου έχουν κάνει περιοριστικά μέτρα;» ρώτησα μεταξύ αστείου και σοβαρού και εκείνη άνοιξε τα μάτια της διάπλατα με φρίκη.
«Φυσικά και όχι» αναφώνησε και την κράτησα μέσα στην αγκαλιά μου.
«Μην τσιμπάς. Δεν θα το πίστευα ακόμα και αν μου το έλεγες. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τον πραγματικό λόγο του πανικού σου» είπα με ειλικρίνεια και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ξεφύσησε βαριά.
«Πώς να το πω…» κόμπιασε. «Απλά όταν έφυγα δεν έφυγα με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Μάλωσα άσχημα με τον διευθυντή» διευκρίνισε και της έτριψα τον ώμο παρηγορητικά.
«Μην σε νοιάζει τώρα αυτό. Βάλε την κουκούλα και τα γυαλιά του ηλίου σου και θα τα κανονίσω όλα εγώ» με κοίταξε δύσπιστα. «Έχε μου λίγο εμπιστοσύνη» την παρακάλεσα και αφού κοίταξε άλλη μια φορά την είσοδο του ξενοδοχείου παραιτήθηκε.
«Ας ελπίσουμε να μην με αναγνωρίσει κανείς».
«Έλα, θα δεις, όλα θα πάνε καλά» την παρότρυνα και αφού έκανε ότι της είχα πει, υπέκυψε και με ακολούθησε.
«Καλημέρα. Θα μπορούσα να έχω το κλειδί για την προεδρική σουίτα;» ρώτησα τον υπάλληλο της ρεσεψιόν και αφού κοίταξε προς την Μπέλλα γύρισε ξανά την ματιά του προς το μέρος μου.
«Ξέρετε ότι δεν επιτρέπονται επισκέπτες» μου έκανε παρατήρηση και άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά με ένταση.
«Δεν είναι επισκέπτης. Είναι ο βοηθός μου. Τώρα θα μου δώσει το κλειδί ή θα πρέπει να φτάσω μέχρι το αφεντικό σου για να κάνω την δουλειά μου;» του είπα εριστικά και αφού ξεφύσησε τελικά υπέκυψε.
«Ορίστε, πάρ’ το αλλά μην ακούσω το παραμικρό παράπονο γιατί μετά εγώ θα είμαι αυτός που θα φτάσει μέχρι το αφεντικό σου» μου είπε αυστηρά αλλά δεν μάσησα μια.
Παίρνοντας το κλειδί, γύρισα προς την Μπέλλα και μόλις έφτασα δίπλα της, έκανα νόημα να με ακολουθήσει.
Μπαίνοντας στο ασανσέρ, έβαλα το ειδικό κλειδί μέσα στην υποδοχή και πάτησα τον όροφο για την προεδρική σουίτα γυρίζοντας προς το μέρος της.
«Έχεις πάει στην προεδρική σουίτα;» την ρώτησα και με κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Στην προεδρική σουίτα;» ρώτησε δύσπιστα.
«Σε αυτήν θα κάνω τοιχογραφία» την ενημέρωσε και στριφογύρισε τα μάτια της.
«Πως το έπαθε ο γεροτσιγκούνης και την ανακαινίζει;» δεν κρατήθηκε και με ρώτησε.
«Από ότι μου είπε ο γιός του όπου και με προσέλαβε, θα περάσουν τη νύχτα μετά το γάμο του εδώ και θέλει να κάνει έκπληξη στην μέλλουσα γυναίκα του» την ενημέρωσα και με κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα.
«Πλάκα κάνεις» είπε σοκαρισμένη.
«Καθόλου» την διαβεβαίωσα και γυρίζοντας την πλάτη της έμεινε για λίγο στην σιωπή.
«Συμβαίνει κάτι;» την ρώτησα χωρίς να είμαι ικανός να κρατηθώ και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά αλλά χωρίς να με κοιτάει.
Δεν το έψαξα παραπάνω.
Φτάνοντας στον όροφο μας, την παρέσυρα μαζί μου κρατώντας από την μέση της και μόλις έφτασα μπροστά στην πόρτα έβαλα την κάρτα κλειδί στην υποδοχή και την άνοιξα. Μπαίνοντας η Μπέλλα άρχισε να το κοιτά τελείως αδιάφορα. Σαν να το είχε ξαναδεί; Σαν να μην την ενδιέφερε και τόσο; Θα σας γελάσω. Φτάνοντας όμως στο δωμάτιο όπου και ανακαίνιζα έμεινε στήλη άλατος.
«Δεν μπορεί να δέχτηκε κάτι τέτοιο» αναφώνησε με πνιγμένη φωνή και την κοίταξα παραξενευμένος.
«Γιατί όχι;» την ρώτησα με περιέργεια.
«Γιατί παρά είναι συντηριτηκούρα για κάτι τόσο προχωρημένο» εξέφρασε τις σκέψεις της με εμφανή αηδία προς το πρόσωπο του.
«Δεν τον συμπαθείς και πολύ» παρατήρησα και ανατρίχιασε ολόκληρη από αηδία.
«Τον σιχαίνομαι» έφτυσε με ένταση αλλά μόλις το κατάλαβε γύρισε προς το μέρος μου. «Όχι και τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον είναι καλό εγώ να φύγω πριν έχουμε καμία δυσάρεστη εξέλιξη» προσπάθησε να μου ξεγλιστρήσει αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρει.
«Δεν υπάρχει περίπτωση. Υποσχέθηκες ότι θα βοηθήσεις. Στην τελική αν εμφανιστεί από το πουθενά, μπορείς να κρυφτείς κάπου, τόσο μεγάλο είναι» πρότεινα και για λίγο το σκέφτηκε.
«Εντάξει, το υποσχέθηκα και θα το κάνω, αλλά δεν καταλαβαίνω πως μπορώ εγώ να σε βοηθήσω» είπε παραπονιάρικα και χαμογέλασα.
«Για αρχή, καλό είναι να φορέσεις αυτό» της απάντησα βγάζοντας ένα t-sirt μου από το σακίδιο που είχα μαζί μου και πιάνοντας το με κοίταξε ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι.
«Μόνο;» ρώτησε πονηρά και το χαμόγελο μου έγινε μεγαλύτερα.
«Αν θες να κρατήσεις και τα εσώρουχα σου κάν’ το αλλά δεν σου εγγυώμαι ότι θα μείνουν ανέπαφα από τις μπογιές» της ανταπέδωσα και γέλασε.
«Λέω να το διακινδυνεύσω» μου είπε χαριτολογώντας και καθώς ανασήκωσα τους ώμους μου γύρισα από την άλλη και άρχισα να ετοιμάζομαι και εγώ.




ESCAPE POLH FANTASMA