Το χρυσό χρώμα αντανακλά μια
πνευματική ανταμοιβή,
τον πλούτο, την βελτίωση και την ενίσχυση του περιβάλλοντός.
Δηλώνει, επίσης, αποφασιστικότητά και ανυποχώρητη φύση.
~ … ~
Μπέλλα
~ … ~
Μόλις φτάσαμε στο ‘Φορ Σιζονς’ κόντεψα να πάθω συγκοπή. Πως μπορούσε από
όλα τα μέρη του κόσμου εκείνος να είχε πιάσει δουλειά συγκεκριμένα εδώ;
Πραγματικά δεν μπορούσα να το πιστέψω. Αμ αυτό! Ο πιο τσιφούτης ολόκληρου του
κόσμου ξαφνικά τώρα του ήρθε να κάνει ανακαίνιση; Και μάλιστα με ένα τόσο
μοντέρνο έργο;
Αν είναι δυνατόν. Ποιος διάολο με έχει μουτζώσει δεν μπορώ να καταλάβω!
Καθώς άλλαζα για να βοηθήσω τον Έντουαρτ, κοίταζα την τοιχογραφία και δεν
το πίστευα.
Μέσα της δεν υπήρχε καμία συγκεκριμένη εικόνα όπως στους πίνακες του όμως
τα χρώματα του που είχε χρησιμοποιήσει, ήταν τόσο έντονα και τόσο ξεσηκωτικά
που βλέποντας τα και μόνο σε έκαναν να μην θες να βγεις από αυτό το δωμάτιο. Το
κόκκινο του πάθους, το κροκό της φωτιάς, το χρυσό της πολυτέλειας, έδινε σε όλο
το υπνοδωμάτιο της προεδρικής σουίτας ένα κύρος που την ανέβαζε ακόμα
περισσότερο.
«Λοιπόν! Τι πρέπει να κάνω;» τον ρώτησα καθώς γύρισε και γονατίζοντας στο
πάτωμα τον είδα να ανοίγει τις μπογιές του και με ένα πινέλο να τις ανακατεύει.
«Εσύ αναλαμβάνεις τα χαμηλά και εγώ τα ψηλά» είπε με σοβαρό ύφος και τον
κοίταξα σαν να κοίταζα ένα άλιεν.
«Δεν μιλάς σοβαρά» του είπα τρομοκρατημένα.
Καθώς γύρισε να με κοιτάξει ανασήκωσε τα φρύδια του και με το ίδιο σοβαρό
ύφος συνέχισε αυτό που έκανε και πριν.
«Έλα» με προέτρεψε να πάω κοντά του και τρεκλίζοντας το έκανα χωρίς να
είμαι σίγουρη ακόμα.
«Έντουαρτ είμαι τελείως άχρηστη μην μου το κάνεις αυτό. Αν κάνω κάποιο
λάθος…».
«Τότε θα με αναγκάσεις να το κάνω από την αρχή» είπε μεταξύ σοβαρού και
αστείου και τότε ήταν που τα έπαιξα τελείως. Τον είχα ικανό να το εννοεί.
Χωρίς να περιμένει άλλο, έβαλε λίγη μπογιά σε ένα ειδικό πλαστικό πλατύ
δοχείο πήρε το πινέλο του και σηκώθηκε. Πλησίασε την τοιχογραφία του και
φτάνοντας στην άκρη του, βούτηξε το πινέλο μέσα στην μπογιά και άρχισε να
γεμίζει το κενό που υπήρχε μέσα στο περίγραμμα που είχε κάνει ήδη από την
προηγούμενη μέρα.
«Αυτό είναι όλο. Δύσκολο;» ρώτησε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
Όχι εντάξει δεν ήταν και κάτι το δύσκολο αλλά τι θα γινόταν αν ξέφευγα από
τις γραμμές; Πως θα μπορούσα να το διορθώσω;
Δεν άρθρωσα λέξη. Προκειμένου να τον βοηθήσω τον πλησίασα και κράτησα στα
χέρια μου το δοχείο με την μπογιά και το πινέλο και προσπάθησα και εγώ. Ήμουν
πολύ αργή αλλά προκειμένου να κάνω κάτι λάθος καλύτερα να κάνουμε παραπάνω
μέρες να το τελειώσουμε παρά να του καταστρέψω αυτό το απίστευτο έργο που με
ξεσήκωνε ακόμα και έτσι.
Η ώρα περνούσε γρήγορα. Η δουλειά προχωρούσε από μέρος μου αργά αλλά
σταθερά, αλλά τόσο απρόσμενα γρήγορα από μέρος του που πίστευα ότι σήμερα θα
κατάφερνε – τουλάχιστον όσο αφορά το περίγραμμα της τοιχογραφίας – να τελειώσει
ώστε τις επόμενες μέρες να επικεντρωνόταν στο κυρίως θέμα του πίνακα που μέχρι
στιγμής δεν έδειχνε ποιο θα ήταν.
«Πρόσεχε» τον άκουσα απότομα να με επιπλήττει και από την τρομάρα μου το
πινέλο μου ξέφυγε και βγήκε έξω από τα περιθώρια.
«Έντουαρτ» γκάριξα μέσα από τα δόντια μου νευριασμένη που με έκανε να
χαλάσω αυτό που με τόσο κόπο παίδευα όλη αυτήν την ώρα και εκείνος άρχισε να
χαχανίζει.
«Για να δούμε τι έχουμε κάνει» συνέχισε σοβαρεύοντας ενώ κατέβαινε από την
σκάλα και βάζοντας την στην άκρη έκανε πιο πίσω για να θαυμάσει το έργο του.
Με την καρδιά μου να βροντοχτυπάει μέσα στο στήθος μου παράτησα το δοχείο
με την μπογιά στο πάτωμα μαζί με το πινέλο έμεινα στην θέση μου και περίμενα να
δω τις αντιδράσεις του. Δεν τολμούσα να πάω κοντά του, δεν θα άντεχα ούτε στην
ιδέα να είχα κάνει κάποιο λάθος που θα κατέστρεφε ότι είχε κάνει μέχρι
στιγμής.
Με το χέρι πάνω στο πιγούνι, τα μάτια του ανέκφραστα, κοίταζε την
τοιχογραφία αμείλητος. Ένα λεπτό, δύο λεπτά, τρία λεπτά… Επιτέλους!!!
Πόση ώρα χρειάζεται για να εκτιμήσει την δουλειά που είχαμε κάνει μέχρι
στιγμής;
Τα χείλη του σφίχτηκαν, το κεφάλι του άρχισε να κουνιέται αρνητικά, τα
μάτια του άρχισαν να δείχνουν τη δυσανασχέτηση του.
«Όχι» ήταν η μοναδική λέξη που βγήκε από το στόμα του και αμέσως μετά τον
είδα να παίρνει ένα κουβά γεμάτο με μπογιά και να είναι έτοιμος να τον πετάξει
προς τον τοίχο.
«Έντουαρτ Όχιιι» φώναξα και εγώ με την σειρά μου και την στιγμή που έριχνε
την μπογιά πάνω στον τοίχο μπήκα στην μέση ελπίζοντας να τον σταματήσω αλλά
ήταν πολύ αργά.
Όλη η μπογιά κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος του κορμιού μου. Τα μάτια μου και
τα χείλη μου, ευτυχώς για μένα είχαν προλάβει να σφραγίσουν. Τα μαλλιά μου όμως
δεν είχαν καμία ελπίδα, το μπλουζάκι και τα πόδια μου το ίδιο.
«Είσαι τρελός;» ούρλιαξα αγανακτισμένα ενώ προσπαθούσα μάταια να καθαρίσω
τα μάτια μου για να μπορέσω να τον κοιτάξω στα μάτια και πριν προλάβω να
καταλάβω από πού μου ήρθε τον ένιωσα να με γυρίζει απότομα και να με καθηλώνει
πάνω στον τοίχο.
«Τρελός για σένα» μουρμούρησε με τόσο πάθος που ένιωσα να μου κόβεται η
ανάσα.
«Ήταν μεγάλο λάθος να σε πάρω μαζί μου…» συνέχισε καθώς τα χέρια του διείσδυσαν
κάτω από το υγρό από τη μπογιά μπλουζάκι μου που είχε γίνει ένα με το κορμί
μου, αγγίζοντας αισθησιακά την σάρκα μου.
«… Αλλά χαίρομαι που το έκανα, είσαι η μεγαλύτερη έμπνευση που θα μπορούσα
να έχω… η καλύτερη μούσα» κατέληξε και καθώς μου ξέφυγε ένας λαρυγγικό αγκομαχητό,
με ξεκόλλησε από τον τοίχο και μου έβγαλε αργά την μπλούζα.
Το στήθος μου γυμνό ακούμπησε πάνω στην κρύα επιφάνεια του τοίχου,
αναμίχθηκε με την μπογιά και καθώς τρίφτηκε πάνω του άρχισε να ερεθίζεται τόσο
πολύ που οι θηλές μου άρχισαν να πονούν από την ηδονή.
«Έντουαρτ» μουρμούρισα εκστασιασμένη.
«Αυτό το έργο είναι μόνο για σένα» ανταπέδωσε το ίδιο εκστασιασμένος και
τραβώντας απότομα το σλιπάκι μου, κάνοντας το κομμάτια το απομάκρυνε από πάνω
μου.
Νιώθοντας τον να ξεκολλάει από πάνω μου για λίγο πήρα μια ανάσα. Ήξερα τι
θα επακολουθήσει και το περίμενα με τόση ένταση που το κορμί μου άρχισε να
τρέμει. Τον ήθελα και εγώ. Τον ήθελα μέσα μου. Τώρα.
«Μην κουνηθείς σπιθαμή» διέταξε και με κομμένη την ανάσα υπάκουσα.
Τα δάχτυλα του τυλίχτηκαν ανάμεσα από τα δικά μου. Τα χέρια του
καθοδηγούσαν τα δικά μου να σηκωθούν ψηλά. Το σώμα του αγγίζοντας απαλά το δικό
μου το ανάγκαζαν να ακουμπήσει πάνω στον καμβά του τοίχου που ακόμα ήταν κενός.
Τι προσπαθούσε να κάνει; Ήταν η πρώτη μου σκέψη αλλά μόλις ένιωσα τον ανδρισμό
του να με ακουμπά άφησα όλες τις σκέψεις μου στην άκρη.
«Έντουαρτ» κλαψούρισα με προσμονή.
«Σσσς» μου υπέβαλε να σωπάσω. Τα χείλη του αναζητούσαν την επιδερμίδα μου,
τα χέρια του ελευθέρωσαν τα δικά μου.
«Μην κουνηθείς» επανέλαβε επιτακτικά και χωρίς επιλογή τον υπάκουσα.
«Αν κουνηθείς θα με αναγκάσεις να το κάνω από την αρχή» με προειδοποίησε
και αν και ήθελα όσο τίποτα να μην υπακούσω τελικά έκανα ότι μου ζήτησε γιατί
φοβόμουν ότι θα του χάλαγα την τοιχογραφία του.
Τα χείλη του, με έναν αισθησιακό τρόπο, χάραζαν ένα πύρινο μονοπάτι προς
τους γλουτούς μου. Η κοιλιά μου σφίχτηκε, η ανάσα μου κόπηκε στην μέση αλλά όσο
κράταγα ακόμα παρέμενα ακίνητη. Τα χέρια του σφαλιάρισαν τα κολωμέρια μου αφήνοντας
ένα υγρό αποτύπωμα μπογιάς του χεριού του και τα έσφιξαν δυνατά κάνοντας με να αγκομαχήσω
τόσο δυνατά που φοβήθηκα ότι αν πέρναγε κανείς έξω από το δωμάτιο θα μπορούσε
να μας ακούσει.
«Σσσς ήρεμα μωρό μου, δεν θέλουμε να χάσουμε την δουλειά! Έτσι δεν είναι;»
ρώτησε παιχνιδιάρικα και με έκανε να τρελαθώ.
Πως θα μπορούσα να υπακούσω στα θελήματα του όταν με τρέλαινε τόσο πολύ;
Πως θα μπορούσα να τα κάνω όλα αυτά και ταυτόχρονα να συγκρατηθώ και ακίνητη;
Νιώθοντας για άλλη μια φορά τον ανδρισμό του, σκληρό και υγρό από το
προφυλακτικό πάνω στους γλουτούς μου κάθε σκέψη πήγε περίπατο.
Όμως αντί να μπει μέσα μου όπως περίμενα, άφησε
την πλάτη μου ακάλυπτη και με το ελεύθερο χέρι του χάιδευε με τα δάχτυλα του
την πλάτη μου αργά και ηδονικά σχηματίζοντας μοτίβα αόρατα σε εμένα.
«Τι κάνεις?» τον ρώτησα ξεψυχισμένα καθώς το
ερωτικό άγγιγμα του έστελνε ρίγη απόλαυσης σε όλο μου το σώμα που έκαναν τα
γόνατα μου να λυγίζουν.
«Ζωγραφίζω» ψιθύρισε παιχνιδιάρικα στο αυτί μου
και έπειτα δάγκωσε το λοβό μου και απομακρύνθηκε. Τα δάχτυλα του έκοβαν βόλτες
στην πλάτη μου αδιάκοπα, στη βάση του λαιμού, στην ευθεία της σπονδυλικής μου
στήλης, χαμηλά στη μέση, και με κάθε πέρασμα έσκαβαν όλο και πιο βαθιά στο
δέρμα μου.
Η επιπλέον πίεση μου επέτρεπε να καταλαβαίνω εν
μέρει τα σχέδια που ζωγράφιζε πάνω μου. Κάποιες ασυνάρτητες καμπύλες –ή
τουλάχιστον ασυνάρτητες σε εμένα- μερικές καρδιές…
Η καρδιά μου κόντευε να εκραγεί, ένιωθα ότι αν
δεν τον είχα σύντομα μέσα μου θα πέθαινα, ήταν λες και το δέρμα της πλάτης μου
συνδέονταν κατευθείαν με την κλειτορίδα μου.
Θα ικέτευα, δεν ήμουν υπεράνω αυτού, τον ήθελα και αν χρειαζόταν να παρακαλέσω θα το έκανα χωρίς καμία ντροπή.
Θα ικέτευα, δεν ήμουν υπεράνω αυτού, τον ήθελα και αν χρειαζόταν να παρακαλέσω θα το έκανα χωρίς καμία ντροπή.
Ήμουν τόσο χαμένη που μόνο οι λέξεις «Έντουαρντ.
Σέξ. Τώρα.» επαναλαμβάνονταν στο μυαλό.
Άνοιξα το στόμα μου για να τον ικετεύσω να
σταματήσει τα προκαταρκτικά και να μπει στο ψητό όταν ένιωσα τα δάχτυλα του να
μπήγονται με ορμή αρκετή να με μελανιάσει στο δέρμα μου. Χάραξε αργά κατά μήκος
της σπονδυλικής μου στήλης ένα Ε και συνέχισε κατακόρυφα με ένα D και ένα W και
σιγά σιγά όλο το όνομα του.
Καιγόμουν, είχα πάρει φωτιά!! Μέχρι φτάσει στο
τελευταίο D του ονόματος του ένιωθα λες το σώμα μου είχε μετατραπεί σε λάβα. Τον άκουσα να βογκά πίσω μου μόλις
τελείωσε το έργο του και υπέθεσα το θαύμαζε.
«Δικιά μου» γρύλισε στο αυτί μου κολλώντας και
πάλι πάνω μου. Κάτι άναρθρο βγήκε από το στόμα μου ως απάντηση και οι σκέψεις
μου είχαν μειωθεί σε μια ατέλειωτη επανάληψη του ονόματος του Εντουαρντ
Εντουαρντ Εντουαρντ Εντουαρντ Eντουαρντ
…
«Είσαι έτοιμη για μένα μωρό μου;» ρώτησε και αρκέστηκα σε ένα καταφατικό
κούνημα του κεφαλιού μου. Δεν μπορούσα να μιλήσω, τα χείλη μου είχαν σχεδόν
σκιστεί από τα δόντια μου που τα δάγκωνα με δύναμη αγνοώντας το χρώμα που είχε
παραμείνει ακόμα εκεί.
«Μην ξεχνάς να μην κουνηθείς» επανέλαβε και δεν άντεξα άλλο.
«Έντουαρτ» προειδοποίησα με όση ψυχική δύναμη είχα και μόλις τον ένιωσα να μπαίνει μέσα μου και να με γεμίζει μέχρι το τέρμα μου δεν κρατήθηκα άλλο και ούρλιαξα όλο το πάθος που είχε συσσωρευτεί μέσα μου.
«Μην ξεχνάς να μην κουνηθείς» επανέλαβε και δεν άντεξα άλλο.
«Έντουαρτ» προειδοποίησα με όση ψυχική δύναμη είχα και μόλις τον ένιωσα να μπαίνει μέσα μου και να με γεμίζει μέχρι το τέρμα μου δεν κρατήθηκα άλλο και ούρλιαξα όλο το πάθος που είχε συσσωρευτεί μέσα μου.
«Ήσυχα μωρό μου αλλιώς θα μαζευτεί όλο το ξενοδοχείο εδώ» και μόνο στην
σκέψη αυτή το στόμα μου σφράγισε ξανά όχι όμως και το πάθος μου.
Με τα καυτά του χέρια να απλώνουν την μπογιά πάνω στο σώμα μου και να με
αγγίζει όπου τον είχα περισσότερο ανάγκη το κορμί μου ξύπνησε από τον λήθαργο
και άρχισε να του χαρίζει όλο το αρρωστημένο πάθος που είχε για εκείνον και
εκείνος για αντάλλαγμα που έδινε απλόχερα περισσότερα.
Το μέλος του χτύπαγε με δύναμη το τέρμα μου και εκείνο ξεσπούσε. Οι
συσπάσεις στην κοιλιά μου με είχαν αποδιοργανώσει, η ηδονή που ένιωθα έκανε την
ανάσα μου να λιγοστεύει και εκεί που ήμουν έτοιμη να του τα δώσω όλα εκεί τον
ένιωσα να φτάνει και στο δικό του τέρμα. Μόλις τα δάχτυλα του τυλίχτηκαν ξανά
γύρω από τα δικά μου ακούμπησα το μάγουλο μου πάνω στον τοίχο και έκλεισα τα
μάτια μου σφιχτά. Το σώμα μου τρανταζόταν με τόση ένταση που δεν ήξερα για πόση
ώρα ακόμα θα μπορούσα τα πόδια μου να με κρατούν όρθια.
«Έτοιμη μωρό μου» ρώτησε με δυσκολία καθώς ένιωθα ότι δεν άντεχε άλλο να το
κρατήσει.
Για απάντηση το σώμα μου του χάρισε όλους τους χυμούς του και μόλις τους
ένιωσε ξέσπασε και εκείνος μέσα μου όλο το βάρος που τον πλάκωνε.
«Σε ευχαριστώ» τον άκουσα να λέει με πάθος και γύρισα να τον κοιτάξω
παραξενευμένη.
«Για πιο πράγμα;» ρώτησα ασθμαίνοντας.
«Θα καταλάβεις όταν το τελειώσω» είπε μόνο και πριν προλάβω να πω κάτι
εκείνος συνέχισε.
«Έλα να βγάλουμε τις μπογιές από πάνω μας και να πάμε να φάμε κάτι. Θα
πρέπει να έχεις πεθάνει της πείνας»
Πείνα! Ναι πράγματι πείναγα αλλά όχι για φαΐ…
~ … ~
Έντουαρτ
~ … ~
Είχε ξεπεράσει κάθε μου προσδοκία. Κάθε όνειρο έγινε έτσι απλά
πραγματικότητα. Κάθε ευχή μου είχε πλέον πραγματοποιηθεί!
Τα γεγονότα που διαδεχόντουσαν το ένα, το άλλο ήταν τόσο γρήγορα που δεν
προλάβαινα να πάρω ανάσα όμως άξιζε τον κόπο. Σήμερα που ήταν η μεγαλύτερη μέρα
της καριέρας μου, ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Όχι μόνο θα είχα το μοναδικό άτομο που ήθελα να είναι στο πλάι μου αλλά ο ίδιος
μου ο πατέρας θα έκανε την παρέμβασή και θα ερχόταν και εκείνος. Δεν ξέρω αν θα
ικανοποιούσα τις προσδοκίες του αλλά μόνο που θα ερχόταν μου έφτανε και με το
παραπάνω.
Από τότε που έφυγα από το σπίτι και την ζωή του, δεν θέλησε να ακούσει
κουβέντα για μένα… Τι θα μπορούσε τώρα να τον κάνει να αλλάξει γνώμη; Δεν ήξερα
και για να είμαι και ειλικρινής δεν με ενδιέφερε πια. Αυτό που ήθελα το είχα
και με το παραπάνω δεν είχα πια την ανάγκη του.
Βλέποντας την να βγαίνει από την τουαλέτα η ανάσα μου κόπηκε στην μέση.
Μέσα στο στενό μπλε ηλεκτρικ φόρεμα που αναδείκνυε τέλεια της καμπύλες της ήταν
μια οπτασία.
«Δεν πιστεύω να άργησα;» ρώτησε
αγχωμένα και καθώς κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά πήρε μια βαθιά ανακουφιστική
ανάσα.
«Όχι δεν άργησες αλλά αν δεν φύγουμε αμέσως δεν σου εγγυώμαι ότι θα
φτάσουμε ποτέ» είπα ειλικρινά και με κοίταξε τρομοκρατημένα.
«Δεν υπάρχει περίπτωση» αναφώνησε και με γρήγορα βήματα, αποφεύγοντας ακόμα
και να με αγγίξει, άρπαξε το παλτό της και το φόρεσε όσο μπορούσε πιο γρήγορα.
Δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό.
Φτάνοντας στην έκθεση, χωρίς να αποχωρίζομαι στιγμή το χέρι της για να
παίρνω κουράγιο, μπήκαμε μέσα και αμέσως η υπεύθυνη της γκαλερί ήρθε να μας
υποδεχτεί.
«Καλώς τους! Είσαι έτοιμος για την μεγάλη βραδιά;» ρώτησε με ένα τεράστιο
χαμόγελο δηλώνοντας έκδηλα την ικανοποίηση της για τα εκθέματα που ήταν
κρεμασμένα πάνω στους τοίχους που περιμέναν τους λάτρεις του είδους για να τα
δουν.
«Αν πω όχι θα φανώ πολύ δειλός» της γύρισα πίσω και έκανε μια γκριμάτσα
αγανάκτησης.
«Είσαι γεννημένος γι’ αυτό! Γι’ αυτό σταμάτα τις βλακείες και πήγαινε πάρε
ένα ποτό να χαλαρώσεις και άσε όλα τα υπόλοιπα πάνω μου» διέταξε επιτακτικά και
πριν φύγει γύρισε προς την Μπέλλα.
«Ελπίζω να μην σου βγάλει το λάδι με τις ανόητες αμφιβολίες του» της είπε
συνωμοτικά και η Μπέλλα μου χαμογέλασε στριφογυρίζοντας τα μάτια της.
«Το έχει κάνει ήδη αλλά δεν του δίνω σημασία πια. Ξέρω από πρώτο χέρι πόσο
υπέροχοι είναι όλοι τους».
«Και πολύ καλά κάνεις… Ωπ… ήρθαν οι πρώτοι. Θα σας δω σε λίγο» είπε γρήγορα
και έφυγε από κοντά μας για να πάει να υποδεχθεί τους νεοφερμένους.
«Πως νιώθεις;» με ρώτησε μόλις μείναμε μόνοι και η μοναδική απάντηση που
μπορούσα να της δώσω είναι να φέρω το χέρι της κοντά στα χείλη μου και να το
φιλήσω τρυφερά παίρνοντας μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα.
«Όλα θα πάνε καλά» την άκουσα να μου λέει και καθώς άνοιξα τα μάτια την
κοίταξα μέσα στα μάτια της.
«Ξέρω ότι δεν έχει τύχει να το συζητήσουμε το θέμα των γονιών μου και
σίγουρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτό, όμως σήμερα θα έρθει ο πατέρας
μου και θα ήθελα όσο τίποτα να εντυπωσιαστεί» εξέφρασα τελικά τον μεγαλύτερο
φόβο μου και χωρίς καν να το ζητήσω, εκείνη έσβησε την απόσταση που μας χώριζε και
τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου με έκλεισε μέσα στην αγκαλιά
της.
«Όλα θα πάνε τέλεια» επανέλαβε με πάθος και πήρα μια βαθιά ανάσα ελπίζοντας
να έχει δίκιο.
Όλοι η υπόλοιπη βραδιά κύλισε πολύ γρήγορα. Λάτρεις της τέχνης από διαφορά
μέρη της χώρας είχαν καταφτάσει και η Λιζ, η υπεύθυνη της γκαλερί δεν σταμάταγε
να με συστήνει σε όλους τους. Δυστυχώς, αυτό είχε σαν επίπτωση η Μπέλλα να
μένει πίσω μόνη της αλλά χωρίς να δυσανασχετεί με παρότρυνε να συνεχίσω με το
πιο γλυκό και ζεστό της χαμόγελο γεμάτο από υπερηφάνεια για μένα και δεν ήθελα
τίποτα άλλο.
Την στιγμή που τα μάτια μου έπεσαν πάνω στον πατέρα μου η καρδιά μου
σταμάτησε να χτυπά. Στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας και κοίταζε γύρω του αλλά
τα πόδια μου αδυνατούσαν να τον πλησιάσουν. Η Λίζ που τον είδε και εκείνη πήγε
γρήγορα κοντά του να τον υποδεχτεί ενώ εγώ αφού πρώτα βρήκα με την ματιά μου
την Μπέλλα πήγα κατευθείαν κοντά της ζητώντας συγνώμη από τον κύριο όπου είχε
έρθει να με συγχαρεί.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε αμέσως η Μπέλλα βλέποντας την αναστάτωση μου.
«Ο πατέρας μου» πρόλαβα να πω πριν ακούσω την φωνή της Λιζ πίσω μου.
«Έντουαρτ…» ο χρόνος πάγωσε. Γύρισα αργά. Τόσο αργά που θα έλεγες ότι
κάποιος είχε παγώσει τον χρόνο και ο μόνος που κουνιόμουν ήμουν μόνο εγώ.
«Πατέρα»……