Το Πράσινο συχνά
σχετίζεται με τη φύση, την υγεία, την ανάπτυξη και τη Γαλάνη. Όμως μπορεί να
σχετιστεί και με τον πλούτο, τον υλισμό, την απάτη και την ζήλια
....
Έντουαρτ
Έντουαρτ
....
«Ο πατέρας σου είναι ο κύριος Κάλεν; Ο κύριος Κάρλαϊλ Κάλεν;» αναφώνησε η
Μπέλλα με ένα ύφος σαν να με κατηγορούσε για κάτι και την κοίταξα
παραξενευμένος.
«Με γνωρίζεται;» την ρώτησε ο πατέρας μου πριν καταφέρω να ξεδιαλύνω μέσα
μου τι συνέβαινε και καθώς γύρισε προς το μέρος του πρόσεξα που δάγκωσε το κάτω
της χείλος πριν απαντήσει.
«Έχω διαβάσει σε περιοδικά για σας. Λυπάμαι ειλικρινά για την απώλεια σας»
του απάντησε εκείνη δείχνοντας μεγάλη συμπόνια για τον χαμό του μικρού μου
αδελφού που χάσαμε πριν από λίγο καιρό από μια καλπάζουσας μορφής καρκίνου.
«Σε ευχαριστώ καλή μου, το όνομα σου;» αποκρίθηκε ο πατέρας μου και εκείνη
έσπευσε να δώσει το χέρι της πρόθυμα.
«Μπέλλα, Μπέλλα Σου…» πριν ολοκληρώσει το επίθετο της έκανε μια παύση και
καθώς ξερόβηξε προσπάθησε ξανά. «Μπέλλα Σουάρες».
«Χάρηκα πολύ μικρή μου» της απάντησε
με ένα βλέμμα που το ήξερα πολύ καλά.
Όχι όμως δεν θα του έκανα την χάρη. Δεν θα του την χάριζα και αυτήν.
«Τι θες εδώ πατέρα;» τον ρώτησα εριστικά και η Μπέλλα με την Λίζ με
κοίταξαν σοκαρισμένες.
«Έντουαρτ» αναφώνησαν ταυτόχρονα αλλά δεν τους έδωσα καμία σημασία.
«Δεν πειράζει κυρίες μου. Έχω συνηθίσει την ανάγωγη συμπεριφορά του γιου
μου» τους είπε με μια γλυκύτητα που με έκανε να εκραγώ.
Σίγουρα δεν είχε έρθει για καλό. Τώρα πια ήμουν σίγουρος.
Καθώς το κινητό της Μπέλλας άρχισε να χτυπά διέκοψε οποιαδήποτε αντίδραση
μου προς το μέρος του.
«Εμένα να με συγχωρείται» είπε ενώ με κοίταζε έντονα σαν να προσπαθούσε να
μου περάσει το μήνυμα να συνετιστώ ώστε να μην κάνω καμία άλλη αρνητική
ενέργεια προς το μέρος του.
«Μας αφήνεις για λίγο μόνους καλή μου» απευθύνθηκε προς την Λιζ και καθώς
εκείνη κατένευσε έφυγε.
Μένοντας μόνος μαζί του ένιωσα περισσότερο ο εαυτός μου. Τώρα δεν θα υπήρχε
κανείς να με σταματήσει. Ή τουλάχιστον να το προσπαθήσει.
«Τι θες εδώ πατέρα;» απαίτησα ξανά με ένα όχι και τόσο ευγενικό τόνο.
«Ήρθα να σε καμαρώσω. Τόσο κακό είναι αυτό;» ρώτησε και καλά με έκπληξη.
«Να καμαρώσεις ότι με τόσο κόπο προσπάθησες να σταματήσεις;» η έκπληξη στο
πρόσωπο του ήταν τόσο προσποιητή που με έκανε να αναγουλιάσω.
«Ποτέ δεν σου απαγόρευσα να κάνεις το χόμπι σου…»
«Όπως βλέπεις μόνο χόμπι δεν είναι» τον διέκοψα και εκείνος δυσανασχέτησε.
«Τώρα που έκανες το κομμάτι σου… πίστευα…»
«Ότι θα γυρίσω πίσω μετανιωμένος; Όχι πατέρα αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Πήρα
τον δρόμο μου, καιρός να πάρεις και εσύ τον δικό σου και να μου αδειάσεις την
γωνιά. Ξέρεις για μια στιγμή πίστεψα όταν σε είδα ότι ήρθες όντως για εμένα,
ότι έστω για μία φορά θα συμπεριφερόσουν σαν πατέρας και όχι σαν επιχειρηματίας
αλλά όπως πάντα απογοητεύτηκα οικτρά. Δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω. Δεν
πρόκειται με κανέναν τρόπο να αλλάξω την ζωή μου για το χαζό εργοστάσιο σου.
Πάρ’ το και τρίψ’ το στην μούρη σου» του απάντησα με αηδία και πριν προλάβει να
πει τίποτα άλλο έφυγα από κοντά του για να μην τον βλέπω.
Καθώς είδα την Μπέλλα στο βάθος να με κοιτά με ένα παραπονεμένο ύφος έτρεξα
κοντά της.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα αγχωμένα και το παράπονο στα μάτια της έγινε πιο
μεγάλο.
«Πρέπει να φύγω» είπε αλλά το πρόσωπο της μαρτυρούσε ότι δεν ήθελε να το
κάνει.
«Έγινε κάτι;» δεν μπορούσα να μην αναρωτηθώ.
«Πρέπει να το κάνω τώρα. Λυπάμαι» τι έπρεπε να κάνει; Τι εννοούσε;
«Θα τα πούμε στο σπίτι, εντάξει;» ρώτησε με ελπίδα και φυσικά δεν μπορούσα
να της το αρνηθώ.
«Φυσικά και θα τα πούμε. Αλλά Μπέλλα…» δεν με άφησε να ολοκληρώσω την φράση
μου.
«Θα τα πας τέλεια. Να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου» μου έδωσε κουράγιο
και πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, άφησε ένα
τρυφερό φιλί πάνω στα χείλη μου και απομακρύνθηκε από κοντά μου.
Εγώ τώρα πώς να το έπαιρνα αυτό; Τι να έκανα; Να την έπαιρνα από πίσω ή να
την άφηνα να μου εξηγήσει όταν θα γύριζα στο σπίτι;
Την απάντηση την έδωσε η Λιζ που ήρθε στο πλάι μου και με κράτησε από το
μπράτσο.
«Έλα, υπάρχει πολύς κόσμος που περιμένει να σε συγχαρεί».
Δεν ήθελα να την ακολουθήσω. Η Μπέλλα ήταν για μένα πιο σημαντική από
οποιαδήποτε έκθεση ζωγραφικής. Άλλωστε, όλα τα έργα που είχα εκθέσει προτιμούσα
χίλιες φορές να τα χαρίσω σε εκείνη παρά να τα πουλήσω σε ένα μάτσο πλούσιους, που
στην τελική για εκείνους θα ήταν απλά άλλο ένα απόκτημα που δεν θα τους
εκτιμούσαν καν. Όμως, καθώς την είδα να με κοιτά με τα ζεστά της μάτια και να
με παροτρύνει να γυρίσω πίσω στην έκθεση δεν είχα άλλη επιλογή. Ίσως να ήθελε
να μείνει για λίγο μόνη για να αντιμετωπίσει ότι είχε συμβεί. Δεν μπορούσα να
της το αρνηθώ. Αν συνέβαινε κάτι που θα χρειαζόταν την βοήθεια μου θα μου το
είχε πει, έτσι δεν είναι; Δεν ήξερα όμως πλέον δεν υπήρχε ελπίδα να το μάθω.
Εκείνη είχε πια χαθεί μέσα στο πλήθος.
Από την στιγμή που εκείνη είχε φύγει, η ώρα δεν έλεγε να περάσει. Όσο και
να προσπαθούσε η Λιζ να με κρατήσει απασχολημένο το δικό μου μυαλό βρισκόταν
χιλιόμετρα μακριά. Όμως την στιγμή που είδα τον Τζέικοπ Μπλακ δεν μπορούσα να
μην τον πλησιάσω. Η δουλειά που μου είχε προσφέρει ήταν για μένα πραγματικά μια
ανάσα ελπίδας.
«Κύριε Μπλακ» τον χαιρέτησα μόλις τον πλησίασα και εκείνος γυρίζοντας προς
το μέρος μου εκστασιασμένος έσπευσε να μου δώσει το χέρι του.
«Μετά από την καταπληκτική δουλειά που έκανες στην προεδρική σουίτα του
ξενοδοχείου μας, δεν περίμενα ότι θα το έλεγα αυτό αλλά πραγματικά με έχεις
αφήσει άφωνο. Τα έργα σου είναι το ένα καλύτερο από το άλλο».
«Σας ευχαριστώ για την φιλοφρόνηση…» προσπάθησα να τον καλμάρω πριν πει και
άλλα αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος.
«Φιλοφρόνηση;» επανέλαβε με δυσπιστία. «Όχι αγαπητέ μου, οι φιλοφρονήσεις
δεν έχουν καμία δουλειά μπροστά σε αυτά τα αριστουργήματα» συνέχισε εκείνος
ακάθεκτος και πραγματικά δεν ήξερα πώς να απαντήσω σε αυτό. Μέσα στην ημέρα
αυτή είχα ακούσει πολλά καλά σχόλια αλλά τα δικά του λόγια με είχαν φέρει σε
μεγάλη αμηχανία.
«Χαίρομαι που κατάφερα να σας καταπλήξω» κατάφερα να πω και εκείνος κούνησε
το κεφάλι του αρνητικά.
«Δεν κατάφερες μόνο να με καταπλήξεις αλλά και να με βάλεις σε σκέψεις»
απάντησε εκείνος και έμεινα να τον κοιτώ.
«Σε σκέψεις;» ρώτησα χωρίς να μπορώ να καταλάβω σε τι μονοπάτια θα
μπορούσαν τα έργα μου να μεταφέρουν τις σκέψεις του.
«Ξέρεις ότι πολύ σύντομα παντρεύομαι» μου εξήγησε και εγώ ένευσα θετικά για
να τον αφήσω να συνεχίσει.
«Γι’ αυτό θα ήθελα να ζητήσω άλλη μια χάρη από σένα».
«Τι είδους χάρη;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω η αινιγματική του ματιά με
έκανε να θέλω όσο τίποτα να μάθω τις σκέψεις του.
«Θα ήθελα να κάνεις το πορτρέτο της μελλοντικής κυρίας Μπλακ. Τι λες θα
μπορούσες να μου κάνεις αυτήν την τιμή;» πως μπορούσε να του το αρνηθεί άλλωστε
ήταν ο ευεργέτης του. Χωρίς εκείνον δεν θα είχε καταφέρει να μαζέψει τόσο
γρήγορα τα υλικά που χρειαζόταν για να φτιάξει αυτούς τους πίνακες.
«Φυσικά και θα μπορούσα. Η τιμή είναι όλη δική μου. Και αν μου επιτρέπεται θα ήθελα να είναι το γαμήλιο δώρο μου για εσάς»
του απάντησα θερμά και εκείνος για λίγο αγρίεψε.
«Δώρο; Όχι δεν θα το δεχτώ. Θα το κάνεις μόνο αν μου υποσχεθείς ότι θα
πληρωθείς κανονικά για τον κόπο σου» ήταν ανένδοτος.
«Δεν θα ήθελα να χαλάσουμε τις καρδιές μας μια τέτοια νύχτα» προσπάθησα να
τον καλμάρω και εκείνος πιάνοντας την ευκαιρία μου γέλασε με μεγάλη
ικανοποίηση.
«Οπότε έκλεισε. Αύριο έχω δείπνο με τα πεθερικά μου. Θα σε περιμένω για να
τους γνωρίσεις και φυσικά να δεις και το μοντέλο σου» είπε χωρίς να δέχεται
αντίρρηση και μιας που δεν είχα και κάτι κλεισμένο το δέχτηκα με μεγάλη
ευχαρίστηση.
«Τότε θα τα πούμε αύριο» συμπλήρωσε και καθώς με χαιρέτησε με άφησε και
πάλι μόνο.
Τι αναπάντεχη ανατροπή ήταν αυτή! Σήμερα σίγουρα ήταν ημέρα μου. Ήλπιζα
μονάχα να ήταν και όλα καλά με την Μπέλα…
Καθώς η βραδιά έφτασε στο τέλος της πήρα μια ανακουφιστική ανάσα και
ετοιμάστηκα να φύγω. Η Λιζ που αποχαιρετούσε και τους τελευταίους της
καλεσμένους μόλις με είδε έσπευσε να έρθει κοντά μου.
«Δεν φαντάζεσαι πόσο ικανοποιημένη είμαι. Πήγε πολύ καλύτερα από τις
προσδοκίες μου. Ήδη έχω προσφορές για τα περισσότερα έργα σου» μου είπε γρήγορα
με μάτια που έλαμπαν από χαρά.
«Χαίρομαι που δεν σε απογοήτευσα» της απάντησα εγώ χωρίς να συμμερίζομαι
την χαρά της.
«Θες να με τρελάνεις;» αναφώνησε. «Εγώ σου λέω ότι έσκισες και εσύ ακόμα με
κοιτάς σαν να μην είναι το πιο σημαντικό νέο που έχεις ακούσει; Αύριο όλες οι
εφημερίδες θα μιλάνε για σένα και εσύ ακόμα μου το παίζεις ηττοπαθής;» από το
ύφος της και μόνο φαινόταν ότι δεν μπορούσε να το πιστέψει.
«Δεν είναι ότι δεν χαίρομαι…»
«Αλλά;» με προέτρεψε να συνεχίσω και πήρα μια κουρασμένη ανάσα.
«Λιζ, για μένα δεν έχουν σημασία όλα αυτά και το ξέρεις. Δεν χρειάζομαι την
αναγνώριση…»
«Και τότε ποιος ο λόγος της έκθεσης;» μου αντιγύρισε σταυρώνοντας τα χέρια
της μπροστά στο στήθος ενώ με κοίταζε με δυσπιστία.
«Πρέπει και να ζήσω ξέρεις. Δεν τρώω μπογιές» της απάντησα εγώ και
ανοίγοντας το στόμα της διάπλατα προσπάθησε κάτι να πει αλλά τελικά αποφάσισε
να το καταπνίξει.
«Ότι πεις. Δεν θα σου πάω σήμερα κόντρα αλλά κακομοίρη μου δεν τελειώσαμε
εδώ. Να είσαι σίγουρος ότι θα έχουμε και συνέχεια».
«Το ελπίζω» της απάντησα με κατανόηση.
Μπορεί εκείνη να μην μπορούσε να καταλάβει το σκεπτικό μου αλλά εγώ την
καταλάβαινα απόλυτα. Το να μπει η γκαλερί της στο τοπ 10 των καλυτέρων γκαλερί της χώρας για εκείνη ήταν μια
σημαντική κίνηση γι’ αυτό και αποζητούσε το τέλειο. Το να μπω εγώ στο τοπ 10
των καλύτερων ζωγράφων της χώρας, μου ήταν απλά αδιάφορο γι’ αυτό και μόλις
τελείωσαν οι υποχρεώσεις μου, έσπευσα να πάω εκεί που ήθελα να είμαι όλη αυτήν
την ώρα… Πίσω στο σπίτι μου.
Περιμένοντας το ασανσέρ να φτάσει στον όροφο μου η καρδιά μου άρχισε να
καλπάζει σαν τρελή. Ένα κακό προαίσθημα με έκανε να θέλω να μηδενίσω την
απόσταση και να βρεθώ ξανά κοντά της. Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που με έκανε να
τρελαίνομαι τόσο αλλά αυτή η συνάντηση με τον πατέρα μου δεν μου άρεσε καθόλου.
Ανοίγοντας την πόρτα του διαμερίσματος μου, μόλις την αντίκρισα να είναι
γονατιστή μπροστά στο στρώμα και να βάζει τα λιγοστά της ρούχα μέσα στο
σακβουαγιάζ της η καρδιά μου πάγωσε. Οι σκέψεις μου εξοστρακίστηκαν. Όχι δεν θα
μου το έκανε αυτό. Όχι και αυτή.
«Τι σου είπε;» απαίτησα να μάθω καθώς άφηνα την πόρτα πίσω μου να κλείσει
και εκείνη παραξενευμένη γύρισε να με αντικρίσει.
«Ποιος;» ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει αλλά με την ανάσα της να βγαίνει από
μέσα της γρήγορη.
«Ξέρεις ποιος μην μου κάνεις την ανήξερη τώρα» της επιτέθηκα ποιος σκληρά
από όσο σκόπευα και εκείνη με κοίταξε σαν να με κοίταζε για πρώτη φορά.
«Πραγματικά δεν καταλαβαίνω σε ποιον αναφέρεσαι» απάντησε ήρεμα ενώ
σηκωνόταν για να είναι στο ίδιο ύψος με το δικό μου.
«Αν δεν ξέρεις σε ποιον αναφέρομαι τότε προς τι όλο αυτό;» συνέχισα εγώ
ακάθεκτος και καθώς γύρισε και κοίταξε για λίγο την σακβουαγιάζ της άφησε την
ανάσα της να βγει βαριά από μέσα της και γύρισε ξανά να με αντικρίσει γεμάτη πόνο
στα μάτια της.
«Γιατί με εγκαταλείπεις Μπέλλα;» δεν ήμουν σίγουρος ότι ήθελε να ξέρω την
απάντηση αλλά έπρεπε να μάθω. Δεν θα πίστευα ποτέ ότι ήταν ακόμα μια σαν της
άλλες.
«Δεν εγκαταλείπω εσένα Έντουαρτ αλλά το σπίτι» απάντησε με απόλυτη
ειλικρίνεια και η ανάσα μου χάθηκε.
«Ξέραμε και οι δύο ότι μια μέρα θα γίνει αυτό» προσπάθησε με πολύ κόπο να
δικαιολογηθεί αλλά κάτι μέσα μου δεν μπορούσε με τίποτα να με καθησυχάσει.
«Βρήκες άλλο σπίτι;»
Δεν απάντησε αμέσως. Χαμηλώνοντας την ματιά της ζύγιζε τις σκέψεις της
ακροβατώντας μεταξύ της αλήθειας και ενός ψέματος και αφού πήρε την απόφαση της
σήκωσε την ματιά της και την κάρφωσε μέσα στην δική μου.
«Όχι» είπε αποφασιστικά. «Θα γυρίσω στους δικούς μου. Η περίοδος χάριτος
έφτασε στο τέλος της και τώρα πρέπει να τους αντιμετωπίσω ξανά. Όμως σου το
ορκίζομαι, δεν θέλω να είναι αυτό το τέλος» η ικετευτική της ματιά με έκανε να
λυγίσω.
Αφήνοντας στην άκρη όλα τα συναισθήματα που είχαν έρθει στην επιφάνεια,
έσβησα την απόσταση που μας χώριζε και χωρίς καθυστέρηση την πήρα μέσα στην
αγκαλιά μου.
«Από μένα όχι, δεν είναι αυτό το τέλος. Εσύ όμως…» δεν με άφησε να
συνεχίσω.
Σηκώνοντας το κεφάλι της κάλυψε τα χείλη μου με τέτοια ορμή που με άφησε
χωρίς ανάσα.
«Μόνο λίγο χρόνο. Αυτό σου ζητώ» είπε πάνω στα χείλη μου με τα μάτια της να
βουρκώνουν χωρίς ώμος να δακρύζουν.
«Χρειάζομαι λίγο χρόνο για να τους αντιμετωπίσω. Να τους δώσω να καταλάβουν
ότι δεν μπορούν να μου ορίζουν την ζωή. Να τους εξηγήσω ότι η ζωή μου ανήκει»
συνέχισε και χωρίς να έχω καμία αμφιβολία ότι ακριβώς έτσι είναι τα πράγματα
για εκείνην την έσφιξα για άλλη μια φορά στην αγκαλιά μου και της χάιδεψα απαλά
την πλάτη ενώ τα χείλη μου φίλαγαν τρυφερά τον κρόταφο της.
«Όσο χρόνο θες» της απάντησα με πάθος και εκείνη πήρε μια βαθιά ανακουφιστική
ανάσα.
«Ποιον εννοούσες πριν;» θέλησε να μάθει και ήταν σειρά μου να αναστενάξω.
«Τον πατέρα μου» της απάντησα χωρίς να κρυφτώ άλλο και εκείνη σήκωσε την
ματιά της για να με αντικρίσει.
Βλέποντας τον πόνο στα μάτια μου, χωρίς να της πως τίποτα παραπάνω τα
κατάλαβε όλα.
«Γι’ αυτό δεν τα πάτε καλά; Σε χώρισε από κάποια άλλη;» η ανάσα της που
πιάστηκε στον λαιμό της μαρτυρούσε το πόσο την πόναγε η σκέψη να είναι η καρδιά
μου δοσμένη σε κάποιαν άλλη.
Χωρίς να είμαι ικανός να της απαντήσω κατένευσα με πόνο.
«Και εκείνη; Θέλω να πω…» δεν χρειαζόταν να μου πει τίποτα. Από το βλέμμα
της και μόνο καταλάβαινα το πόσο την ζήλευε.
«Όσο ήμουν μαζί της πίστευα ότι ήταν η μοναδική. Μέχρι που γνώρισα εσένα
και από τότε όλα άλλαξαν. Εσύ είσαι αυτή που με έκανες να ευχαριστώ πια τον
πατέρα μου που με χώρισε από εκείνη» της απάντησα ειλικρινά αλλά από το ύφος
της κατάλαβα ότι δεν την είχα πείσει και τόσο.
«Τι την έκανε να φύγει;» θέλησε να μάθει και ίσως αν της τσαλάκωνα την
εικόνα της τότε να μπορούσα να την πείσω ότι μιλούσα ειλικρινά.
«Τα λεφτά. Της έκοψε μια επιταγή και εκείνη τα δέχτηκε» ο πόνος που
διαπέρασε την ματιά της με έκανε να νιώθω ότι με λυπόταν.
«Τόσο λίγη ήταν;» δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τότε ούτε και εγώ αλλά έτσι
ακριβώς ήταν τα πράγματα.
«Τόσο, γι’ αυτό σου λέω, δεν αξίζει ούτε να την σκέφτεσαι».
«Κάτσε!» είπε ξαφνικά «Όταν μπήκες νόμιζες ότι εγώ… Πίστεψες ότι θα
μπορούσα…» το πρόσωπο της σκεπάστηκε από αηδία και έκανε ένα βήμα μακριά μου.
«Όχι Μπέλα όχι!» είπα αμέσως και το εννοούσα «Άπλα όταν σε είδα να μαζεύεις
τα πράγματα σου πανικοβλήθηκα και μίλησα χωρίς να σκεφτώ! Και άλλωστε ο πατέρας
μου έχει αποδειχτεί πολύ ευρηματικός όταν πιστεύω ότι παρεκκλίνω από την εικόνα
ενός ‘‘Κάλεν’’ και ούτε καν το γεγονός ότι στα χαρτιά είμαι ένας Μέισεν
φαίνεται να τον εμποδίζει.» συμπλήρωσα λέγοντας σαρκαστικά το επώνυμο του
πατέρα μου.
Σκέφτηκε τα λόγια μου για λίγο και μάλλον την καθησύχασαν καθώς επέστρεψε
στην αγκαλιά μου.
«Τώρα ίσως μπορώ να καταλάβω γιατί έχεις τόση αντιπάθεια στα
πλουσιοκόριτσα» στην λέξη και μόνο δυσανασχέτησα.
«Μπορούμε να αλλάξουμε θέμα;» δεν ήταν και το καλύτερο μου.
Πιάνοντας το πρόσωπο μου και με τα δύο της χέρια με επέβαλε να την κοιτάξω.
Η καυτή ματιά της μου πήρε τα μυαλά αλλά οι απόλυτες της λέξεις με κάνανε να
επιβεβαιωθώ ότι αυτή ήταν η μία, αυτή που είχε κλέψει την ζωή μου και την είχε
ενώσει με την δική της. Για πάντα.
«Ποτέ δεν θα συμβεί το ίδιο σε μας» τόνισε. «Για μένα τα λεφτά δεν έχουν
καμία σημασία και δεν πρόκειται να σε προδώσω για όλα τα λεφτά του κόσμου» μου
είπε με μια σιγουριά και δεν ήθελα τίποτα άλλο.