Κίτρινο… Είναι το χρώμα της
λιακάδας!
Σχετίζεται με την ευτυχία, τη χαρά,
την ευφυΐα και την ενέργεια!
Ήταν πραγματικά
το πιο γρήγορο μπάνιο στα χρονικά που με έκανε να ελπίζω να μην είχα αφήσει
κανένα χρώμα απάνω μου. Πιάνοντας μια πετσέτα που κρεμόταν άρχισα να σκουπίζω
βιαστικά πρώτα τα μαλλιά μου και έπειτα το κορμί. Όταν ένιωσα ότι είχα
καθαριστεί τελείως την πέρασα γύρω από τους γοφούς μου και επιτέλους βγήκα από
το αχνιστό μπάνιο με τους υδρατμούς να με ακολουθούν.
Με το που με
είδε η ανάσα της σκάλωσε, τα μάτια της άρχισαν να με ρουφούν με όλη της την
ενέργεια τραβώντας με κοντά της αλλά εγώ είχα ήδη πάρει τις αποφάσεις μου και
δεν θα την άφηνα να με παρασύρει έτσι απλά.
«Όλα καλά;»
ρώτησα με ενδιαφέρον κοιτώντας προς το κινητό της με νόημα που ήταν πάνω στο
τραπέζι της κουζίνας όπου καθόταν περιμένοντας με. Ακολούθησε την ματιά μου.
«Α! Ναι» με διαβεβαίωσε
ενώ κούναγε το κεφάλι της προκειμένου να καθαρίσεις τις σκέψεις της αφήνοντας
την ανάσα που κρατούσε όλη αυτήν την ώρα να βγει από μέσα της αργά. «Θα πέσει
λίγη γκρίνια όταν γυρίσω αλλά δεν βαριέσαι» συνέχισε περισσότερο στον εαυτό της
παρά σε μένα.
«Αν υπάρχει
πρόβλημα...» κούνησε το κεφάλι της αρνητικά κόβοντας την φράση μου στην μέση.
«Μεγάλο παιδί
είμαι. Μπορώ να κάνω ότι θέλω» με διαβεβαίωσε και χαμογέλασα.
«Αλήθεια δεν
θυμάμαι να μου έχεις πει πόσο» της πέταξα εγώ μεταξύ σοβαρού και αστείου ενώ
γύριζα προς την ντουλάπα μου για να αλλάξω.
«Δεν ρωτάνε τις
κοπέλες την ηλικία τους» μου γύρισε το πείραγμα και καθώς άνοιξα την ντουλάπα
γύρισα και την κοίταξα δύσπιστα.
«Μην μου πεις
να έχεις πατήσει τα πρώτα -ίντα και να το κρύβεις καλά πίσω από κάποια
μεταμόσχευση προσώπου για να με ξεγελάσεις;» της ανταπέδωσα και καλά
σοκαρισμένος και άρχισε να γελά κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά.
Δεν ξέρω τι
είχε μεσολαβήσει όσο ήμουν στο μπάνιο αλλά ότι και να ήταν αυτό έδειχνε να την
έκανε και πάλι να είναι πιο ήρεμη και δεκτική.
«Και
μεταμόσχευση κορμιού, να είσαι σίγουρος. Ξέρεις βυζιά, κώλο, αφαίρεση λίπους
κλπ κλπ» μου ανταπέδωσε και έκρυψα το χαμόγελο μου καθώς έγειρα μέσα στην
ντουλάπα για να ξεκρεμάσω ένα μπλουτζιν.
«Τότε γιατί τα
κρύβεις;» ρώτησα χωρίς να την κοιτάζω σοβαρός και την άκουσα να ξεφυσά.
«Δεν τα κρύβω»
αντέδρασε και γύρισα κοιτώντας την δύσπιστα. «Οκ, οκ...» αναστέναξε παραδομένη.
«Την ημέρα που γνωριστήκαμε έκλεισα τα είκοσι δύο» είπε τελικά και έμεινα για
λίγο να την κοιτώ ενώ αυτόματα μου ήρθε άλλη μια ιδέα.
«Αυτό σίγουρα
πρέπει να το γιορτάσουμε» δήλωσα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση ενώ άρπαζα μια
πλεκτή γκρι μπλούζα ζιβάγκο πριν κλείσω την ντουλάπα μου.
«Έχεις καμία
καλή ιδέα;» ρώτησε πονηρά την στιγμή που πέρναγα την μπλούζα πάνω από το κεφάλι
μου και μόλις κάλυψα το γυμνό μου στήθος της ανταπέδωσα το ίδιο πονηρό βλέμμα.
«Την καλύτερη! Έλα!»
της απάντησα ενώ έπιανα το μπουφάν μου από το καβαλέτο που το είχα κρεμάσει και
με κοίταξε με απορία.
«Τι δεν θα το
κάνουμε εδώ;» ρώτησε αιφνιδιασμένη και μόλις κατάλαβε τι λόγια είχε
χρησιμοποιήσει δάγκωσε το κάτω της χείλος ενώ τα μάγουλα της άρχισαν να
ροδίζουν.
Αυτός ο
συνδυασμός αγριόγατας με ναζιάρικη γατούλα που εξέπεμπε με εξίταρε τόσο πολύ
που με απογείωνε τελείως αλλά δεν ήθελα να τα χάσω σήμερα. Έπρεπε να συγκρατήσω
τις ορμές μου για πολύ μετά, όταν πραγματικά θα την είχα πια όλη δικιά μου.
«Όχι» δήλωσα
σοβαρός εννοώντας το. «Σήμερα θέλω απλά να σε εξερευνήσω».
«Να με
εξερευνήσεις!» επανέλαβε με έκπληξη χωρίς να κάνει καμία κίνηση να σηκωθεί από
την καρέκλα της.
«Ναι να σε
εξερευνήσω. Ξέρεις... πως περπατάς, πως μιλάς, πως τρως τέτοια» της απάντησα
ενώ την πλησίαζα και με κοίταξε με μεγαλύτερη έκπληξη χωρίς να ξέρει τι να πει
γι’ αυτό. «Τρως έτσι δεν είναι;» συνέχισα εγώ ενώ της έτεινα το χέρι μου για να
την παροτρύνω να σηκωθεί και άνοιξε τα μάτια της διάπλατα.
«Φυσικά και
τρώω» αντέδρασε κάπως πιο έντονα από όσο σκόπευε και καταλαβαίνοντας το έσπευσε
να το σώσει. «Αλλά προσέχω και την σιλουέτα μου. Κακό είναι αυτό;» ρώτησε ενώ
δεχόμενη την προσφορά μου, έπιασε το χέρι μου και σηκωνόταν όρθια.
«Φυσικά και
όχι» της ανταπέδωσα εγώ και βάζοντας το χέρι μου πίσω από την πλάτη της άρχισα
να την παρασέρνω προς την πόρτα.
Την στιγμή που
πάτησα το κουμπί για να καλέσω το ασανσέρ εκείνη φόρεσε το μπουφάν της και την
μιμήθηκα και εγώ.
«Δεν μου είπες»
γυρίζοντας για να την κοιτάξω εκείνη συνέχισε. «Που θα πάμε;» ρώτησε και
χαμογέλασα πονηρά.
«Θα δεις»...
~*~*~*~
Κρατώντας την
από το χέρι, τρέξαμε μέσα στην βροχή χωρίς ομπρέλες, μέχρι την στάση του
λεωφορείου που εκείνη την ώρα έκλεινε τις πόρτες του. Για καλή μας τύχη ο
οδηγός μας λυπήθηκε και μας άνοιξε ξανά. Μπαίνοντας μέσα δεν υπήρχε πουθενά να
κάτσουμε και έτσι στριμωγμένοι πάνω στον στύλο μείναμε να κοιτάμε γύρω μας
γελώντας με τα ταρακουνήματα του λεωφορείου που έκανε τα σώματα μας να
ενώνονται τακτικά.
Έδειχνε τόσο
ξένοιαστη και δεν ήθελα τίποτα άλλο. Όμως μπαίνοντας στο μετρό μόλις κάτσαμε η
νευρικότητα της γύρισε. Την ένιωθα να είναι τόσο έξω από τα νερά της που δεν
ήξερα τι να υποθέσω. Έμοιαζε σαν να έμπαινε για πρώτη φορά ή σαν να πρόσεχε
κάθε γωνιά μην ξεπεταχτεί κάποιος και απειλήσει την ζωή της.
«Μην φοβάσαι
δεν πρόκειται να τους αφήσω να σε πειράξουν» της ψιθύρισα στο αυτί της και
καθώς μου χάρισε ένα από τα πιο εκτυφλωτικά της χαμόγελα, έγειρε στον ώμο μου
και απλά αφέθηκε.
Φτάνοντας στο
Σέντραλ Παρκ άρχισε να το κοιτά σαν να ήταν η πρώτη φορά που το επισκεπτόταν. Μα
ήταν δυνατόν; Δεν υπήρχε άνθρωπος που έμενε σε αυτήν την πόλη και να μην το
είχε κάνει έστω και μία φορά στην ζωή του. Ή ίσως όχι.
«Είναι η πρώτη
φορά που έρχεσαι εδώ;» τόλμησα να ρωτήσω και αμέσως κούνησε το κεφάλι της
αρνητικά.
«Όχι, αλλά πάνε
χρόνια από τότε που ήρθα για τελευταία φορά. Έχω πολύ όμορφες αναμνήσεις από
εδώ» με ενημέρωσε πρόθυμα και χάρηκα που ένιωσα να είναι τόσο ανοιχτή μαζί μου.
Φτάνοντας σε
ένα υπαίθριο πωλητή σταμάτησα και με κοίταξε παραξενευμένη.
«Είπες ότι
τρως» της υπενθύμισα και μαγκώθηκε.
«Χοτ-Ντογκ;»
ρώτησε με ένα παιδιάστικο μουτράκι.
«Γιατί όχι;»
της ανταπέδωσα εγώ και μόλις κράτησα τα Χοτ-Ντογκ στο χέρι, εκείνη πήρε τα
αναψυκτικά από τον πωλητή και με ακολούθησε στο πρώτο παγκάκι που βρήκαμε κοντά
μας.
Της πρόσφερα το
ένα μόλις άφησε τα αναψυκτικά δίπλα της και μόλις το πήρε στο χέρι της άφησε
την ανάσα της να βγει βαριά τσιμπώντας μια μικρή μπουκίτσα πολύ διστακτικά. Την
κοίταζα χωρίς να μιλώ και μόλις είδα να γουρλώνει τα μάτια της από ευχαρίστηση
δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το γέλιο μου και γέλασε μαζί μου βάζοντας το χέρι της
με την χαρτοπετσέτα μπροστά στο στόμα της.
«Είχα ξεχάσει
πόσο καλό ήταν» παραδέχτηκε και ευχαριστημένος από την αντίδραση της άρχισα να
τρώω και εγώ το δικό μου.
Η ώρα πέρναγε
τόσο ευχάριστα και ξένοιαστα που είχαμε χάσει πια την αίσθηση του χρόνου. Με
εκείνη να μου λέει όλα όσα την ευχαριστούσαν, την διασκέδαζαν και την
απασχολούσαν στον ελεύθερο της χρόνο σιγά σιγά άρχισα να μπαίνω στον καμβά του
εσωτερικού της κόσμου αλλά δεν ήταν αρκετό. Ο καμβάς ήταν τόσο φτωχός από τα
χρώματα που την αντιπροσώπευαν πραγματικά που ήθελα περισσότερα.
«Πάνω κάτω αυτά
είναι όλα» είπε μετά από μια στιγμή. «Πιστεύω ότι αυτά θα είναι αρκετά να
δημιουργήσεις το κάδρο της ζωής μου» συμπλήρωσε και συναίνεσα.
«Όπως το είπες…
το κάδρο, το περίβλημα αλλά εμένα ενδιαφέρει το εσωτερικό και δεν έχω σκοπό να
σε αφήσω να φύγεις μέχρι να το ανακαλύψω» δήλωσα αυστηρά και εκείνη μαγκώθηκε.
«Πως;» ρώτησε
σχεδόν τρομοκρατημένη και μόλις με είδε να σηκώνομαι και να πετώ τα απομεινάρια
του Χοτ-Ντοκ μου στον κάδο που υπήρχε δίπλα μου το ύφος της άλλαξε.
«Έλα» την
παρότρυνα να έρθει κοντά μου και αφού με μιμήθηκε και πέταξε το υπόλοιπο
Χοτ-Ντοκ της στον κάδο δέχτηκε το χέρι μου.
Τοποθετώντας
την στην μέση του χαλικόστρωτου δρομάκου, πήγα πίσω από την πλάτη της και καθώς
τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το κορμί της ψιθύρισα μέσα στο αυτί της.
«Σκέψου ότι
είναι καθημερινή και βαριέσαι. Είσαι μόνη και απλά περιπλανιέσαι στο πάρκο
παρατηρώντας τον κόσμο».
«Δεν είμαι καλή
ηθοποιός» με ενημέρωσε μεταξύ σοβαρού και αστείου.
«Δεν θέλω να
είσαι» την διαβεβαίωσα και μόλις την άφησα και άρχισα να απομακρύνομαι εκείνη
γύρισε και με κοίταξε με απορία.
Μόλις με είδε
να στέκομαι κάτω από μια ακακία και να την παρατηρώ, άφησε την ανάσα της να
βγει βαριά και γύρισε ξανά προς την άλλη μεριά σαν να ετοιμαζόταν να δώσει
κάποια παράσταση. Όμως δεν ήταν έτσι. Δεν ήταν αυτό που ήθελα και απλά περίμενα
μέχρι να χαλαρώσει.
Στην αρχή
ένιωθα να χάνετε, να απελπίζεται, να απορεί. Οι σκέψεις της σίγουρα γύριζαν
γύρω από διάφορα ερωτηματικά που την έβγαζαν σε αδιέξοδο. Τι ήθελα και ήρθα; Γιατί τον έπεισα να το κάνω αυτό; Όμως μόλις οι
πρώτες στάλες της βροχής έκαναν ξαφνικά την εμφάνιση τους τότε πάγωσε.
Κοίταξε προς
τον ουρανό και ανοίγοντας τα χέρια της διάπλατα έκλεισε τα μάτια και άφησε τις
στάλες να κατασταλάξουν πάνω στο πρόσωπο της, να ξεπλύνουν όλες τις μαύρες της
σκέψεις αλλά μόλις η βροχή δυνάμωσε κοκάλωσε. Στην αρχή άρχισε να τρέχει για να
προφυλαχτεί αλλά μετά απλά αποφάσισε ότι δεν την νοιάζει. Έψαξε να με βρει αλλά
τα μάτια της την εμπόδιζαν να με κοιτάξουν. Η αγωνία που την κατέκλισε με έκανε
να βγω από την κρυψώνα μου και μόλις η ματιά της συνάντησε την δική μου έτρεξε
κοντά μου.
«Τι κάνεις
κρυμμένος εδώ;» με ρώτησε με το πιο παιδιάστικο χαμόγελο που είχα δει ποτέ στο
πρόσωπο της. «Έλα» με παρότρυνε με το χέρι της απλωμένος προς το μέρος μου. «Χάνεις
όλη την διασκέδαση έτσι» συνέχισε και έτσι απλά με έβαλε μέσα στον κόσμο της.
Πως μπορούσα να
της το αρνηθώ;
~*~*~*~
Μπέλλα
~*~*~*~
Ξαπλωμένη πάνω
στο κρεβάτι κοίταζα το χειροποίητο τριαντάφυλλο που μου είχε φτιάξει από το
ασημόχαρτο του πακέτου των τσιγάρων του και το χαμόγελο μου είχε κολλήσει πάνω
στο πρόσωπο μου λες και κάποιος το είχε τσιμεντάρει εκεί. Ήταν τόσο
απρόβλεπτος, τόσο αυθεντικός, τόσο γνήσιος τζέντλεμαν που η καρδιά μου
αδυνατούσε να του αντισταθεί.
Είχαν περάσει
μόλις μερικές ώρες που είχαμε χωρίσει και που να με πάρει μου έλειπε τόσο πολύ…
Μου έλειπε το εκτυφλωτικό του χαμόγελο, το καυτό του φιλί, τα απαλά του χάδια,
το να είναι μέσα μου να με γεμίζει ολόκληρη από άκρη σε άκρη και μου ερχόταν να
τσιρίξω από αγανάκτηση.
Ήθελα όσο
τίποτα άλλο να σηκωθώ αυτή την στιγμή και να τρέξω ξανά στην αγκαλιά του, να
χωθώ κάτω από τα δικά του σκεπάσματα και να μείνω όλη νύχτα κουρνιασμένη πάνω
στο στήθος του. Να ακούω την καρδιά του να χτυπά μόνο για μένα όμως ήξερα ότι
δεν γινόταν και αυτό με έφτανε στα όρια της τρέλας.
Με το κινητό
στο χέρι μου, κοίταζα το νούμερο του κινητού του και το χέρι μου με έτρωγε να
πατήσω το κουμπί της κλήσης για να ακούσω την φωνή του έστω για ένα ακόμα
λεπτό, όμως δεν ήθελα και να φανώ στα μάτια του απελπισμένη. Είχα και μια
αξιοπρέπεια.
Πετώντας τα
σκεπάσματα από πάνω μου άφησα τα πόδια μου να ακουμπήσουν πάνω στο αφράτο χαλί
και το σκέφτηκα καλύτερα. Τι επιλογές έχω;
Κάλεσα την
Άλις…
«Ναι;» άκουσα
την αγουροξυπνημένη της φωνή από την άλλη μεριά της γραμμής και καθώς μάζεψα
όσο περισσότερο κουράγιο μπορούσα της απάντησα.
«Άλις, θέλω ένα
σχέδιο διαφυγής. Πρέπει να με βοηθήσεις» την ικέτεψα και μόλις την άκουσα να
ξεφυσά ήξερα ότι είχε ήδη ένα σχέδιο για μένα.