Ετικέτες

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Τα χρώματα του έρωτα «4.Γκρι»




Το χρώμα της αβεβαιότητας…

«Τελικά είχες δίκιο» την άκουσα να λέει ασθμαίνοντας την στιγμή που άρχιζε να βρίσκει η αναπνοή μου τον κανονικό της ρυθμό και γύρισα το κορμί μου προς το μέρος της με περιέργεια.

«Για πιο πράγμα;» ρώτησα αφαιρώντας τα πλούσια μαλλιά της που είχαν κολλήσει πάνω στον ιδρώτα του προσώπου της για να μπορώ να την βλέπω καλύτερα.

«Ο πίνακας δεν λέει πολλά, δεν έχεις αποδώσει ούτε τα μισά συναισθήματα από όσα νιώθω» είπε και άρχισα να γελώ χωρίς να είμαι ικανός να το συγκρατήσω.

«Εγώ σου το είπα εσύ δεν με πίστευες» της είπα αφήνοντας ένα απαλό φιλί πάνω στα χείλια της ενώ σηκωνόμουν από το στρώμα για να πιάσω τα τσιγάρα μου από το τραπέζι. «Αλλά τώρα που ξέρω καλύτερα πως είσαι πραγματικά υπόσχομαι ο επόμενος να είναι καλύτερος» συνέχισα και με κοίταξε με έκπληξη την στιγμή που ανασήκωνε το κορμί της και έβαζε το μαξιλάρι στον τοίχο για να βολευτεί καλύτερα ενώ εγώ γύριζα κοντά της.

«Εννοείς ότι θα με ζωγραφίσεις ξανά;» ρώτησε με δυσπιστία.

«Αν μου δώσεις την άδεια να το κάνω» της επιβεβαίωσα εγώ και με κοίταξε διχασμένα. 

«Εεε ξέρεις εγώ... δεν νομίζω ότι θα ένιωθα άνετα να βλέπω το πρόσωπο μου μέσα σε έναν πίνακα και μάλιστα...» απάντησε απολογητικά αφήνοντας την φράση της στην μέση με υπονοούμενο καθώς άναβα ένα τσιγάρο προσφέροντας της το.

«Πίστεψε με δεν θα το αναγνωρίζεις ούτε εσύ που θα το ξέρεις» της είπα και έσμιξε τα φρύδια της με απορία.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε με πραγματική περιέργεια.

«Γιατί βλέπω τους άλλους διαφορετικά από ότι τους βλέπουν οι υπόλοιποι» αυτό έδειξε να της εξάπτει την περιέργεια και αφού άναψα ένα τσιγάρο και για μένα  σήκωσα και το δικό μου μαξιλάρι στον τοίχο και βολεύτηκα  καλύτερα αφήνοντας το τασάκι πάνω στο πόδι μου ενώ γύριζα  το κεφάλι μου προς το μέρος της για να την κοιτώ. «Για παράδειγμα» συνέχισα ενώ άγγιζα το πρόσωπο της με τα ακροδάχτυλα μου έχοντας ακόμα το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα μου.

«Για παράδειγμα εσύ χθες το βράδυ έδειχνες να είσαι μέσα στην τρελή χαρά, χώμα από το ποτό, χωρίς κανένα φόβο και καμία αναστολή έτοιμη να κατακτήσεις τον κόσμο… όμως στην πραγματικότητα δεν ήσουν τίποτα περισσότερο από ένα φοβισμένο κοριτσάκι γεμάτο πόνο και πικρία προσπαθώντας να αποδείξεις στον κόσμο ότι είσαι γίγαντας! Λες και με το να προσποιείσαι ότι τα δεσμά σου είναι διακοσμητικές κορδέλες, εκείνα θα εξαφανίζονταν» είπα απηυδισμένα αλλά βλέποντας την να κατεβάζει το κεφάλι και τα μάτια της να βουρκώνουν γρήγορα συμπλήρωσα.

«Ή στις κοπέλες που περιφέρονται στο μπάρ, εκεί που όλοι βλέπουν ένα αψεγάδιαστο πρόσωπο ένα καλλίγραμμο κορμί,» προχώρησα αγγίζοντας τον λαιμό της και τον ώμο της με τον ίδιο τρόπο και την ένιωσα να ανατριχιάζει «κακομαθημένα πλουσιοκόριτσα που τα έχουν όλα στο χέρι» σε αυτά μου τα λόγια πάγωσε αλλά πριν προλάβει να αντιδράσει συνέχισα πιάνοντας το πιγούνι της απαλά, την κοίταξα κατάματα με απόλυτη ειλικρίνεια. «Εγώ μπορώ να δω ότι οι ψυχές τους είναι τόσο άδειες όσο γεμάτες είναι οι τσέπες των μπαμπάδων τους, μπορώ να δω την ασχήμια της αλαζονίας και της ματαιοδοξίας τους να είναι χαραγμένα πάνω τους με ανεξίτηλο μελάνι»

«Φτάνει...» αναφώνησε άξαφνα ανασηκώνοντας το κορμί της καθώς έφερνε τα πόδια της κοντά στο στήθος της αγκαλιάζοντας τα. «Πως μπορείς να μιλάς τόσο κυνικά για ανθρώπους που δεν ξέρεις;».

«Έχω άδικο;» ρώτησα ανασηκώνοντας και το δικό μου κορμί για να την πλησιάσω ξανά.

«Επειδή κάποιος έχει λεφτά δεν σημαίνει ότι είναι αλαζόνας και ξιπασμένος» προσπάθησε να τις υπερασπίσει. ‘Γυναικεία αλληλεγγύη’ υπέθεσα. 

«Μην είσαι αφελής Μπέλα! Ναι ίσως και να υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις αλλά πραγματικά φαντάζεσαι καμιά από αυτές που το μόνο τους πρόβλημα αν τα ρούχα τους είναι η τελευταία λέξη της μόδας, να μένουν σε ένα σπίτι σαν και αυτό ή να δουλεύουν – και δεν μετράω το δούλεμα που τρώνε οι χλεχλέδες που τους παντρεύονται!» της είπα και αφήνοντας την ανάσα της να βγει βαριά από μέσα της, πήρε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο κοιτώντας γύρω της.

«Μάλλον έχεις δίκιο» είπε ξεφυσώντας αργά και χαμηλώνοντας  το κεφάλι ηττημένα.

«Τι είναι Μπέλα; Είπα κάτι που σε στεναχώρησε;» ρώτησα αφήνοντας τον τόνο μου να μαλακώσει, χαϊδεύοντας το πρόσωπο της ακόμα μια φορά.

«Δεν θέλω να το συζητήσω» εξέφρασε με πόνο γυρίζοντας το κεφάλι της από την άλλη μεριά για να μην δω τον πόνο που είχε χαραχτεί στα χαρακτηριστικά της.

«Σε παρακαλώ πες μου… θα σε βοηθήσει και εσένα να νιώσεις καλύτερα» είπα γρήγορα και την απελπισία να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα για εκείνη, να μπορέσω να δω μέσα σ’ αυτό το παράξενο μυαλουδάκι της, να με κατακλύζει.

«Να…αυτές τις κοπέλες που περιγράφεις τις ξέρω καλά… εγώ…» κατάπιε και έβλεπα και πάλι την κοπέλα με τις αλυσίδες, την κοπέλα με τα μάτια που έκρυβαν τόσο πόνο μέσα τους που ήθελα να την πάρω στην αγκαλιά μου και να την προστατεύσω απ’ όλα της τα βάσανα.

Καθώς ήμουν σε δίλλημα αν έπρεπε να της δώσω το χώρο της ή να την παρακινήσω να συνεχίσει, εκείνη παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και κλείνοντας τα μάτια λες και ετοιμάζονταν για κάποια πρόσκρουση ολοκλήρωσε την πρόταση της «εγώ δούλευα για μία από αυτές, έμενα στο σπίτι ήμουν καμαριέρα. Με απέλυσαν προχθές».

Η ανάσα μου βγήκε βαριά από το στήθος μου. Ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να ακούσω αλλά εξηγούσε τόσα πολλά, γι’ αυτό είχε γίνει λιώμα χθες, γι’ αυτό η απελπισία. «Και τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησα απαλά.

«Για αρχή θα μαζέψω και τα υπόλοιπα πράγματα μου από εκεί και θα με φιλοξενήσει η Άλις» είπε αποφασιστικά και σβήνοντας και το δικό μου τσιγάρο και αφήνοντας το τασάκι στην άκρη την τράβηξα ξανά κοντά μου με εκείνη να μου αντιστέκεται στην αρχή.

«Έχεις κάπου να μείνεις, κάποια δουλειά να συντηρηθείς;» την ρώτησα και σταματώντας να αντιστέκεται γύρισε την ματιά της με περιέργεια προς το μέρος μου.

«Γιατί έχεις τίποτα να μου προτείνεις;» αστειεύτηκε αλλά εγώ ήμουν απόλυτα σοβαρός καθώς συνέχιζα.

«Κάτι έχω στο μυαλό μου» της είπα ειλικρινά.

«Τι να με κάνεις μοντέλο σου;» χλεύασε.

«Για την ακρίβεια ναι» της απάντησα και την αφόπλισα τελείως. «Και όσο για σπίτι αν θες...»

«Ωπα, ωπα, σαν πολύ δεν βιάζεσαι;» με φρέναρε πριν ολοκληρώσω την σκέψη μου.

«Φαίνομαι πολύ απελπισμένος έτσι δεν είναι;» ρώτησα γελώντας.

«Λίγο αλλά...» δεν την άφησα να συνεχίσει.

«Η αλήθεια είναι ότι είμαι» της είπα με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αυτό την πάγωσε στην θέση της. «Βλέπεις δεν είσαι η μόνη που περνάς την πιο δύσκολη φάση της ζωής σου» συμπλήρωσα και αυτό την έκανα να με κοιτάξει με περιέργεια αφήνοντας με να συνεχίσω. «Πάλεψα πολύ για να καταφέρω να αναγνωρίσουν το ταλέντο μου και τώρα που το κατάφερα έχω ξεμείνει από έμπνευση, όμως με σένα δίπλα μου θα μπορούσα να ξεκινήσω πάλι από την αρχή και εσύ να έχεις την ευκαιρία να κάνεις την επανάσταση σου. Δεν μπορώ να πω ότι για αρχή τα λεφτά θα είναι πολλά γιατί όσα βγάζω τα περισσότερα πάνε σε υλικά αλλά μπορώ να σου ορίσω ένα ποσοστό από τα κέρδη που θα βγάλω από τους πίνακες που θα πουληθούν και να σε ξεπληρώσω και αν μείνεις εδώ μαζί μου θα μπορείς να γλυτώσεις και τα έξοδα...»

«Έντουαρτ, Έντουαρτ...» με διέκοψε ανασηκώνοντας το σώμα της ξανά με την ανάσα της να πηγαίνει τόσο γρήγορα που ένιωθα σαν να πνίγεται μέσα της περισσότερο.

«Δεν υπονοώ να συγκατοικήσουμε μόνιμα» συμπλήρωσα κερδίζοντας και πάλι την προσοχή της «αλλά μπορείς αν θες να μείνεις εδώ μέχρι να ορθοποδήσεις, μέχρι να έχεις το χρήμα και την αντοχή να προχωρήσεις μόνη» κατέληξα με το ύφος μου να την παρακαλεί να το σκεφτεί πιο λογικά.

«Μα δεν σε γνωρίζω καθόλου πως...» δεν μπορούσε να συνεχίσει αλλά η χροιά της φωνής της μου έδινε την ελπίδα που ζητούσα. Την δελέαζε η πρόταση μου αλλά ήταν πολύ εξωπραγματική για την δική της λογική και ανασηκώνοντας ξανά το σώμα μου τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το κορμί της ενώ αφήνοντας τα χείλια μου να ακουμπήσουν απαλά κάτω από τον λοβό του αυτιού της συνέχισα πιο ικετευτικά.

«Δεν χρειάζεται να μου απαντήσεις τώρα αλλά σε παρακαλώ να το σκεφτείς. Είναι μια ευκαιρία και για τους δύο μας, μην το απορρίψεις πριν το σκεφτείς και σου το ορκίζομαι ότι δεν θα έχω καμία απαίτηση από σένα. Το μόνο που σου ζητώ είναι να με βοηθήσεις και εγώ θα σου το ανταποδώσω με οποιοδήποτε τρόπο μπορώ» παρακάλεσα με βαθιά φωνή και γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου διχασμένη.

«Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω αυτό» είπε απολογητικά.

«Γιατί πιστεύεις ότι δεν το έχεις;» ρώτησα μισογελώντας ενώ τα χείλια μου άγγιζαν απαλά τα δικά της.

«Δεν ξέρω» επανέλαβε με φωνή που έβγαινε τρεμάμενη από μέσα της και κλέβοντας την ευκαιρία την ξάπλωσα ξανά προς το στρώμα χωρίς να σταματάω να σκορπίζω διάσπαρτα ανεπαίσθητα φιλιά πάνω στο πιγούνι της και τον λαιμό της.

«Ψάχνεις για επιβεβαίωση;» ρώτησα παιχνιδιάρικα ενώ με τα χέρια μου άγγιζα το φλεγόμενο κορμί της κατηφορίζοντας με τα χείλια μου προς το στήθος της.

«Απελπισμένα» παραδέχτηκε με δυσκολία ενώ έπνιγε το βογκητό της καθώς τέντωνε το κορμί της σφίγγοντας το σεντόνι με δύναμη μέσα στις παλάμες της και παίρνοντας το πράσινο φως συνέχισα πιο δυναμικά.

«Υποσχέσου μου ότι θα το σκεφτείς» παρακάλεσα με βαθιά φωνή από το πάθος που μου είχε ξυπνήσει ενώ τοποθετούσα το κορμί μου ανάμεσα στα ανοιχτά της πόδια παίζοντας με της θηλές της.

«Μην σταματάς» παρακάλεσε με την σειρά της και βογκώντας άρχισα να κατηφορίζω με εκείνη να τραντάζεται και να αγκομαχά σε κάθε μου άγγιγμα και κάθε μου φιλί.

«Υποσχέσου μου» την πίεσα περισσότερο με την γλώσσα μου να χαράζει ένα πύρινο μονοπάτι πάνω στην κοιλιά της κατηφορίζοντας πιο πολύ.

«Έντουαρτ, σε παρακαλώ» κλαψούρισε ενώ ανασήκωνε του γοφούς της  προς τα πάνω βογκώντας με περισσότερο πάθος παροτρύνοντας με να κατέβω πιο χαμηλά προς το σημείο που με είχε περισσότερη ανάγκη και χωρίς να μπορώ να αντισταθώ άλλο στο κάλεσμα της, συγκρατώντας το κορμάκι της από τους γοφούς της ώστε να παραμείνει ανασηκωμένη.

Ακούμπησα τα χείλια μου πάνω στην καυτή και υγρή της περιοχή και βόγκηξα ταυτόχρονα με εκείνη την στιγμή που τεντωνόταν ανοίγοντας τα πόδια της περισσότερο για να μου δώσει καλύτερη πρόσβαση και σαν διψασμένος άρχισα να το γεύομαι με την γλώσσα μου να εισχωρεί μέσα στα καυτά της τοιχώματα και η ανταπόκριση της με έστειλε στα ύψη.

Με τα αγκομαχητά της να κάνουν αντίλαλο μέσα στην ησυχία του σπιτιού και το τράνταγμα του κορμιού της ένιωθα ότι ήταν τόσο κοντά στο να απελευθερωθεί και μην αντέχοντας άλλο ανασήκωσα το κορμί μου και πριν προλάβει να αντιδράσει από το ξάφνιασμα μένοντας γονατισμένος πάνω στο στρώμα, την συγκράτησα από την μέση της και άφησα τον ερεθισμό μου που ήταν έτοιμος να εκραγεί να μπει μέχρι τα βάθη της ύπαρξης της και νιώθοντας τον να ακουμπά πάνω στο τέρμα της, με μια ηδονική κραυγή μου χάρισε όλο της το είναι. Με τα χέρια της να σφίγγουν και να τσαλακώνουν τα σεντόνια με δύναμη, το κορμάκι της να σπαρταρά, την ανάσα της να γίνεται όλο και πιο γρήγορη, τους χυμούς της να ξεχειλίζουν με ορμή πάνω μου κατηφορίζοντας κατά μήκος του ανδρισμού μου και προς τα πόδια μου καταλήγοντας στο σεντόνι νοτίζοντας το, τα χείλια της πρόφεραν το όνομα μου και η ευτυχία που με κατέκλισε με έκανε να πονώ. Αν την έχανα τώρα σίγουρα θα έχανα το μυαλό μου και με την σκέψη αυτή λυγίζοντας μπροστά χωρίς να σταματώ να της χαρίζω απόλαυση, έβαλα τα χέρια μου κάτω από το κορμί της και την ανασήκωσα προς το μέρος μου ακουμπώντας απόλυτα απάνω μου.

«Υποσχέσου μου» παρακάλεσα για άλλη μια φορά και εκείνη για απάντηση έσμιξε τα χείλια μας με τέτοιο πάθος που με έκανε να βογκήξω μέσα στα χείλια της. «Σε παρακαλώ Μπέλλα» ικέτεψα και την στιγμή που πήρε μια ανάσα για να μου απαντήσει η πόρτα που προσπαθούσε να ανοίξει μας έκανε να παγώσουμε αυτόματα και οι δύο.

«Όχι, όχι δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό. Βοήθειαααα, με ακούει κανείς;;; Κλείστηκα στο ασανσέρ» άκουσα μια απελπισμένη τσιρίδα και καθώς τα κεφάλια μας αυτόματα γύρισαν προς την μεριά της πόρτας εκείνη ασθμαίνοντας ξαφνικά έδειξε να τα χάνει.

«Άλις! Άλις;» φώναξε ενώ προσπαθούσε να φύγει από πάνω μου και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βίαια έκανα πιο πίσω για να την δώσω το ελεύθερο να το κάνει ενώ ξέμπλεκα το σεντόνι από τα πόδια μου για να της το δώσω.

«Μπέλλα, Μπέλλα η πόρτα δεν ανοίγει» συνέχιζε να φωνάζει η φίλη της απελπισμένα και προσπάθησα να την καθησυχάσω.

«Δεν κλείστηκες στο ασανσέρ, η πόρτα του διαμερίσματος μου είναι η πόρτα του ασανσέρ» προσπάθησα να την ηρεμίσω μάταια.

«Έχει κλειστοφοβία» αναφώνησε η Μπέλλα τρομοκρατημένα ενώ τυλίγοντας το σεντόνι γύρω από το κορμί της έτρεξε προς την πόρτα και πριν καταφέρει να ανοίξει την πόρτα και με δει η φίλη της στην κατάσταση που ήμουν σηκώθηκα και πιάνοντας από το πάτωμα ότι μπορούσα να πιάσω έτρεξα στο μπάνιο γρήγορα την στιγμή που άκουγα να της ανοίγει παλεύοντας να την ηρεμήσει.

«Ηρέμησε σε παρακαλώ, είσαι ασφαλής» άκουσα την Μπέλλα να της λέει ενώ εγώ έμπαινα μέσα στην ντουζιέρα για να καθαρίσω από πάνω τα σημάδια του πάθους μας.

«Θες να με πεθάνεις;» αναφώνησε εκείνη και προσπάθησα πολύ σκληρά να μην ακούω τι λέγανε αλλά τόσο δυνατά που μιλάγανε μου ήταν αδύνατον.

«Συγνώμη Άλις μου σου το ορκίζομαι δεν έκανα τίποτα σκόπιμα» προσπάθησε η Μπέλλα να υπερασπιστεί τον εαυτό της και η φίλη της έγινε χειρότερα.

«Τι χάλια είναι αυτά; Μπέλλα τι πήγες και έκανες; Πως μπόρεσες να κάνεις κάτι τέτοιο στον εαυτό σου;» συνέχιζε ακατάπαυστα εκείνη και μην αντέχοντας άλλο, κλείνοντας την βρύση, σκουπίστηκα όπως όπως και φόρεσα το τζιν μου πριν ανοίξω την πόρτα την στιγμή που άκουγα την Μπέλλα να την ικετεύει να την καταλάβει.

«Σε παρακαλώ Άλις, μην μου το κάνεις αυτό» της έλεγε και καθάρισα την φωνή μου για να αναλυθούν την παρουσία μου. Την στιγμή που η ματιά της φίλης της έπεσε απάνω μου πάγωσε αλλά όχι για πολύ.

«Πως μπόρεσες να την εκμεταλλευτείς...» ξεκίνησε τις κατηγορίες προς το μέρος μου αλλά πριν συνεχίσει η Μπέλλα προσπάθησε να την σταματήσει.

«Άλις, δεν φταίει εκείνος» της είπε κατηγορηματικά και η φίλη της γύρισε την ματιά της σοκαρισμένη προς το μέρος της.

«Μάλλον θα θέλετε λίγο χώρο για να τα πείτε με την ησυχία σας» προσπάθησα να τους απαλλάξω από την παρουσία μου και η Μπέλλα κατένευσε ευχαριστώντας με με την ματιά της.

Χωρίς να περιμένω κάτι άλλο, έπιασα από το πάτωμα την μπλούζα μου και φορώντας την έβαλα και τα παπούτσια μου χωρίς κάλτσες πήρα το μπουφάν μου στο χέρι μου και πήγα προς την εξώπορτα με εκείνες να με κοιτάνε χωρίς να λένε τίποτα μηχανικά. Θα έφευγα αλλά μόλις η ματιά μου έπεσαι πάνω στους πίνακες μου δεν μπόρεσα να μην σταματήσω ξανά και πιάνοντας τον πίνακα που της είχε κάνει εντύπωση γύρισα προς το μέρος της και την πλησίασα.

«Μην με κάνεις να έρθω να σε βρω για να σου το δώσω ο ίδιος» της είπα πειραχτικά και εκείνη γέλασε θλιμμένα με τα μάτια της να είναι έτοιμα να βουρκώσουν και προκειμένου να την βγάλω από την δύσκολη θέση γύρισα την πλάτη μου και πήγα ξανά προς την πόρτα αλλά μόλις άνοιξα την πόρτα εκείνη με σταμάτησε.

«Έντουαρτ» άκουσα να λέει με την φωνή της να πνίγεται μέσα της και παγώνοντας γύρισα προς το μέρος της. «Σε ευχαριστώ... για όλα» συνέχισε με δυσκολία προσπαθώντας πολύ σκληρά να μην δακρύσει και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου έφυγα χωρίς να πω τίποτα άλλο.

Ήθελα να φύγω, να μην την δω να φεύγει αλλά κάτι μέσα μου με έκανε να παραμένω εκεί μέσα στην βροχή που με μαστίγωνε, χωμένος μέσα στο απέναντι στενάκι από την είσοδο της πολυκατοικίας μου κρυμμένος μέσα στις σκιές ελπίζοντας να δω ένα σημάδι κάτι που θα μου έδινε την ελπίδα ότι θα ξαναγυρίσει και μόλις την είδα να βγαίνει με την φίλη της και μάλιστα χωρίς να κρατάει τον πίνακα η καρδιά μου πάγωσε. Τα μάτια της κοίταζα γύρω της ψάχνοντας με αλλά εγώ δεν έκανα καμία κίνηση για να αποκαλυφθώ.

«Μπέλλα, τελείωσε, πάμε» της είπε η φίλη της και αυτό έφτασε να κάνει το προαίσθημα μου να δικαιωθεί.

«Έρχομαι» απάντησε εκείνη πνιχτά και καθαρίζοντας το πρόσωπο της, πήρε μια βαθιά ανάσα και με αυτοπεποίθηση κίνησε προς το αμάξι που η φίλη της είχε ήδη μπει μέσα αλλά μόλις άνοιξε την πόρτα πριν μπει έριξε άλλη μια ματιά γύρω της και κάνοντας μερικά βήματα μπροστά αποκάλυψα την παρουσία μου.

Τα μάτια της καρφώθηκαν απάνω μου αυτόματα και για λίγο ένιωσα την ανάγκη της να θέλει να τρέξει κοντά μου αλλά καθώς η φίλη της – φαντάστηκα – της φώναξε εκείνη δίστασε. Με τα μάτια της να εκφράζουν πόνο που ξέσκιζαν την καρδιά μου γύρισε το κεφάλι της ξανά προς το μέρος μου και σηκώνοντας την μια της παλάμη έσμιξε τα χείλια της  και κοιτώντας με απολογητικά με αυτόν τον τρόπο έδωσε το οριστικό αντίο και μπαίνοντας μέσα στο αυτοκίνητο έφυγε με μένα να μένω πίσω αφήνοντας την βροχή να με μαστιγώνει με την ματιά μου να μην μπορεί να ξεκολλήσει από το σημείο που εκείνη είχε εξαφανιστεί έτσι όπως είχε εμφανιστεί, σαν δυναμίτης που είχε ταράξει τα πάντα στο πέρασμα της. 

Τα χρώματα του έρωτα «4.Γκρι»




Το χρώμα της αβεβαιότητας…

«Τελικά είχες δίκιο» την άκουσα να λέει ασθμαίνοντας την στιγμή που άρχιζε να βρίσκει η αναπνοή μου τον κανονικό της ρυθμό και γύρισα το κορμί μου προς το μέρος της με περιέργεια.

«Για πιο πράγμα;» ρώτησα αφαιρώντας τα πλούσια μαλλιά της που είχαν κολλήσει πάνω στον ιδρώτα του προσώπου της για να μπορώ να την βλέπω καλύτερα.

«Ο πίνακας δεν λέει πολλά, δεν έχεις αποδώσει ούτε τα μισά συναισθήματα από όσα νιώθω» είπε και άρχισα να γελώ χωρίς να είμαι ικανός να το συγκρατήσω.

«Εγώ σου το είπα εσύ δεν με πίστευες» της είπα αφήνοντας ένα απαλό φιλί πάνω στα χείλια της ενώ σηκωνόμουν από το στρώμα για να πιάσω τα τσιγάρα μου από το τραπέζι. «Αλλά τώρα που ξέρω καλύτερα πως είσαι πραγματικά υπόσχομαι ο επόμενος να είναι καλύτερος» συνέχισα και με κοίταξε με έκπληξη την στιγμή που ανασήκωνε το κορμί της και έβαζε το μαξιλάρι στον τοίχο για να βολευτεί καλύτερα ενώ εγώ γύριζα κοντά της.

«Εννοείς ότι θα με ζωγραφίσεις ξανά;» ρώτησε με δυσπιστία.

«Αν μου δώσεις την άδεια να το κάνω» της επιβεβαίωσα εγώ και με κοίταξε διχασμένα.  

«Εεε ξέρεις εγώ... δεν νομίζω ότι θα ένιωθα άνετα να βλέπω το πρόσωπο μου μέσα σε έναν πίνακα και μάλιστα...» απάντησε απολογητικά αφήνοντας την φράση της στην μέση με υπονοούμενο καθώς άναβα ένα τσιγάρο προσφέροντας της το.

«Πίστεψε με δεν θα το αναγνωρίζεις ούτε εσύ που θα το ξέρεις» της είπα και έσμιξε τα φρύδια της με απορία.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε με πραγματική περιέργεια.

«Γιατί βλέπω τους άλλους διαφορετικά από ότι τους βλέπουν οι υπόλοιποι» αυτό έδειξε να της εξάπτει την περιέργεια και αφού άναψα ένα τσιγάρο και για μένα  σήκωσα και το δικό μου μαξιλάρι στον τοίχο και βολεύτηκα  καλύτερα αφήνοντας το τασάκι πάνω στο πόδι μου ενώ γύριζα  το κεφάλι μου προς το μέρος της για να την κοιτώ. «Για παράδειγμα» συνέχισα ενώ άγγιζα το πρόσωπο της με τα ακροδάχτυλα μου έχοντας ακόμα το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα μου.

«Για παράδειγμα εσύ χθες το βράδυ έδειχνες να είσαι μέσα στην τρελή χαρά, χώμα από το ποτό, χωρίς κανένα φόβο και καμία αναστολή έτοιμη να κατακτήσεις τον κόσμο… όμως στην πραγματικότητα δεν ήσουν τίποτα περισσότερο από ένα φοβισμένο κοριτσάκι γεμάτο πόνο και πικρία προσπαθώντας να αποδείξεις στον κόσμο ότι είσαι γίγαντας! Λες και με το να προσποιείσαι ότι τα δεσμά σου είναι διακοσμητικές κορδέλες, εκείνα θα εξαφανίζονταν» είπα απηυδισμένα αλλά βλέποντας την να κατεβάζει το κεφάλι και τα μάτια της να βουρκώνουν γρήγορα συμπλήρωσα.

«Ή στις κοπέλες που περιφέρονται στο μπάρ, εκεί που όλοι βλέπουν ένα αψεγάδιαστο πρόσωπο ένα καλλίγραμμο κορμί,» προχώρησα αγγίζοντας τον λαιμό της και τον ώμο της με τον ίδιο τρόπο και την ένιωσα να ανατριχιάζει «κακομαθημένα πλουσιοκόριτσα που τα έχουν όλα στο χέρι» σε αυτά μου τα λόγια πάγωσε αλλά πριν προλάβει να αντιδράσει συνέχισα πιάνοντας το πιγούνι της απαλά, την κοίταξα κατάματα με απόλυτη ειλικρίνεια. «Εγώ μπορώ να δω ότι οι ψυχές τους είναι τόσο άδειες όσο γεμάτες είναι οι τσέπες των μπαμπάδων τους, μπορώ να δω την ασχήμια της αλαζονίας και της ματαιοδοξίας τους να είναι χαραγμένα πάνω τους με ανεξίτηλο μελάνι»

«Φτάνει...» αναφώνησε άξαφνα ανασηκώνοντας το κορμί της καθώς έφερνε τα πόδια της κοντά στο στήθος της αγκαλιάζοντας τα. «Πως μπορείς να μιλάς τόσο κυνικά για ανθρώπους που δεν ξέρεις;».

«Έχω άδικο;» ρώτησα ανασηκώνοντας και το δικό μου κορμί για να την πλησιάσω ξανά.

«Επειδή κάποιος έχει λεφτά δεν σημαίνει ότι είναι αλαζόνας και ξιπασμένος» προσπάθησε να τις υπερασπίσει. ‘Γυναικεία αλληλεγγύη’ υπέθεσα.  

«Μην είσαι αφελής Μπέλα! Ναι ίσως και να υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις αλλά πραγματικά φαντάζεσαι καμιά από αυτές που το μόνο τους πρόβλημα αν τα ρούχα τους είναι η τελευταία λέξη της μόδας, να μένουν σε ένα σπίτι σαν και αυτό ή να δουλεύουν – και δεν μετράω το δούλεμα που τρώνε οι χλεχλέδες που τους παντρεύονται!» της είπα και αφήνοντας την ανάσα της να βγει βαριά από μέσα της, πήρε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο κοιτώντας γύρω της.

«Μάλλον έχεις δίκιο» είπε ξεφυσώντας αργά και χαμηλώνοντας  το κεφάλι ηττημένα.

«Τι είναι Μπέλα; Είπα κάτι που σε στεναχώρησε;» ρώτησα αφήνοντας τον τόνο μου να μαλακώσει, χαϊδεύοντας το πρόσωπο της ακόμα μια φορά.

«Δεν θέλω να το συζητήσω» εξέφρασε με πόνο γυρίζοντας το κεφάλι της από την άλλη μεριά για να μην δω τον πόνο που είχε χαραχτεί στα χαρακτηριστικά της.

«Σε παρακαλώ πες μου… θα σε βοηθήσει και εσένα να νιώσεις καλύτερα» είπα γρήγορα και την απελπισία να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα για εκείνη, να μπορέσω να δω μέσα σ’ αυτό το παράξενο μυαλουδάκι της, να με κατακλύζει.

«Να…αυτές τις κοπέλες που περιγράφεις τις ξέρω καλά… εγώ…» κατάπιε και έβλεπα και πάλι την κοπέλα με τις αλυσίδες, την κοπέλα με τα μάτια που έκρυβαν τόσο πόνο μέσα τους που ήθελα να την πάρω στην αγκαλιά μου και να την προστατεύσω απ’ όλα της τα βάσανα.

Καθώς ήμουν σε δίλλημα αν έπρεπε να της δώσω το χώρο της ή να την παρακινήσω να συνεχίσει, εκείνη παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και κλείνοντας τα μάτια λες και ετοιμάζονταν για κάποια πρόσκρουση ολοκλήρωσε την πρόταση της «εγώ δούλευα για μία από αυτές, έμενα στο σπίτι ήμουν καμαριέρα. Με απέλυσαν προχθές».

Η ανάσα μου βγήκε βαριά από το στήθος μου. Ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να ακούσω αλλά εξηγούσε τόσα πολλά, γι’ αυτό είχε γίνει λιώμα χθες, γι’ αυτό η απελπισία. «Και τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησα απαλά.

«Για αρχή θα μαζέψω και τα υπόλοιπα πράγματα μου από εκεί και θα με φιλοξενήσει η Άλις» είπε αποφασιστικά και σβήνοντας και το δικό μου τσιγάρο και αφήνοντας το τασάκι στην άκρη την τράβηξα ξανά κοντά μου με εκείνη να μου αντιστέκεται στην αρχή.

«Έχεις κάπου να μείνεις, κάποια δουλειά να συντηρηθείς;» την ρώτησα και σταματώντας να αντιστέκεται γύρισε την ματιά της με περιέργεια προς το μέρος μου.

«Γιατί έχεις τίποτα να μου προτείνεις;» αστειεύτηκε αλλά εγώ ήμουν απόλυτα σοβαρός καθώς συνέχιζα.

«Κάτι έχω στο μυαλό μου» της είπα ειλικρινά.

«Τι να με κάνεις μοντέλο σου;» χλεύασε.

«Για την ακρίβεια ναι» της απάντησα και την αφόπλισα τελείως. «Και όσο για σπίτι αν θες...»

«Ωπα, ωπα, σαν πολύ δεν βιάζεσαι;» με φρέναρε πριν ολοκληρώσω την σκέψη μου.

«Φαίνομαι πολύ απελπισμένος έτσι δεν είναι;» ρώτησα γελώντας.

«Λίγο αλλά...» δεν την άφησα να συνεχίσει.

«Η αλήθεια είναι ότι είμαι» της είπα με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αυτό την πάγωσε στην θέση της. «Βλέπεις δεν είσαι η μόνη που περνάς την πιο δύσκολη φάση της ζωής σου» συμπλήρωσα και αυτό την έκανα να με κοιτάξει με περιέργεια αφήνοντας με να συνεχίσω. «Πάλεψα πολύ για να καταφέρω να αναγνωρίσουν το ταλέντο μου και τώρα που το κατάφερα έχω ξεμείνει από έμπνευση, όμως με σένα δίπλα μου θα μπορούσα να ξεκινήσω πάλι από την αρχή και εσύ να έχεις την ευκαιρία να κάνεις την επανάσταση σου. Δεν μπορώ να πω ότι για αρχή τα λεφτά θα είναι πολλά γιατί όσα βγάζω τα περισσότερα πάνε σε υλικά αλλά μπορώ να σου ορίσω ένα ποσοστό από τα κέρδη που θα βγάλω από τους πίνακες που θα πουληθούν και να σε ξεπληρώσω και αν μείνεις εδώ μαζί μου θα μπορείς να γλυτώσεις και τα έξοδα...»

«Έντουαρτ, Έντουαρτ...» με διέκοψε ανασηκώνοντας το σώμα της ξανά με την ανάσα της να πηγαίνει τόσο γρήγορα που ένιωθα σαν να πνίγεται μέσα της περισσότερο.

«Δεν υπονοώ να συγκατοικήσουμε μόνιμα» συμπλήρωσα κερδίζοντας και πάλι την προσοχή της «αλλά μπορείς αν θες να μείνεις εδώ μέχρι να ορθοποδήσεις, μέχρι να έχεις το χρήμα και την αντοχή να προχωρήσεις μόνη» κατέληξα με το ύφος μου να την παρακαλεί να το σκεφτεί πιο λογικά.

«Μα δεν σε γνωρίζω καθόλου πως...» δεν μπορούσε να συνεχίσει αλλά η χροιά της φωνής της μου έδινε την ελπίδα που ζητούσα. Την δελέαζε η πρόταση μου αλλά ήταν πολύ εξωπραγματική για την δική της λογική και ανασηκώνοντας ξανά το σώμα μου τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το κορμί της ενώ αφήνοντας τα χείλια μου να ακουμπήσουν απαλά κάτω από τον λοβό του αυτιού της συνέχισα πιο ικετευτικά.

«Δεν χρειάζεται να μου απαντήσεις τώρα αλλά σε παρακαλώ να το σκεφτείς. Είναι μια ευκαιρία και για τους δύο μας, μην το απορρίψεις πριν το σκεφτείς και σου το ορκίζομαι ότι δεν θα έχω καμία απαίτηση από σένα. Το μόνο που σου ζητώ είναι να με βοηθήσεις και εγώ θα σου το ανταποδώσω με οποιοδήποτε τρόπο μπορώ» παρακάλεσα με βαθιά φωνή και γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου διχασμένη.

«Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω αυτό» είπε απολογητικά.

«Γιατί πιστεύεις ότι δεν το έχεις;» ρώτησα μισογελώντας ενώ τα χείλια μου άγγιζαν απαλά τα δικά της.

«Δεν ξέρω» επανέλαβε με φωνή που έβγαινε τρεμάμενη από μέσα της και κλέβοντας την ευκαιρία την ξάπλωσα ξανά προς το στρώμα χωρίς να σταματάω να σκορπίζω διάσπαρτα ανεπαίσθητα φιλιά πάνω στο πιγούνι της και τον λαιμό της.

«Ψάχνεις για επιβεβαίωση;» ρώτησα παιχνιδιάρικα ενώ με τα χέρια μου άγγιζα το φλεγόμενο κορμί της κατηφορίζοντας με τα χείλια μου προς το στήθος της.

«Απελπισμένα» παραδέχτηκε με δυσκολία ενώ έπνιγε το βογκητό της καθώς τέντωνε το κορμί της σφίγγοντας το σεντόνι με δύναμη μέσα στις παλάμες της και παίρνοντας το πράσινο φως συνέχισα πιο δυναμικά.

«Υποσχέσου μου ότι θα το σκεφτείς» παρακάλεσα με βαθιά φωνή από το πάθος που μου είχε ξυπνήσει ενώ τοποθετούσα το κορμί μου ανάμεσα στα ανοιχτά της πόδια παίζοντας με της θηλές της.

«Μην σταματάς» παρακάλεσε με την σειρά της και βογκώντας άρχισα να κατηφορίζω με εκείνη να τραντάζεται και να αγκομαχά σε κάθε μου άγγιγμα και κάθε μου φιλί.

«Υποσχέσου μου» την πίεσα περισσότερο με την γλώσσα μου να χαράζει ένα πύρινο μονοπάτι πάνω στην κοιλιά της κατηφορίζοντας πιο πολύ.

«Έντουαρτ, σε παρακαλώ» κλαψούρισε ενώ ανασήκωνε του γοφούς της  προς τα πάνω βογκώντας με περισσότερο πάθος παροτρύνοντας με να κατέβω πιο χαμηλά προς το σημείο που με είχε περισσότερη ανάγκη και χωρίς να μπορώ να αντισταθώ άλλο στο κάλεσμα της, συγκρατώντας το κορμάκι της από τους γοφούς της ώστε να παραμείνει ανασηκωμένη.

Ακούμπησα τα χείλια μου πάνω στην καυτή και υγρή της περιοχή και βόγκηξα ταυτόχρονα με εκείνη την στιγμή που τεντωνόταν ανοίγοντας τα πόδια της περισσότερο για να μου δώσει καλύτερη πρόσβαση και σαν διψασμένος άρχισα να το γεύομαι με την γλώσσα μου να εισχωρεί μέσα στα καυτά της τοιχώματα και η ανταπόκριση της με έστειλε στα ύψη.

Με τα αγκομαχητά της να κάνουν αντίλαλο μέσα στην ησυχία του σπιτιού και το τράνταγμα του κορμιού της ένιωθα ότι ήταν τόσο κοντά στο να απελευθερωθεί και μην αντέχοντας άλλο ανασήκωσα το κορμί μου και πριν προλάβει να αντιδράσει από το ξάφνιασμα μένοντας γονατισμένος πάνω στο στρώμα, την συγκράτησα από την μέση της και άφησα τον ερεθισμό μου που ήταν έτοιμος να εκραγεί να μπει μέχρι τα βάθη της ύπαρξης της και νιώθοντας τον να ακουμπά πάνω στο τέρμα της, με μια ηδονική κραυγή μου χάρισε όλο της το είναι. Με τα χέρια της να σφίγγουν και να τσαλακώνουν τα σεντόνια με δύναμη, το κορμάκι της να σπαρταρά, την ανάσα της να γίνεται όλο και πιο γρήγορη, τους χυμούς της να ξεχειλίζουν με ορμή πάνω μου κατηφορίζοντας κατά μήκος του ανδρισμού μου και προς τα πόδια μου καταλήγοντας στο σεντόνι νοτίζοντας το, τα χείλια της πρόφεραν το όνομα μου και η ευτυχία που με κατέκλισε με έκανε να πονώ. Αν την έχανα τώρα σίγουρα θα έχανα το μυαλό μου και με την σκέψη αυτή λυγίζοντας μπροστά χωρίς να σταματώ να της χαρίζω απόλαυση, έβαλα τα χέρια μου κάτω από το κορμί της και την ανασήκωσα προς το μέρος μου ακουμπώντας απόλυτα απάνω μου.

«Υποσχέσου μου» παρακάλεσα για άλλη μια φορά και εκείνη για απάντηση έσμιξε τα χείλια μας με τέτοιο πάθος που με έκανε να βογκήξω μέσα στα χείλια της. «Σε παρακαλώ Μπέλλα» ικέτεψα και την στιγμή που πήρε μια ανάσα για να μου απαντήσει η πόρτα που προσπαθούσε να ανοίξει μας έκανε να παγώσουμε αυτόματα και οι δύο.

«Όχι, όχι δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό. Βοήθειαααα, με ακούει κανείς;;; Κλείστηκα στο ασανσέρ» άκουσα μια απελπισμένη τσιρίδα και καθώς τα κεφάλια μας αυτόματα γύρισαν προς την μεριά της πόρτας εκείνη ασθμαίνοντας ξαφνικά έδειξε να τα χάνει.

«Άλις! Άλις;» φώναξε ενώ προσπαθούσε να φύγει από πάνω μου και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βίαια έκανα πιο πίσω για να την δώσω το ελεύθερο να το κάνει ενώ ξέμπλεκα το σεντόνι από τα πόδια μου για να της το δώσω.

«Μπέλλα, Μπέλλα η πόρτα δεν ανοίγει» συνέχιζε να φωνάζει η φίλη της απελπισμένα και προσπάθησα να την καθησυχάσω.

«Δεν κλείστηκες στο ασανσέρ, η πόρτα του διαμερίσματος μου είναι η πόρτα του ασανσέρ» προσπάθησα να την ηρεμίσω μάταια.

«Έχει κλειστοφοβία» αναφώνησε η Μπέλλα τρομοκρατημένα ενώ τυλίγοντας το σεντόνι γύρω από το κορμί της έτρεξε προς την πόρτα και πριν καταφέρει να ανοίξει την πόρτα και με δει η φίλη της στην κατάσταση που ήμουν σηκώθηκα και πιάνοντας από το πάτωμα ότι μπορούσα να πιάσω έτρεξα στο μπάνιο γρήγορα την στιγμή που άκουγα να της ανοίγει παλεύοντας να την ηρεμήσει.

«Ηρέμησε σε παρακαλώ, είσαι ασφαλής» άκουσα την Μπέλλα να της λέει ενώ εγώ έμπαινα μέσα στην ντουζιέρα για να καθαρίσω από πάνω τα σημάδια του πάθους μας.

«Θες να με πεθάνεις;» αναφώνησε εκείνη και προσπάθησα πολύ σκληρά να μην ακούω τι λέγανε αλλά τόσο δυνατά που μιλάγανε μου ήταν αδύνατον.

«Συγνώμη Άλις μου σου το ορκίζομαι δεν έκανα τίποτα σκόπιμα» προσπάθησε η Μπέλλα να υπερασπιστεί τον εαυτό της και η φίλη της έγινε χειρότερα.

«Τι χάλια είναι αυτά; Μπέλλα τι πήγες και έκανες; Πως μπόρεσες να κάνεις κάτι τέτοιο στον εαυτό σου;» συνέχιζε ακατάπαυστα εκείνη και μην αντέχοντας άλλο, κλείνοντας την βρύση, σκουπίστηκα όπως όπως και φόρεσα το τζιν μου πριν ανοίξω την πόρτα την στιγμή που άκουγα την Μπέλλα να την ικετεύει να την καταλάβει.

«Σε παρακαλώ Άλις, μην μου το κάνεις αυτό» της έλεγε και καθάρισα την φωνή μου για να αναλυθούν την παρουσία μου. Την στιγμή που η ματιά της φίλης της έπεσε απάνω μου πάγωσε αλλά όχι για πολύ.

«Πως μπόρεσες να την εκμεταλλευτείς...» ξεκίνησε τις κατηγορίες προς το μέρος μου αλλά πριν συνεχίσει η Μπέλλα προσπάθησε να την σταματήσει.

«Άλις, δεν φταίει εκείνος» της είπε κατηγορηματικά και η φίλη της γύρισε την ματιά της σοκαρισμένη προς το μέρος της.

«Μάλλον θα θέλετε λίγο χώρο για να τα πείτε με την ησυχία σας» προσπάθησα να τους απαλλάξω από την παρουσία μου και η Μπέλλα κατένευσε ευχαριστώντας με με την ματιά της.

Χωρίς να περιμένω κάτι άλλο, έπιασα από το πάτωμα την μπλούζα μου και φορώντας την έβαλα και τα παπούτσια μου χωρίς κάλτσες πήρα το μπουφάν μου στο χέρι μου και πήγα προς την εξώπορτα με εκείνες να με κοιτάνε χωρίς να λένε τίποτα μηχανικά. Θα έφευγα αλλά μόλις η ματιά μου έπεσαι πάνω στους πίνακες μου δεν μπόρεσα να μην σταματήσω ξανά και πιάνοντας τον πίνακα που της είχε κάνει εντύπωση γύρισα προς το μέρος της και την πλησίασα.

«Μην με κάνεις να έρθω να σε βρω για να σου το δώσω ο ίδιος» της είπα πειραχτικά και εκείνη γέλασε θλιμμένα με τα μάτια της να είναι έτοιμα να βουρκώσουν και προκειμένου να την βγάλω από την δύσκολη θέση γύρισα την πλάτη μου και πήγα ξανά προς την πόρτα αλλά μόλις άνοιξα την πόρτα εκείνη με σταμάτησε.

«Έντουαρτ» άκουσα να λέει με την φωνή της να πνίγεται μέσα της και παγώνοντας γύρισα προς το μέρος της. «Σε ευχαριστώ... για όλα» συνέχισε με δυσκολία προσπαθώντας πολύ σκληρά να μην δακρύσει και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου έφυγα χωρίς να πω τίποτα άλλο.

Ήθελα να φύγω, να μην την δω να φεύγει αλλά κάτι μέσα μου με έκανε να παραμένω εκεί μέσα στην βροχή που με μαστίγωνε, χωμένος μέσα στο απέναντι στενάκι από την είσοδο της πολυκατοικίας μου κρυμμένος μέσα στις σκιές ελπίζοντας να δω ένα σημάδι κάτι που θα μου έδινε την ελπίδα ότι θα ξαναγυρίσει και μόλις την είδα να βγαίνει με την φίλη της και μάλιστα χωρίς να κρατάει τον πίνακα η καρδιά μου πάγωσε. Τα μάτια της κοίταζα γύρω της ψάχνοντας με αλλά εγώ δεν έκανα καμία κίνηση για να αποκαλυφθώ.

«Μπέλλα, τελείωσε, πάμε» της είπε η φίλη της και αυτό έφτασε να κάνει το προαίσθημα μου να δικαιωθεί.

«Έρχομαι» απάντησε εκείνη πνιχτά και καθαρίζοντας το πρόσωπο της, πήρε μια βαθιά ανάσα και με αυτοπεποίθηση κίνησε προς το αμάξι που η φίλη της είχε ήδη μπει μέσα αλλά μόλις άνοιξε την πόρτα πριν μπει έριξε άλλη μια ματιά γύρω της και κάνοντας μερικά βήματα μπροστά αποκάλυψα την παρουσία μου.

Τα μάτια της καρφώθηκαν απάνω μου αυτόματα και για λίγο ένιωσα την ανάγκη της να θέλει να τρέξει κοντά μου αλλά καθώς η φίλη της – φαντάστηκα – της φώναξε εκείνη δίστασε. Με τα μάτια της να εκφράζουν πόνο που ξέσκιζαν την καρδιά μου γύρισε το κεφάλι της ξανά προς το μέρος μου και σηκώνοντας την μια της παλάμη έσμιξε τα χείλια της  και κοιτώντας με απολογητικά με αυτόν τον τρόπο έδωσε το οριστικό αντίο και μπαίνοντας μέσα στο αυτοκίνητο έφυγε με μένα να μένω πίσω αφήνοντας την βροχή να με μαστιγώνει με την ματιά μου να μην μπορεί να ξεκολλήσει από το σημείο που εκείνη είχε εξαφανιστεί έτσι όπως είχε εμφανιστεί, σαν δυναμίτης που είχε ταράξει τα πάντα στο πέρασμα της.  

ESCAPE POLH FANTASMA