Ετικέτες

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Η αγάπη σου με σκοτώνει "4. Για πάντα μαζί"


Η Μπέλα... ή μάλλον να πω η Ρόουζ... τελείως αλλαγμένη, με μια μαύρη τουαλέτα που έφτανε μέχρι κάτω από το γόνατο της, με δύο σκισίματα αριστερά και δεξιά από το στήθος της ενώνοντας τα ανοίγματα με δεσίματα από το στήθος μέχρι το τελείωμα του φορέματος της.... καλύπτοντας τα εντελώς απαραίτητα… πιο σέξι από ποτέ... με ένα χτένισμα που δήλωνε δυναμισμό και αυτοπεποίθηση με πέδιλα τόσα ψηλά που όταν έφτασε κοντά μου έφτανε σχεδόν στο ύψος μου και με ένα μακιγιάζ που την έκανε ακόμα πιο όμορφη αλλά φυσικά με ένα κατακόκκινο κραγιόν να δηλώνει καθαρά τις προθέσεις της... σου έπαιρνε την ανάσα μακριά και σε έκανε να μην ξεκολλάς τα μάτια σου από πάνω της. Με μια λέξη…δυναμίτης.

Ο Άαρον που στεκόταν δίπλα μου ξεροκατάπιε και μόλις η Μπέλα έφτασε κοντά μας έκανε μια μικρή υπόκλιση και αν είναι δυνατόν και ο εκφωνητής το ίδιο, προσφωνώντας την ταυτόχρονα.

«Βαρόνη».

Χριστέ μου! Κάποιος μου κάνει πλάκα, δεν εξηγείται... ο Άαρον είχε απόλυτο δίκιο... δεν έχει έρθει για καλό... και για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν έχει έρθει για το δικό μου καλό.

Χωρίς να αποχωρίζεται τη ματιά μου αγνόησε τους άλλους δύο και έτεινε την επιταγή που κράταγε στο χέρι της απαξιωτικά στον εκφωνητή.

«Μπορείς να συμπληρώσεις ό, τι ποσό θες» είπε μόνο με βαθιά αισθησιακή φωνή και αυτό μόνο έφτασε να ξυπνήσει όλο το κοιμισμένο μου πάθος για εκείνην... Και με έκανε να βγω από τα ρούχα μου.

«Αν νομίζεις ότι θα χορέψω μαζί σου... είσαι βαθιά νυχτωμένη» της είπα εριστικά σμίγοντας τα φρύδια μου χωρίς να δίνω σημασία στο σκούντημα του Άαρον που είχε αρχίσει να μου τη δίνει στα νεύρα όλη του η νευρικότητα.

«Αυτό θα το δούμε γλυκέ μου» είπε περνώντας το δάχτυλο της πάνω από την γραβάτα μου κι ανασηκώνοντας τα φρύδια της παιχνιδιάρικα.

«Ακόμα δεν γεννήθηκε ο άνθρωπος που θα μου αρνηθεί αυτό που μου ανήκει» συνέχισε περνώντας αισθησιακά τη γλώσσα της πάνω από τα κατακόκκινα σαρκώδη χείλη της και δαγκώνοντας το κάτω της χείλος γύρισε και έφυγε χωρίς να περιμένει μια απάντηση μου.

Τα νεύρα μου είχαν χτυπήσει κόκκινο... πώς τολμάει?... ποια νομίζει ότι είναι??... εκείνη με παράτησε χωρίς να μου δώσει το δικαίωμα της επιλογής... εκείνη μου επέβαλε αυτή τη ζωή... και τώρα που βρήκα επιτέλους την προσωπική μου γαλήνη έρχεται για να την διαταράξει και πάλι???... εεεε όχι... αυτό πάει πάρα πολύ... αν νομίζει ότι θα έρθει πάλι να μου κάνει τη ζωή κόλαση και ότι εγώ θα την αφήσω να το κάνει αυτό, είναι πολύ γελασμένη!

Πλησίασα την οικογένεια μου γεμάτος νεύρα... όλοι με κοίταζαν καλά καλά.

«Τι συμβαίνει?» ρώτησα εκνευρισμένος και η Έσμε κοίταξε τον Καρλάιλ για συμπαράσταση.

«Μπορώ να σου μιλήσω για λίγο ιδιαιτέρως, γιε μου?» ρώτησε εκείνος ήρεμα και εγώ αναστέναξα εκνευρισμένος.

«Ναι» είπα και αφήνοντας ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της Ελίζας μου που είχε καταπιεί τη γλώσσα της από το σοκ... την άφησα και βγήκαμε για λίγο έξω από την αίθουσα με τον Καρλάιλ να με ακολουθεί.

«Το ήξερες ότι θα έρθει και δεν είπες τίποτα?» ρώτησα πριν πάρει τον λόγο εντελώς εκνευρισμένος.

«Έντουαρντ... ξέρεις πόσο επίμονη γίνεται όταν θέλει κάτι... δεν περίμενα μπροστά σε όλους να κάνει καμία κίνηση... θέλω να με πιστέψεις».

«Γιατί δεν είπες τίποτα? » ρώτησα επίμονα..

«Θα μπορούσα να είμαι προετοιμασμένος και να φροντίσω να μην τη συναντήσω» συνέχισα, προσπαθώντας πολύ σκληρά να κρατήσω τον εκνευρισμό μου για να μην ξεσπάσω απάνω του.

«Γιατί εκείνη μου το ζήτησε... ήξερε ότι δεν θα ερχόσουν αν το μάθαινες».

«Φυσικά και δεν θα ερχόμουν Καρλάιλ... πώς είναι δυνατόν να έριχνα την Ελίζα στα δόντια του λύκου?... δεν την είδες πόσο έχει αλλάξει?... δεν είναι πια η Μπέλα που ξέραμε Καρλάιλ... για όνομα του θεού... φοράει κόκκινο κραγιόν... ήρθε για να με προκαλέσει... πως θα δικαιολογηθώ στην Ελίζα για όλα αυτά?»

«Κακώς δεν της έχεις μιλήσει ακόμα» με μάλωσε αυστηρά.

«Δεν της αξίζουν όλα αυτά Καρλάιλ... η Ελίζα είναι μια ευαίσθητη και αγνή ψυχή... δε θέλω να την διαφθείρω με όλα αυτά».

«Της αξίζει όμως η αλήθεια, έτσι δεν είναι?» επέμενε ο Κάρλαιλ φέρνοντάς με αντιμέτωπο με την επιλογή που είχα κάνει να μην ανακατέψω την Ελίζα στο πιο δύσκολο αλλά και πιο ευτυχισμένο κομμάτι του παρελθόντος μου.

«Πρέπει να της μιλήσω... αλλά πριν από αυτό πρέπει να την προστατέψω... θα την πάρω και θα φύγουμε» αποφάσισα.

«Με τι δικαιολογία?... η Ελίζα, Έντουαρντ, δεν είναι χαζή... υποψιάζεται ότι κάτι τρέχει με σας τους δύο... αν σηκωθείς τώρα και φύγεις θα τα κάνεις χειρότερα τα πράγματα... απόφυγε την αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα... αλλά μην φύγεις σαν φυγάς... γιατί μην ξεχνάς ότι έχεις και ένα όνομα να διασφαλίσεις».

«Και τι προτείνεις, να χορέψω μαζί της?» ρώτησα με φρίκη.

«Αυτό δεν μπορείς να το αποφύγεις... γιατί σίγουρα αύριο θα σε βγάλουν βούκινο στης εφημερίδες... τόσα λεφτά έδωσε».

«Ποιος τα χέζει τα λεφτά Καρλάιλ?»

«Όλοι όσοι είναι όμως στην αίθουσα θα προβληματιστούν Έντουαρντ... και αυτό θα έχει αντίκτυπο στη δουλειά μας γιε μου... ξέρω πόσο δύσκολο είναι για σένα αλλά δεν αφορά εσένα μόνο, κυρίως αφορά το σκοπό για τον οποίο έγινε η σημερινή εκδήλωση».

«Ξέρεις?... δεν έχεις ιδέα Καρλάιλ... ιδέα πως νιώθω αυτή τη στιγμή» ξέσπασα απελπισμένος κλείνοντας το πρόσωπο μου μέσα στα χέρια μου.

«Νόμιζα ότι την είχες ξεπεράσει» με κοίταξε μπερδεμένος και πάγωσα... πρέπει να βρω την ψυχραιμία μου δεν πρέπει να προδοθώ όχι τώρα.

«Η Μπέλα για μένα είναι νεκρή... δεν θα φύγω... αλλά δεν σου υπόσχομαι ότι θα χορέψω κιόλας μαζί της» είπα πιο αποφασιστικά κοιτώντας τον στα μάτια σοβαρός.

«Κάνε ό,τι νομίζεις αγόρι μου... εγώ θα σε στηρίξω» είπε και έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου και με κοίταξε με ειλικρίνεια και συμπόνια μέσα στα μάτια.

«Σε ευχαριστώ θείε... που είσαι πάντα δίπλα μου».

«Ξέρεις πόσο σε αγαπάω»

«Το ξέρω... και σε ευχαριστώ γι αυτό» του απάντησα.

Χτύπησε το μπράτσο μου φιλικά και με παρέσυρε και πάλι μέσα στην αίθουσα... τα μάτια μου αυτόματα καρφώθηκαν στην Ελίζα μου και εκείνη με το που αντιλήφθηκε την παρουσία μου έτρεξε αμέσως κοντά μου και με έκλεισε στην αγκαλιά της... ο Καρλάιλ μας άφησε μόνους μας.

«Αγάπη μου, είσαι καλά?... τι ήταν όλα αυτά?»

«Ελίζα, κοίταξε με... είναι παρελθόν... δεν θα επηρεάσει το μέλλον μας... ότι και να γίνει».

«Είναι παρελθόν, εννοώντας…?»

«Θα σου πω τα πάντα... αλλά όχι εδώ και όχι τώρα... θέλω να μου έχεις εμπιστοσύνη... είμαστε μόνο εσύ και εγώ κανένας άλλος. Με εμπιστεύεσαι?» τη ρώτησα.

«Σου έχω εμπιστοσύνη... αλλά σε εκείνη δεν έχω».

«Δεν πρόκειται να χορέψω μαζί της».

«Έντουαρντ, το ξέρεις ότι αυτό δεν γίνεται... έδωσε τόσα λεφτά... θα κάνει κακό στη δουλειά σου».

«Δε δίνω μία για τη δουλειά μου μπροστά στην ευτυχία μας».

«Αγάπη μου» είπε συγκινημένη και με κλείδωσε και πάλι στην αγκαλιά της.

«Πάμε στους δικούς μας... δεν μπορούμε να φύγουμε... τουλάχιστον ας μη χαλάσουμε την υπόλοιπη μας βραδιά για κανέναν και για τίποτα» είπα αποφασιστικά και της έδωσα ένα βαθύ φιλί στο στόμα και μου ανταποκρίθηκε με όλη της την αγάπη.

Η βραδιά κυλούσε ομαλά αν αναλογιστείς την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν... όλη την ώρα καθόμασταν με την οικογένεια μου... αλλά δεν μπορούσα άλλο όλο αυτό το κρυφτούλι και σε ένα αργό μπλουζ πήρα την Έλίζα μου και ανεβήκαμε και πάλι στην πίστα για να απολαύσουμε την υπόλοιπη βραδιά μας πιο ανάλαφρα.

Όμως εκείνη, όπως ήταν φυσικό, το περίμενε αυτό και μόλις μας είδε να ανεβαίνουμε πάνω στην πίστα έκανε την κίνηση της.

«Μπορώ να διακόψω?» άκουσα τη φωνή της πίσω μου και γύρισα προς το μέρος της τρομερά εκνευρισμένος κρατώντας σφιχτά και προστατευτικά στην αγκαλιά μου την Ελίζα.

«Τι θες?» την ρώτησα απροκάλυπτα και εκείνη χαμογέλασε σατανικά.

«Να... πάρω... αυτό... που... μου... ανήκει» είπε τονίζοντας μία μία της λέξεις και η Ελίζα με κοίταξε στα μάτια με αγωνία... Μπορεί να είναι αθώα αλλά σίγουρα δεν είναι χαζή και κατάλαβε αμέσως το τι εννοούσε η Μπέλα με αυτά της τα λόγια.

«Δεν σου ανήκω... γι αυτό καλά θα κάνεις να μας αφήσεις ήσυχους» της είπα αμέσως και εκείνη ανασήκωσε το φρύδι της προκλητικά. Η ειρωνεία στα λόγια που ακολούθησαν κόντεψαν να με κάνουν να χάσω την ψυχραιμία μου.

«Πλήρωσα εκατό εκατομμύρια δολάρια για έναν χορό... νομίζω ότι δεν είναι συνετό να μου τον αρνηθείς... ωωω ελάτε τώρα κύριε Κάλεν... ένας χορός είναι... πώς κάνετε έτσι?... δεν δαγκώνω».

«Έντουαρντ, ας μην το κάνουμε άλλο θέμα... ένας χορός είναι στο κάτω κάτω» είπε η Ελίζα πιο ψύχραιμη από μένα και την κοίταξα.

«Δίκιο έχει το κοριτσάκι... είναι μόνο ένας χορός».

«Το κοριτσάκι είναι η αρραβωνιαστικιά μου... και απαιτώ περισσότερο σεβασμό» της πέταξα έξαλλος κοιτώντας την σκληρά στα μάτια αλλά εκείνη δεν μάσησε μία.


«Ό, τι πεις» είπε βαριεστημένα... ρίχνοντας μια απαξιωτική ματιά προς την Ελίζα και συνέχισε να με κοιτάζει σταθερά στα μάτια προσμένοντας τις αντιδράσεις μου.

«Λοιπόν?» ρώτησε ξανά και εγώ αναστέναξα καταλαβαίνοντας ότι δεν γινόταν να αποφύγω το αναπόφευκτο..

«Θα σε δω σε λίγο... αγάπη μου, δε θ’ αργήσω» είπα στην Ελίζα και πριν προλάβει να αντιδράσει, έσκυψα και την φίλησα με πάθος στο στόμα. Εκείνη κοκάλωσε για μια στιγμή αλλά αμέσως βρήκε την ψυχραιμία της και μου ανταπέδωσε το φιλί με την ίδια θερμότητα.

«Θα τα πούμε σε λίγο» ανταπέδωσε με νόημα και εκείνη κάνοντας μου ξεκάθαρο ότι δεν θα το αφήσει έτσι όλο αυτό... και είχε δίκιο... εγώ που δεν μπορούσα να της πω ότι την αγαπώ τώρα ξαφνικά μπροστά στον δαίμονα που με καταδιώκει πετάω αυτήν την λέξη?... «αγάπη μου»?... Σίγουρα έχω λερωμένη τη φωλιά μου και εκείνη το έχει καταλάβει.

Γιατί πάντα πρέπει να μου αναστατώνει την ζωή μου πάνω που την έχω βάλει σε μια ρέγουλα???... Μόλις η Ελίζα μας άφησε μόνους, γύρισα προς το μέρος της την κοίταξα εριστικά στα μάτια αλλά πριν κάνω οποιαδήποτε κίνηση ή πω κάτι το «I Have Nothing» της Whitney Houston ξεκίνησε και ήρθε να με αποτελειώσει... όλα συνωμοτούν εναντίων μου σήμερα δεν εξηγείτε αλλιώς... Χριστέ μου θα τρελαθώ.



«Μόνο έναν χορό» προειδοποίησα.

«Και μετά θα φύγω» επιβεβαίωσε εκείνη και άνοιξε τα χέρια της περιμένοντας με... πετώντας την ατάκα που της είχα πει στον τελευταίο χορό που ήμασταν μαζί πριν τέσσερα χρόνια.

Ήταν σαν ντεζαβού... μόνο που αυτή τη φορά είχαν αντιστραφεί οι ρόλοι... τώρα ήταν εκείνη που με διεκδικούσε και εγώ αυτός που θα έκανε τα πάντα για να μην την ξαναδώ μπροστά μου... αλλά εγώ δεν πρόκειται να πέσω στην παγίδα της... την άρπαξα από την μέση και φέρνοντας την κοντά μου με άγριο τρόπο... άρχισα να κουνιέμαι στο ρυθμό της μουσικής κοιτώντας μακριά... και φαινομενικά αγνοώντας την... αλλά σιγά μην το άφηνε έτσι.

«Μμμμ... άγριο αγόρι... βλέπω κάποια πράγματα δεν ξεχνιούνται... έτσι δεν είναι?» ρώτησε και κόλλησε το κορμί της πάνω στο δικό μου λικνίζοντας τους γοφούς της περισσότερο από όσο χρειαζόταν προκαλώντας με... και το καταραμένο μου σώμα αμέσως αντέδρασε... προδίδοντας με.

«Μμμ... χαίρομαι που κάποιος εκεί χαμηλά δεν με έχει ξεχάσει ακόμα» είπε με λάγνα φωνή. Πόσο ήθελε για να με εκνευρίσει? Ε, το είχε πετύχει.

«Τι θέλεις από τη ζωή μου Μπέλα?... εσύ το επέλεξες αυτό... καλά θα κάνεις τώρα να δεχτείς και τις συνέπειες των πράξεων σου».

«Μπέλα?... δεν σου τα είπανε καλά κύριε Κάλεν... η Μπέλα είναι νεκρή... για την ακρίβεια δεν υπήρξε ποτέ... είμαι γνήσια κόρη του Πάολο Κορένια... και ελπίζω να θυμάσαι καλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό... μη μιλήσω για το ποια είναι η μητέρα μου και σε κάνω να τρέχεις από τώρα... γι αυτό...» συνέχισε προκλητικά ψιθυρίζοντας στο αυτί μου, δαγκώνοντας το...

«καλό θα είναι να μην το παίζεις σκληρό αγόρι σε μένα... γιατί αυτή τη φορά δεν θα είμαι το ίδιο ελαστική μαζί σου».

«Ουυυυ και τώρα τρέμω... » την ειρωνεύτηκα και ρίχνοντας το κεφάλι της προς τα πίσω γέλασε δυνατά με ένα σατανικό γέλιο...

«Δε θα με κάνεις εσύ ότι θες, Μπέλα ή Ρόουζ ή όπως στο διάολο λέγεσαι πια... εγώ ορίζω τη ζωή μου και κανείς άλλος... και η ζωή μου είναι με την Ελίζα και καλά θα κάνεις να το δεχτείς και να μας αφήσεις ήσυχους... έγινα κατανοητός?» την ρώτησα βάζοντας το χέρι μου μέσα στα μαλλιά της και τραβώντας τα με δύναμη την ανάγκασα να με κοιτάξει με στα μάτια, ανταποδίδοντας το βλέμμα της με μίσος.

«Αχ να χαρείς, μη με ερεθίζεις τόσο πολύ... δεν θες να σε πάρω μπροστά σε όλο αυτό το κοινό... και ξέρεις ότι είμαι ικανή να το κάνω» είπε χαμογελώντας μου προκλήτηκά και με εξαγρίωσε περισσότερο.

«Με αηδιάζεις» της είπα εκφράζοντας στο πρόσωπο μου όλη την αηδία που ένιωθα γι αυτό που είχε μετατραπεί.

«Αλλά και σε ερεθίζω ταυτόχρονα... και όσο εσύ το αρνείσαι ...» δάγκωσε το κάτω χείλος της προκλητικά και κόλλησε τους γοφούς της με περισσότερη δύναμη απάνω στον ερεθισμό μου που ήταν έτοιμος να εκραγεί και κατέπνιξα το βογκητό που ήταν έτοιμο να ξεφύγει από τα χείλια μου. Τι μου έκανε αυτή η γυναίκα? Πότε θα καθησύχαζε το πάθος μου γι αυτήν?

« Το σώμα σου σε προδίδει» συνέχισε ανασηκώνοντας τα φρύδια της με απόλυτη ικανοποίηση και βάζοντας τα χέρια της αριστερά και δεξιά από το λαιμό μου... με κοίταξε επιβλητικά στα μάτια.

«Αυτό το σώμα μου ανήκει... και καλά θα κάνει το κοριτσάκι του λούνα παρκ να το πάρει απόφαση. Ό, τι μου ανήκει εγώ το διεκδικώ κύριε Κάλεν... δεν αφήνω τρία χρόνια να περάσουν περιμένοντας τον από μηχανής θεό να έρθει να με λυτρώσει από το πάθος που κρύβω μέσα μου... Εγώ... διεκδικώ... αυτό... που... μου... ανήκει... και... αυτό... το... σώμα... είναι... δικό μου... έγινα κατανοητή?» είπε και με μια απότομη κίνηση με άφησε από τα δεσμά της και έκανε μεταβολή και με άφησε σύξυλο μόνο μου πάνω στην σκηνή να βράζω στο ζουμί μου.

Πώς τολμάει?... ποια νομίζει ότι είναι?... δεν θα περάσει έτσι αυτό... όχι αυτήν την φορά. Έκανε το κέφι της και με παράτησε. Πόσες φορές θα επαναλαμβανόταν αυτό το μοτίβο? Έπρεπε κάτι να κάνω πριν διαλυθώ ξανά.

Γύρισα στην οικογένεια μου και όλοι με κοίταζαν περιμένοντας τις αντιδράσεις μου... δεν ήταν ώρα να ξεσπάσω απάνω τους. Έπρεπε να ξεκλέψω λίγο χρόνο για να καταφέρω να ηρεμήσω και να σκεφτώ και η Έσμε το έπιασε αμέσως και μου χάιδεψε παρηγορητικά το μπράτσο μου κοιτώντας με, με κατανόηση στα μάτια.

«Έντουαρντ» ξεκίνησε η Ελίζα προσπαθώντας να με απομακρύνει για λίγο για να λύσει τα αναπάντητα ερωτηματικά της αλλά την σταμάτησα πριν πει οτιδήποτε άλλο.

«Ελίζα μου, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή... θα πάω για λίγο στο γραφείο μου και θα γυρίσω να σε πάρω να πάμε σπίτι... εκεί μπορείς να με ρωτήσεις ότι θες... εντάξει?» την ρώτησα με ελπίδα να το σταματήσει τώρα αλλά και εκείνη είχε βγει πια εκτός ορίων... και για να είμαι ειλικρινής δεν την αδικώ.

«θα πας να βρεις εκείνην?» ρώτησε απροκάλυπτα και εγώ αναστέναξα περνώντας το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου για να ηρεμίσω την ένταση μου πριν πληρώσει εκείνη τα νεύρα μου.

«Χρειάζομαι μόνο λίγο χρόνο να ηρεμήσω Ελίζα... δεν υπάρχει εκείνη... κανείς δεν θα μπει ανάμεσα μας».

«Ελίζα.. ». επενέβηκε η Εσμέ και γύρισε προς τη μεριά της... «δώσ του λίγο χρόνο...» την παρακάλεσε ήρεμα... «όταν σου εξηγήσει, θα καταλάβεις... έχε του λίγη εμπιστοσύνη».

«Ίσως και να έχεις δίκιο» είπε ηττημένη μέσα από τον αναστεναγμό της και με κοίταξε σοβαρά στα μάτια.

«Αλλά να το ξέρεις. Θέλω κάποιοες εξηγήσεις όταν γυρίσουμε».

«Θα σου πω όσα θες να μάθεις» της επιβεβαίωσα και κούνησε το κεφάλι της... της έδωσα ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της και έφυγα να κρυφτώ στην ασφάλεια του γραφείου μου.

Έπρεπε να ξεφύγω... έπρεπε να εκτονώσω όλο τα νεύρα και την ένταση που ένιωθα και σίγουρα εκείνη δεν θα μπορούσε να το καταλάβει αυτό... σίγουρα δεν θα ήταν καν διατεθειμένη να με βοηθήσει... καταραμένη Μπέλα... γιατί τώρα?... γιατί μου το κάνεις αυτό??... γιατί??... ούρλιαζα μέσα μου και ξεκλειδώνοντας την πόρτα μπήκα μέσα στο γραφείο μου και αφού την κλείδωσα, άνοιξα τα φώτα…

Εκείνη ήταν εκεί…

Με περίμενε….

Καθισμένη στην καρέκλα μου να με κοιτάει σμίγοντας τα φρύδια της με απογοήτευση.

«Άργησες» είπε μόνο και κόλλησα το σώμα μου πάνω στην πόρτα σταματώντας για μια στιγμή να αναπνέω…

Όχι δεν μπορεί... κάποιος μου κάνει πλάκα.

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Η αγάπη σου με σκοτώνει "3. Για πάντα μαζί"



«Έντουαρντ, είσαι καλά μωρό μου?» με ρώτησε με αγωνία η Ελίζα και γύρισα να αντικρίσω τη ματιά της αποπροσανατολισμένος και εκείνη αμέσως σκούπισε τα δάκρυα που είχαν ξεχειλίσει από τα μάτια μου χωρίς να το καταλάβω. Τι καλή που ήταν μαζί μου…

«Τι σου συμβαίνει αγάπη μου?» ρώτησε πιο ήρεμα με την τρυφερή της φωνή και την έσφιξα στην αγκαλιά μου.

«Δεν είναι τίποτα καρδιά μου... παλιές αναμνήσεις... τώρα είμαι καλά... δε θέλω να ανησυχείς... όλα είναι καλά... ανήκουν στο παρελθόν... σου το ορκίζομαι ότι ποτέ δεν θα τα αφήσω να επηρεάσουν το μέλλον μας» της είπα με έναν αναστεναγμό και εκείνη με έσφιξε κοντά της προσπαθώντας να μου δώσει κουράγιο.

«Όλα θα πάνε καλά» έκανε μια προσπάθεια να με καθησυχάσει αλλά κάτι μέσα μου με έκανε να νιώθω μια αγωνία ότι αυτό δεν είναι αλήθεια... ότι σήμερα κάτι πάλι θα συμβεί και θα μου αλλάξει όλα μου τα δεδομένα... για μια ακόμα φορά θα μου αλλάξει όλη μου την ζωή και αυτός ήταν ο λόγος που η ηρεμία μου είχε χαθεί, αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε όλα μου τα συναισθήματα… αλλά δεν άφησα να το δει η Ελίζα .

Το αυτοκίνητο σταμάτησε και με όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει πήρα μια βαθιά ανάσα και τη φίλησα λες και ήταν το τελευταίο φιλί που μοιραζόμασταν... ένιωθα πράγματα για εκείνην αλλά δεν μπορούσα να την αγαπήσω... και όλο αυτό με διέλυε... όμως ήμουν κάθετος σε αυτό... δεν θα αφήσω κανέναν και τίποτα να μπει ανάμεσα μας... αυτή η γυναίκα θα είναι το λιμάνι μου... αυτή η γυναίκα θα είναι από εδώ και πέρα όλη μου η ζωή... και κανείς και τίποτα δεν θα με κάνει να αλλάξω γνώμη.

Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και προχωρήσαμε στην ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα για να συναντήσουμε τους δικούς μου... μόλις μας είδαν μας υποδέχτηκαν εγκάρδια και μας καλωσόρισαν με όλη τους την αγάπη δίνοντας μας συγχαρητήρια για τα χαρμόσυνα νέα που μοιραστήκαμε μαζί τους.

«Τι έγινε μεγάλε... το κατάφερες το κορίτσι?» με πείραξε ο Έμετ και με σκούντησε με νόημα στο ώμο χαμογελώντας πλατιά για το αστείο που μόλις είχε πει.

«Μάλλον το αντίθετο θα έλεγα» του είπα και χαμογέλασα προς την μεριά της Ελίζας που εκείνη τη στιγμή μίλαγε με την Έσμε και δεν άκουγε την συνομιλία μου με τον Έμετ... Από την άλλη , η Άλις δεν έχανε ευκαιρία να δείχνει τον εκνευρισμό της αλλά δεν έδινα δεκάρα για εκείνη... η φίλη της το επέλεξε αυτό... τώρα ας υποστεί τις συνέπειες των πράξεων της.

«Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι την ξεπέρασες?» συνέχισε ο Έμετ να με πιέζει και τον κοίταξα αυστηρά στα μάτια.

«Αρκετά Έμετ... η Μπέλα δεν υπάρχει πια... για την ακρίβεια όπως είπε και η ίδια δεν υπήρξε ποτέ».

«Και αυτό το ξέρει η Ελίζα?» ρώτησε.

«Δεν είναι δικό σου θέμα αυτό... και καλά θα κάνεις να το βουλώσεις μια για πάντα... έγινα κατανοητός?» του είπα μέσα από τα δόντια μου αλλά εκείνος γέλασε δυνατά από αντίδραση... Αιώνιος Έμετ… Όλα ήταν αστεία γι αυτόν.

«Ωωω... μεγάλε την έχεις άσχημα... δεν ξέρει τίποτα σωστά?... τι περιμένεις για να της το πεις?... ξέρεις ότι αργά η γρήγορα θα αποκαλυφθεί η αλήθεια και τότε θα είναι χειρότερα αν δεν το έχει μάθει από σένα».

«Έμετ…» προειδοποίησα.

«Ξέρω, ξέρω, να κοιτάω τη δουλειά μου... άλλη ατάκα δεν έχεις να μας πεις πια?» ειρωνεύτηκε αλλά εκείνη την ώρα η Ελίζα πέρασε το χέρι της από την μέση μου και διέκοψε κάθε μου αντίδραση.

«Τι γίνεται εδώ?» ρώτησε ήρεμα.

«Τίποτα καρδιά μου... οι συνηθισμένες παπαριές του Έμετ... τον ξέρεις τώρα». Ο Έμετ άρχισε και πάλι να χασκογελάει.

«Έντουαρντ θα σε μαλώσω... τι λόγια είναι αυτά?» είπε με μια δόση χιούμορ αλλά ήξερα πολύ καλά ότι το εννοούσε... γενικότερα της Ελίζας δεν της άρεσαν οι βωμολοχίες και έκανε τα πάντα για να με κάνει να ξεπεράσω τις κακές συνήθειες του παρελθόντος αλλά αυτό ήταν μια αφορμή για τον Έμετ να κάνει το δούλεμα του πιο σκληρό.

«Καλά σου λέει Έντουαρντ... τι λόγια είναι αυτά... πιπέρι στο στόμα» είπε γελώντας και η Ελίζα έσκυψε το κεφάλι της κοκκινίζοντας ολόκληρη από αμηχανία.

«Μην τον ακούς καρδιά μου, πάμε να χορέψουμε γιατί ο άνθρωπος γεννιέται, δεν γίνεται» της είπα τρυφερά χαϊδεύοντας παρηγορητικά τον ώμο της και συναίνεσε με ένα κούνημα του κεφαλιού της χωρίς να πει τίποτα άλλο.

Φτάσαμε στην πίστα και κατευθείαν χώθηκε στην αγκαλιά μου. Πόσο ικανοποιημένη φαινόταν! Με λάτρευε με όλο της το είναι… Πώς μπορούσα εγώ να στεναχωρήσω αυτό το πλάσμα?

«Είσαι καλά?» τη ρώτησα την ώρα που την κράταγα στην αγκαλιά μου χορεύοντας στους ρυθμούς του απαλού μπλουζ που έπαιζε εκείνη τη στιγμή.

«Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση πριν».

«Τι είναι αυτά που λες καρδιά μου?... να με φέρεις σε δύσκολη θέση, γιατί?»

«Γι αυτό που είπα... αυτό που είπε ο Έμετ».

«Μην του δίνεις σημασία... και να μην το είχες πει, κάτι άλλο θα έβρισκε να σε πειράξει... δεν τον ξέρεις τώρα?... αιώνιος μαλάκας».

«Έντουαρντ!» γκρίνιαξε μέσα από τα δόντια της και γέλασα δυνατά.

«Ωωω... έλα τώρα Ελίζα... μην τα παίρνεις όλα τόσο σοβαρά» της απάντησα χαμογελώντας.

«Το ξέρεις ότι δεν μου αρέσει να βρίζεις».

«Το ξέρω και σου ζητώ συγνώμη αλλά καμία φορά επιβάλλεται » της είπα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου κάνοντας την μια σβούρα γύρω από τον εαυτό μας για να την αποπροσανατολίσω.

Πάνω στην κίνηση μας έπιασα μια γνώριμη φιγούρα να περνάει ανάμεσα στον κόσμο αλλά εκείνη τη στιγμή δεν έδωσα και πολύ σημασία... επικέντρωσα όλο το ενδιαφέρον μου στην Ελίζα και έκανα τα αδύνατα δυνατά να την κάνω για λίγο να ξεχαστεί... ήθελα να είναι ευτυχισμένη... και αυτό ήταν το μόνο που με ένοιαζε.

Όταν κατεβήκαμε από την πίστα και φτάσαμε κοντά στους δικούς μου, υπήρχε μια περίεργη ατμόσφαιρα και όλοι για κάποιο λόγο με κοίταζαν εξονυχιστικά.

«Τι πάθατε και με κοιτάτε έτσι?... είδατε μήπως κανένα φάντασμα?»

Η Άλις κάτι πήγε να πει αλλά ο Τζάσπερ αμέσως την σταμάτησε και πήρε τον λόγο.

«Περνάτε καλά?» μας ρώτησε με ένα ιδιαίτερα ύποπτα ευγενικό ύφος. Η Άλις, χωρίς να χάνει χρόνο, του έδωσε μια αγκωνιά στα πλευρά αλλά ο Τζάζ της κράτησε το χέρι και της χαμογέλασε παιχνιδιάρικα.

«Τι μωρό μου... θες να χορέψουμε και εμείς?... έλα» της είπε και σηκώνοντας την από το χέρι την έκανε μια σβούρα γύρω από τον εαυτό της και την τράβηξε προς την πίστα χωρίς να περιμένει να του απαντήσουμε στην ερώτηση του... Τι περίεργο... μα τι πάθανε όλοι από την μια στιγμή στην άλλην?

«Αγόρι μου περνάτε καλά?» ρώτησε η Έσμε ερχόμενη κοντά μας και μου έτριψε απαλά το μπράτσο.

«Μια χαρά θεία... για άλλη μια χρονιά έχεις κάνει καταπληκτική δουλειά».

«Σε ευχαριστώ πολύ αγόρι μου» είπε και μου έδωσε ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο.

«Ελίζα μου εσύ... περνάς καλά?»

«Ναι, σας ευχαριστώ κυρία Έσμε... πραγματικά είναι όλα υπέροχα».

«Ωωω... κόψε τον πληθυντικό καρδιά μου... μια οικογένεια είμαστε πια».

«Καλά λέει η Έσμε, Ελίζα... θέλουμε να μας νιώθεις οικογένειά σου» επενέβη ο Καρλάιλ.

«Το ξέρεις ότι τον Έντουαρντ δεν τον ξεχωρίζουμε από τα άλλα μας παιδιά».

«Το ξέρω και σας είμαι ευγνώμων για όλη την αγάπη που μας δίνεται τόσο απλόχερα» απάντησε ευγενικά η Ελίζα.

Εκείνη τη στιγμή ο εκφωνητής ανακοίνωσε ότι χρειάζεται εθελοντές για τη δημοπρασία που θα ακολουθήσει... και ο Έμετ με σκούντησε με νόημα.

«Πάμε και εμείς?»

«Τι λες βρε Έμετ , τι να πάμε να κάνουμε εμείς?»

«Ωωω... ειδικά εσύ θα έχεις πολλά χτυπήματα... και μην ξεχνάς ότι όλο αυτό γίνεται προς τιμή σου... ένας χορός είναι όλος κι όλος... μπορείς να αποχωριστείς την ντάμα σου για έναν χορό... δεν χάλασε και ο κόσμος».

«Έχει δίκιο ο Έμετ αγάπη μου... πήγαινε... μακάρι να μαζευτούν αρκετά λεφτά για τα κακόμοιρα τα παιδάκια... και αν μπορούμε να βοηθήσουμε με οποιονδήποτε τρόπο γιατί να μην το κάνουμε?»

«Οκ, θα πάω με έναν όρο».

«Όρο? Τι όρο?»

«Δε θα αφήσεις καμία να με διεκδικήσει... ό, τι ποσό και να βάλουν, θέλω να τις χτυπήσεις όλες... και να με κερδίσεις εσύ».

«Μα Έντουαρντ» είπε μέσα από τα δόντια της και κοίταξε γύρω της ντροπιασμένη.

«Σε καλύπτω εγώ... μην αφήσεις καμία να με διεκδικήσει... σύμφωνοι?» της ψιθύρισα στο αφτί και αναστέναξε.

«Εντάξει... αλλά δεν είναι σωστό».

«Σσς... δε θέλω να χορέψω με καμία άλλη».

«Εντάξει... εντάξει θα το κάνω».

«Ό, τι ποσό και να είναι σε καλύπτω εγώ... θέλω να με διεκδικήσεις» τόνισα και τραβήχτηκε για λίγο από πάνω μου.

«Εντάξει είπα... πήγαινε» συνέχισε πιο εκνευρισμένα, τρομερά ντροπιασμένη γι αυτό.

Η Ελίζα κατάγεται από φτωχή οικογένεια και το όλο θέμα με τα χρήματα την φέρνει σε τρομερή αμηχανία... αν και της έχω πει επανειλημμένα ότι, ό, τι είναι δικό μου είναι και δικό της... και πάλι αυτό δεν φτάνει για να την κάνει να νιώσει καλύτερα με όλο αυτό το θέμα... αλλά με τον καιρό θα το συνηθίσει.

Ανέβηκα στην σκηνή κουνώντας το κεφάλι μου... ο Άαρον είχε πάρει θέση και γέλαγε με την ψυχή του βλέποντας με.

«Παλιόφιλε πού είσαι εσύ και σε χάσαμε?» είπε και μου έκανε μια φιλική αγκαλιά.

«Εγώ εδώ τριγυρνάω, εσύ που χάθηκες?»

«Ωωω ξέρεις τώρα, δουλειές... η Βαρόνη με έχει ξετινάξει... τρέχω σαν τον Λούη για να τα προλάβω όλα... ξέρεις τώρα πως είναι όταν θέλει κάτι».

«Θα προτιμούσα να το ξεχάσω» απάντησα ψύχραιμα.

«Α ναι , σωστά... έμαθα και τα χαρμόσυνα... συγχαρητήρια... ελπίζω αυτή τη φορά να είσαι πιο τυχερός».

«Τα χαρμόσυνα?» .Αναρωτιόμουν τι μπορεί να ήξερε ο Άαρων για να μου δίνει συγχαρητήρια.

«Ωωω έλα τώρα... όλη η αίθουσα ξέρει για τον κρυφό σας αρραβώνα με την πιτσιρίκα» είπε δείχνοντας προς το μέρος της Ελίζας και έμεινα για λίγο να τον κοιτάω... πότε πρόλαβε να μαθευτεί?

«Μην κάνεις έτσι... τα καλά νέα διαδίδονται σε χρόνο ντε τε, δεν το ξέρεις τώρα πως πάει?»

«Μμμ... δεν έχεις άδικο... και όπως είπες και εσύ είναι χαρμόσυνα οπότε γιατί να το κρύβω?... σε ευχαριστώ» Ο Άαρον μου χαμογέλασε εγκάρδια και μου έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο αλλά δεν είπε τίποτα άλλο.

Εκείνη τη στιγμή, από το βάθος της αίθουσας μια φωτιά ενός αναπτήρα μου τράβηξε την προσοχή και μέσα από το μυστήριο σκοτάδι που περιέβαλε την άγνωστη φιγούρα... με έκανε να καρφώσω απάνω της τη ματιά μου χωρίς να γνωρίζω το γιατί.

Ένιωθα σαν να με μαγνήτιζε... ένιωθα να θέλω να την πλησιάσω και το σώμα μου με δική του πρωτοβουλία έκανε την κίνηση να ξεκολλήσει από το σημείο που ήμουν για να πάω κοντά της... Το μυαλό μου είχε νεκρώσει... καμία λογική σκέψη δεν υπήρχε εκεί... το μόνο που ήθελα ήταν να πλησιάσω και να δω από κοντά το πρόσωπο αυτής της άγνωστης γυναίκας που είχε καρφώσει τη ματιά της απάνω μου.

«Πού πας?» με ρώτησε ο Έμετ τραβώντας με προς τα πίσω και επανήλθα στην πραγματικότητα.

«Εεε... πουθενά» είπα νευρικά γυρίζοντας τη ματιά μου προς το μέρος του και πέρασα αμήχανα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου... Τι στο καλό μου συμβαίνει?... ποια είναι αυτή η γυναίκα που με μαγνητίζει τόσο πολύ?

Αμέσως με τη ματιά μου αναζήτησα τη ματιά της Ελίζας για να νιώσω ασφάλεια... και μόλις την κοίταξα... με την άκρη της ματιάς μου πάλι είδα την κάφτρα του τσιγάρου της άγνωστης γυναίκας να ανάβει περισσότερο... Ξεκόλλα Έντουαρντ... σκέψου την Ελίζα... μόνο αυτή έχει σημασία... κοίταξα για άλλη μια φορά την Έλίζα μου και της χαμογέλασα ζεστά... όλο της το πρόσωπο φωτίστηκε και ένιωσα ξανά όλος ο κόσμος μου να μπαίνει στην θέση του.

Εγώ με τον Άαρον είχαμε μείνει για το τέλος... όσοι είχαν εθελοντικά ανέβει για να δώσουν τον εαυτό τους για έναν χορό είχαν πλέον κατέβει από την σκηνή και τώρα ήταν σειρά μου να με παρουσιάσει ο εκφωνητής για να αρχίσουν να πέφτουν τα χτυπήματα.

Μέχρι στιγμής, όσοι είχαν δημοπρατηθεί κανείς δεν είχαν ξεπεράσει τα 10.000 δολάρια αλλά αυτό που συνέβη με μένα δεν είχε άλλο προηγούμενο... το ποσό είχε ξεπεράσει τις 30.000 δολάρια και ακόμα υπήρχαν χτυπήματα... φυσικά έκανα νόημα στην Ελίζα να μην μασάει... και εκείνη όσο πέρναγε η ώρα έχανε όλο και πιο πολύ την ψυχραιμία της αλλά εγώ πάντα της χαμογελούσα ζεστά και της έδινα το θάρρος να συνεχίσει και εκείνη, μέχρι που μια βαθιά αισθησιακή φωνή από το βάθος ακούστηκε και έμειναν όλοι ακίνητοι και σοκαρισμένοι στο άκουσμα του χτυπήματος που έκανε εκείνη η γυναίκα γεμάτη μυστήριο.

«Ένα εκατομμύριο δολάρια» είπε με σταθερή φωνή και άναψε ένα τσιγάρο.

Αμέσως η αίθουσα για μια στιγμή έμεινε άφωνη... αλλά σύντομα άρχισαν τα σούσουρα να κάνουν την αίθουσα και πάλι να πάρει ζωή.

«ένα εκατομμύριο δολάρια?» ρώταγε ο ένας τον άλλον με μια φωνή χωρίς να πιστεύουν σε αυτό που είχαν μόλις ακούσει. Όλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν από ποιον είχε γίνει αυτή η απίστευτα εξωφρενική προσφορά.

«Ένα εκατομμύριο δολάρια ?»ρώτησε και ο εκφωνητής για να το επιβεβαιώσει και η ίδια φωνή ακούστηκε πιο καθαρά αυτή τη φορά χωρίς όμως να αποχωρίζεται την ασφάλεια του σκοταδιού.

«Ένα εκατομμύριο δολάρια» επιβεβαίωσε με τη μυστηριακή της φωνή.

«Υπάρχει κάποιος άλλος που θα ήθελε να χτυπήσει αυτήν την προσφορά?» ρώτησε ο εκφωνητής και η Ελίζα κοίταξε εμένα και εγώ εκείνην... για κάποιο λόγο δεν ήθελα με τίποτα να με διεκδικήσει αυτή η γυναίκα και ας ήξερα ότι ήταν μόνο για έναν απλό χορό... της έκανα νόημα να χτυπήσει ξανά.

«Ένα εκατομμύριο δέκα χιλιάδες δολάρια» χτύπησε η Ελίζα και όλοι αναφώνησαν.

«Δύο εκατομμύρια» χτύπησε πάλι η άγνωστη γυναίκα χωρίς να δίνει χρόνο στον εκφωνητή να το επαναλάβει.

«Δύο εκατομμύρια δέκα χιλιάδες» ξαναχτύπησε και πάλι η Ελίζα τρομερά εκνευρισμένη και αυτή από την επιμονή της της άγνωστης.

«Πέντε εκατομμύρια» χτύπησε εκείνη ενώ φαινόταν να το διασκεδάζει και η Ελίζα έγινε πιο έξαλλη και ξανά χτύπησε χωρίς να το προλάβει να το συνειδητοποιήσει με περισσότερο πείσμα.

«Έξι εκατομμύρια» ανταπάντησε η Ελίζα μου την προσφορά της άγνωστης γυναίκας και εκείνη έσβησε επιδεκτικά το τσιγάρο της και πριν μιλήσει και πάλι ο εκφωνητής ξαναπήρε τον λόγο.

«Εκατό... εκατομμύρια... δολάρια» είπε σοβαρά και περίμενε την αντίδραση της Ελίζας η οποία έμεινε σοκαρισμένη να κοιτάει προς το μέρος της.

«Ώ, ρε πούστη μου, η Βαρόνη τα έχει πάρει πολύ άγρια... καλή τύχη φίλε μου» πετάχτηκε από δίπλα μου ο Άαρον και γύρισα σοκαρισμένος και τον κοίταξα με ανοιχτό το στόμα. Τι έλεγε?

«Τι?... μη μου πεις ότι δεν το κατάλαβες ότι είναι εκείνη... λυπάμαι που θα το ακούσεις από μένα... αλλά για να κάνει τέτοια προσφορά δεν είναι καλά τα πράγματα» είπε και μου έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη και εκείνη την στιγμή άκουσα τον εκφωνητή να λέει.

«Εκατό εκατομμύρια δολάρια... τρία... ο Κύριος Κάλεν αγοράστηκε από την κυρία» είπε και περίμενε την ανταπόκριση της Μπέλας.

Εκείνη σηκώθηκε με μια ρευστή κίνηση από το σκαμπό του μπαρ και βγαίνοντας από τη σκιά όπου ήταν όλη αυτή την ώρα αποκάλυψε το πρόσωπο της.

«Ρόουζ... Ρόουζ Κορένια» είπε και όλοι μείναμε με ανοιχτό το στόμα από το θέαμα που αντικρίσαμε μπροστά μας.

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Η αγάπη σου με σκοτώνει "2. Για πάντα μαζί"



13 Ιουλίου 3 χρόνια πριν.....

Θυμάμαι πόσο ανυπομονούσα να φτάσω κοντά της... πόσο ήθελα να σβήσω την απόσταση και να χωθώ στην ζεστή της αγκαλιά... είχα να την δω 10 ώρες και μου φαινόταν σαν να είχα να την δω 10 αιώνες... τόσο αργά περνούσαν οι ώρες για μένα μακριά της... αλλά ποτέ δεν φαντάστηκα ότι αυτές οι 10 ώρες που πέρασαν εκείνην την ημέρα τόσο βασανιστικά αργά θα κατάληγαν να γίνουν παντοτινές.

Ακόμη η καρδιά δεν μπορεί να ξεπεράσει τον πόνο… Αβάσταχτη η στιγμή που η ζωή που ονειρευόσουν, η ζωή που ήλπιζες, η ζωή που πίστευες σου χαριζόταν απλόχερα, να χάνεται σε μια στιγμή…

Επιστρέφοντας σπίτι εκείνη τη μέρα… Από το γκαράζ ακόμα ακούγαμε τις υστερικές της φωνές και για μια στιγμή εγώ και ο Τάηλερ κοιταχτήκαμε με απορία στα μάτια... έβγαλα φτερά στα πόδια και άρχισα να τρέχω προς το κυρίως σπίτι για να φτάσω κοντά της... μόλις όμως έφτασα στη σκάλα και πριν πατήσω στο πρώτο σκαλοπάτι, κατάλαβα με ποιον μιλούσε… Πάγωσα... και όλες μου οι λογικές σκέψεις έπαψαν πια να λειτουργούν.

«Σου είπα να ανακαλέσεις Τσάρλι... τι δεν καταλαβαίνεις?» ούρλιαζε από το δωμάτιο μας και μόλις κατάλαβα ότι πάλι εκείνος έφταιγε για την κατάσταση που εκείνη βρισκόταν αυτήν την στιγμή, θόλωσα από οργή και μίσος για τον άνθρωπο που δεν άφηνε ήσυχη την Μπέλα μου.

Πέταξα την τσάντα και χωρίς να κάτσω να ακούσω τίποτα άλλο άρχισα να τρέχω και πάλι προς το γκαράζ.

«Έντουαρντ... που νομίζεις ότι πας?» ούρλιαζε πίσω μου ο Τάηλερ προσπαθώντας να με σταματήσει.

«Πάω να δώσω ένα τέλος... αρκετά πια Τάηλερ... αυτός ο άνθρωπος θα την τρελάνει, δεν το καταλαβαίνεις... δεν μπορώ να καταλάβω τι σκατά έχει μέσα το κουφιοκέφαλο του και δεν το καταλαβαίνει πόσο την πληγώνει. Πρέπει να σταματήσει όλο αυτό!»

«Άκουσέ με» με σταμάτησε ο Τάηλερ που κόβοντας μου το δρόμο με το σώμα του, με ανάγκασε να τον κοιτάξω.

«Ηρέμησε. Η Μπέλα σε έχει ανάγκη... μην την αφήσεις τώρα μόνη της... πήγαινε επάνω, μάθε τι συμβαίνει και μόλις ηρεμήσει σου υπόσχομαι ότι θα πάμε μαζί να βρούμε αυτό το καθίκι και να του δώσουμε ένα καλό μάθημα... μην την παρατάς τώρα».

Δεν είχε άδικο... αλλά πώς θα βρω την ψυχραιμία να μείνω πάλι αμέτοχος?... Η Μπέλα δε θέλει να τον κατηγορώ αλλά πώς μπορώ να μην το κάνω όταν βλέπω πόσο πολύ την πληγώνει?

Το σπαρακτικό ουρλιαχτό της Μπέλα που έφτασε στα αφτιά μας έφτασε να μου δώσει την απάντηση που ζητούσα... Ταυτόχρονα με τον Τάηλερ τρέξαμε στο δωμάτιο μου και την στιγμή που ανοίξαμε την πόρτα βρήκαμε μέσα μια έξαλλη Μπέλα να γυρίζει από την μια άκρη του δωματίου ως την άλλη σαν αφηνιασμένο λιοντάρι κλεισμένο σε κλουβί, να φωνάζει και να οδύρεται τραβώντας τα μαλλιά της... είχε χάσει τη λογική της... ήταν τόσο εκτός εαυτού που δεν είχε καταλάβει καν την παρουσία μας.

Προσπάθησα να την πλησιάσω αλλά ο Τάηλερ με σταμάτησε πιάνοντας με από το μπράτσο και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του... αλλά εγώ δεν άντεχα να τη βλέπω έτσι... κάτι έπρεπε να κάνω.

Πήρα απότομα το χέρι μου από το δικό του και έτρεξα κοντά της... αλλά την στιγμή που την έπιασα από τα μπράτσα να την ακινητοποιήσω κατάλαβα αμέσως το λάθος μου.

Δεν είχε καταλάβει την παρουσία μου μέχρι που την άγγιξα και τότε αντέδρασε ενστικτωδώς , σαν να ήμουν ο εχθρός της.

«Μη με ακουμπάςςςςςςς!!» ούρλιαξε και γύρισε επιτόπου προς την μεριά μου σπρώχνοντας με προς τα πίσω, κάνοντας με να πέσω στο πάτωμα... και μόλις αντίκρισα τη ματιά της το ορκίζομαι ότι ένιωσα να χάνω όλον τον αέρα από τα πνευμόνια μου... τέτοιο άγριο βλέμμα... τέτοια διαολεμένη ματιά δεν είχα αντικρίσει ποτέ στην ζωή μου.
Για μια στιγμή έμεινε ακίνητη προσπαθώντας να καταλάβει τι της συμβαίνει. Μόλις αντίκρισε τη ματιά μου, έκλεισε τα μάτια της και έμεινε στην ίδια θέση παλεύοντας να βρει την αναπνοή της... σφραγίζοντας και τρίζοντας τα δόντια της τόσο σφιχτά που ένιωσα ότι θα μπορούσε μέχρι και να τα σπάσει στην προσπάθεια της να βρει ξανά τον εαυτό της.

«Μπέλα» προσπάθησα και με όση αναπνοή της είχε απομείνει ούρλιαξε μέσα από τα δόντια της.

«Δε με λένε Μπέλα... η Μπέλα δεν υπάρχει... δεν υπήρξε ποτέ» έλεγε συνέχεια με σφραγισμένο το στόμα της αφρίζοντας και κοίταξα τον Τάηλερ για βοήθεια... Αλλά μόλις εκείνος έκανε μια κίνηση να μπει στο δωμάτιο τον σταμάτησε.

«Μείνε εκεί που είσαι... μην κουνηθείτε... μην τολμήσετε να κουνηθείτε... δεν ξέρω τι είμαι ικανή να κάνω... μην κουνιέστε» έλεγε μέσα από τα δάκρυα της που άρχισαν να ξεχύνονται από τα σφραγισμένα της μάτια στα μάγουλα της που είχαν γίνει κατακόκκινα από όλο το θυμό που έβραζε μέσα της.

Πέρασαν μερικές στιγμές που το μόνο που ακουγόταν ήταν οι αναπνοές που προσπαθούσε να πάρει η Μπέλα... κανείς από τους δύο μας δεν τολμούσε να κουνηθεί... η Μπέλα ήταν εκτός εαυτού και όταν μας προειδοποιούσε για κάτι εμείς την υπακούγαμε πιστά γιατί ξέραμε τις επιπτώσεις... τις δώσαμε το χρόνο που χρειαζόταν για να τα βρει με τον εαυτό της και να ηρεμήσει για να μας εξηγήσει τι συμβαίνει και μόλις βρήκε την κανονική της αναπνοή τότε μου μίλησε.

«Έντουαρντ?» ρώτησε μετά από μια σύντομη σιωπή ακόμα ακίνητη χωρίς να ανοίγει τα μάτια της.

«Τι είναι καρδιά μου?» τη ρώτησα και η φωνή μου βγήκε σαν ένας ψίθυρος... ακόμα σοκαρισμένος από το θέαμα που έβλεπα μπροστά μου.

«Σου έκανα κακό Έντουαρντ?»

«Όχι καρδιά μου, είμαι καλά... τι σου συμβαίνει?»

«Μη μου λες ψέματα» ξεσπάθωσε και άρχισε να τρέμει αλλά ακόμα πάλευε να συγκρατηθεί.

«νιώθω το φόβο σου... τι σου έκανα?»

«Τίποτα αγάπη μου, σου το ορκίζομαι... δεν έπαθα τίποτα... άνοιξε τα μάτια σου σε παρακαλώ» την παρακάλεσα αλλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι της με πείσμα μένοντας στο ίδιο σημείο. Πώς με πονούσε που δεν ήθελε να με κοιτάξει… Πώς ήθελα να την πάρω στην αγκαλιά μου και να της ψιθυρίσω πως όλα θα διορθωθούν.

«Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω Έντουαρντ... δεν έχω την δύναμη να το γυρίσω... συγχώρεσε με» με παρακαλούσε και νέα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλα της που με έκαναν να διαλυθώ.

«Να καταφέρεις τι Μπέλα... μίλησε μου... τι σου έκανε πάλι?»

«Μη με αποκαλείς Μπέλα» άφρισε μέσα από τα δόντια της.

«η Μπέλα δεν υπάρχει... το καταλαβαίνεις?... δεν υπήρξε ποτέ... ποτέ».

Κατάπιε το σάλιο της με δυσκολία σφίγγοντας τις γροθιές της πιο δυνατά και τότε είδα ότι τα νύχια της είχαν μπηχτεί μες στη σάρκα της και οι πληγές που είχαν δημιουργήσει άρχισαν να αιμορραγούν. Μα γιατί δε με αφήνει να τη βοηθήσω? Μπέλα σ’ αγαπώ ούρλιαζε η ψυχή μου… Αλλά σ’ αυτήν είπα μόνο

«Πες μου τι θες να κάνω για να βοηθήσω... σε παρακαλώ μίλησε μου» έκανα άλλη μια προσπάθεια κι εκείνη άρχισε πάλι να παίρνει πιο ήρεμες αναπνοές. Σε παρακαλώ Μπέλα μου, είμαι εδώ δίπλα σου, γιατί με αποκόβεις??? ούρλιαζα μέσα μου αλλά δεν τολμούσα να πω τίποτα από όλα αυτά... ξέρω ότι πρέπει να της δώσω τον χρόνο της να τα βρει με τον εαυτό της... αλλά δεν αντέχω να την βλέπω έτσι και να μην μπορώ να κάνω κάτι…. πρέπει να κάνω κάτι αλλά τι???

«Μείνε εκεί που είσαι και μην κουνηθείς... δεν θα σου κάνω κακό... ξέρω ότι εσύ είσαι μπροστά μου αλλά δεν θέλω να το διακινδυνεύσω... μην κουνηθείς σε παρακαλώ» παρακάλεσε με τρέμοντας και ένιωσα έναν πόνο να διαλύει το στήθος μου.

Την ανάγκη μου δεν την αισθάνεσαι Μπέλα? Την ανάγκη να σε πάρω στην αγκαλιά μου και να σε γλιτώσω απ όλα αυτά? Γιατί με αποκόβεις?

«Δε θα κουνηθώ σου το υπόσχομαι... αλλά πες μου τι έγινε σε παρακαλώ... κοντεύω να τρελαθώ... μην με αποκόβεις» την παρακάλεσα άλλη μια φορά και εκείνη άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αριστερά και δεξιά απελπισμένη.

«Όλα ήταν ένα ψέμα Έντουαρντ... δεν υπήρξα ποτέ... είμαι ένα ψέμα το καταλαβαίνεις?»

«Δεν είναι αλήθεια αυτό αγάπη μου και το ξέρεις». Μα τι μου λέει? Είναι δυνατόν ο λόγος της ύπαρξης μου να πιστεύει ότι είναι ένα ψέμα? Τότε…. Και η αγάπη μας είναι ένα ψέμα? Όχι βροντοφωνάζει η καρδιά μου αλλά εκείνη δεν ακούει…

«Είναι» φώναξε και χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα με πείσμα.

«Δεν υπήρξα ποτέ... η Ιζαμπέλα Ολίβια Σουάν... δεν υπήρξε ποτέ... όλα ήταν ένα καλοστημένο σχέδιο για να με εξοντώσει... αλλά όλα του γύρισαν πίσω».

«Δεν καταλαβαίνω... για ποιο σχέδιο μιλάς?... να σε εξοντώσει ποιος Μπέλα?»

«Ποιος άλλος» είπε ειρωνικά και γέλασε με ένα σατανικό γέλιο που μας έκοψε την ανάσα.

«Το άχρηστο κομμάτι κρέας, αυτό που πήρε στα χέρια του τις ζωές μας και της κατέστρεψες λες και του άνηκαν... όλοι θεωρείτε ότι ο Πάολο ήταν ένα τέρας... όλοι πέσαμε μέσα στην ίδια παγίδα αλλά κανείς, κανείς δεν κοίταξε πίσω από την ίδια την παγίδα ποιος πραγματικά κινούσε όλα αυτά τα χρόνια τα νήματα».

«Αν δεν ήταν ο Πάολο τότε ποιος?»

«Ο Τσάρλι Έντουαρντ... ο Τσάρλι ήταν από την αρχή... αυτό το κομμάτι κρέας τα έκανε όλα... εκείνος φταίει για όλα».

«Ο πατέρας σου?»

«Μην τολμήσεις να ξαναπείς αυτό το άχρηστο καταραμένο κομμάτι κρέας πατέρα μου... γιατί δεν ξέρω και εγώ τι είμαι ικανή να κάνω» ούρλιαξε και μετακίνησε το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο συγκρατώντας με νύχια και με δόντια τον εαυτό της πνίγοντας έναν λυγμό.

«Έντουαρντ σε ικετεύω... δεν ξέρω πόσο μπορώ να το κρατήσω... σε ικετεύω συγκεντρώσου... δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να με προκαλέσεις... γι αυτό σε εκλιπαρώ... θυμήσου... ποιος ήταν εκείνος που είδες την πρώτη φορά που πήγες στην κρεβατοκάμαρα της Τάνιας και την έπιασες με τον εραστή της μετά τον θάνατο του πατέρα σου... θυμήσου πως ήταν…»

«Μπέλα…»

«Μη με αποκαλείς Μπέλα... Η Μπέλα δεν υπήρξε ποτέ» ούρλιαξε πάλι και τραντάχτηκε ολόκληρη μετατοπίζοντας το βάρος της και πάλι από το ένα της πόδι στο άλλο παλεύοντας σκληρά να βρει την αυτοκυριαρχία της.

«Τι θες να σου πω?» ξέσπασα και η Μπέλα κράτησε την ανάσα της.

«Πες μου πώς ήταν εκείνος» είπε πιέζοντας περισσότερο τα δόντια της κάνοντας ένα ανατριχιαστικό ήχο και πήρα μια ανάσα για να συγκεντρωθώ και να της απαντήσω.

«Έχει περάσει τόσος καιρός»

«Προσπάθησε» είπε με επιτακτικό τόνο σφίγγοντας κι άλλο τις γροθιές της κάνοντας το αίμα που είχε στο χέρι της να στάξει στο χαλί... και η καρδιά μου  έγινε χίλια κομμάτια βλέποντας την πόσο υπέφερε…

«Ηρέμησε σε παρακαλώ, θα πάθεις τίποτα» την παρακάλεσα προσπαθώντας να αποφύγω την απάντηση αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη.

«Πες μου!» ούρλιαξε και ξεροκατάπια. Αποφάσισα να μιλήσω.

«Ήταν ο Τσάρλι... αυτό θες να σου πω?» Μούγκρισε σαν αφηνιασμένο λιοντάρι και πάλεψε σκληρά να παραμείνει ακίνητη χωρίς αποτέλεσμα... αφού μετατόπισε για άλλη μια φορά το σώμα της αριστερά και δεξιά τελικά έκανε ένα βήμα προς τα πίσω αλλά έμεινε και πάλι ακίνητη.

«Ποια ήταν τα τελευταία λόγια της Τάνιας, Έντουαρντ?»

«Τι?»

«Άκουσες τι είπα... ποια ήταν τα τελευταία της λόγια?» απαίτησε μέσα από τα δόντια της και ξεροκατάπια... γιατί θέλει να τα μάθει τώρα αυτά... γιατί??

«Τι σημασία έχουν όλα αυτά καρδιά μου... σε παρακαλώ».

«Ποια ήταν τα τελευταία της λόγια Έντουαρντ» απαίτησε πιο σκληρά και πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου κοιτώντας τον Τάηλερ για βοήθεια αλλά και εκείνος τι μπορούσε να κάνει?

«Μην κοιτάς τον Τάηλερ... πες μου» απαίτησε και την κοίταξα... τα μάτια της ήταν ακόμα κλειστά . Πώς σκατά κατάλαβε ότι κοίταξα τον Τάηλερ?

«Όταν μπήκα στο δωμάτιο επαναλάμβανε μια φράση» άρχισα αλλά αμέσως με διέκοψε.

«Είναι ίδια σαν και μένα... με κορόιδεψε... είναι ίδια σαν και μένα... πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό» είπε την φράση που επαναλάμβανε η μητέρα μου ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το επαναλάμβανε και εκείνη και την κοίταξα σοκαρισμένος χωρίς να μπορέσω να αντιδράσω.

«Πώς το ξέρεις αυτό?» ρώτησα ξέπνοα και η Μπέλα γέλασε ειρωνικά μέσα από το κλάμα της.

«Την ίδια φράση επαναλάμβανε τη στιγμή που προσπάθησε να με σκοτώσει».

«Να σε σκοτώσει?»

«Ποιος νομίζεις ότι προκάλεσε το ατύχημα Έντουαρντ?»

«Δεν το προκάλεσε η Ολβία?» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της... αφήνοντας να ξεχυθούν καινούργια δάκρυα στο πρόσωπο της.

«Έχασε για λίγο τον έλεγχο... αλλά δεν το προκάλεσε εκείνη Έντουαρντ... αλλά η Τάνια... εκείνη έπεσε απάνω μας με φόρα... και όταν τα αυτοκίνητα ακινητοποιήθηκαν... βγήκε έξω σέρνοντας το κορμί της προς το μέρος μας για να βεβαιωθεί αν έχω πεθάνει... όταν είδε ότι κουνιόμουν ήρθε πιο κοντά μου... αλλά όταν με κοίταξε στα μάτια έπαθε σοκ... και τότε άρχισε να επαναλαμβάνει αυτή τη φράση ξανά και ξανά μέχρι που την έχασα από τα μάτια μου».

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα... γιατί η μητέρα μου να θέλει να σε σκοτώσει?»

«Ποια ήταν τα τελευταία της λόγια Έντουαρντ?» απαίτησε πάλι και εγώ τα παράτησα. Θα της έδινα αυτό που ήθελε με όσες συνέπειες κι αν συνεπαγόταν.

«Όταν έφτασα κοντά της με άρπαξε από την μπλούζα και με κοίταξε μέσα στα μάτια με το ίδιο μίσος που με κοίταζε πάντα... και τότε...» έκανα μια παύση ξεφυσώντας και έβγαλα από μέσα μου αυτό που της έκρυβα όλον αυτόν τον καιρό...

«Τότε μου είπε «Είναι ίδια σαν εμένα... το ακούς?... μην τολμήσεις ποτέ να την αγγίξεις... μην τολμήσεις ποτέ να την πλησιάσεις... είναι ίδια σαν και μένα»... Άρχισε να βήχει πολύ άσχημα μέχρι που έβγαλε αίμα από το στόμα της και μετά συνέχισε διακεκομμένα «Είναι ίδια σαν και μένα η Ιζαμπέλα» και ένα νέο ξέσπασμα βήχα την έκανε να χάσει την τελευταία της πνοή χωρίς να πει τίποτα άλλο».

«Και δεν κατάλαβες τι εννοούσε?» ξέσπασε η Μπέλα με τα δάκρυα της να τρέχουν ανεξέλεγκτα από τα κλειστά της μάτια και άρχισε να τρέμει όλο της το κορμί.

«Δεν κατάλαβα για ποια έλεγε... μόνο αυτό μου είπε... δεν πρόλαβα να την ρωτήσω τίποτα άλλο».

«Τι δεν κατάλαβες γλυκό μου αγόρι... τι???» ούρλιαξε αλλά αμέσως ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της και άρχισε να παίρνει ήρεμες ανάσες από τη μύτη και έβγαζε την ανάσα της από το στόμα για να καλμάρει τον εαυτό της και συνέχισε πιο ήρεμα.

«Τι άλλο θα μπορούσε να εννοεί Έντουαρντ?... ποιαν άλλην λένε Ιζαμπέλα?» Δίστασα και κατέβασα το κεφάλι μου πιάνοντας τα μαλλιά μου... δεν ήθελα να το μάθει αυτό... ιδίως τώρα.

«Μίλα Έντουαρντ... τι άλλο μου κρύβεις?» επέμενε εκείνη και δεν ήξερα τι να κάνω.

«Μίλα που να σε πάρει... ποιαν άλλη λένε Ιζαμπέλα?»

«Εμένα» απάντησα.

«Τι?» ρώτησε και άνοιξε τα μάτια της κοιτώντας με σοκαρισμένη.

«Τι είπες?» επανέλαβε δύσπιστα.

«Οι εραστές της με φωνάζανε Ιζαμπέλα... όταν με βιάζανε... εκείνη όταν ήμασταν μόνοι μας με φώναζε Ιζαμπέλα».

Ένας σπαραχτικός ήχος βγήκε από μέσα της και έπεσε στα γόνατα της τραβώντας δυνατά τα μαλλιά της με τα χέρια της που ήταν γεμάτα αίματα... πασαλείβοντας ταυτόχρονα και το πρόσωπο της... προσπάθησα να την πλησιάσω αλλά μόλις ένιωσε την κίνηση μου ακινητοποιήθηκε και σταμάτησε να αναπνέει.

«Μη με πλησιάζειςςςςς» ούρλιαξε με την ίδια σπαρακτική φωνή και μου διέλυσε το στήθος.

«Μη με ακουμπάς... δε θέλω να σου κάνω κακό» συνέχισε ξεσπώντας μέσα από τους λυγμούς της.

«Ήμασταν πιόνια, Έντουαρντ... πιόνια του... από την ημέρα που γεννηθήκαμε... πιόνια του» συνέχισε και τότε όλο της το κορμί τραντάχτηκε και έπεσε άδεια στο πάτωμα ανάσκελα... Κρατώντας το πρόσωπο της κλειστό και με τα δύο της χέρια που εξακολουθούσαν να αιμορραγούν.

«Σε παρακαλώ Μπέλα... σε ικετεύω ηρέμησε και εξήγησε μου τι συμβαίνει... και τι σημασία έχουν πια όλα αυτά?» Γύρισε προς το μέρος μου και βάζοντας τα χέρια της στο πάτωμα ανασήκωσε το σώμα της και πλησιάζοντας με, με κοίταξε επιβλητικά... για μια στιγμή τα έχασα... την είχα δει και άλλες φορές να τα χάνει... αλλά αυτό το βλέμμα, αυτή η άγρια της ματιά με συνδυασμό το αιματοβαμμένο της πρόσωπο... μου έκοψε την ανάσα.

«Μη με ξανααποκαλέσεις ποτέ... πο-τέ... ξανά Μπέλα... η Μπέλα δεν υπάρχει... δεν υπήρξε ποτέ... το καταλαβαίνεις?»

«Δεν καταλαβαίνω, γιατί το λες αυτό?»

«Γεννηθήκαμε την ίδια μέρα Έντουαρντ... ο πατέρας σου πήρε το κανονικό του παιδί και το μεγάλωσε... αλλά η Τάνια έμεινε πάντα με την γνώση ότι το παιδί της πέθανε στην γέννα».

«Τι?... Τι λες?»

«Σκάσε και άκου» είπε και αμέσως το βούλωσα και έμεινα σοκαρισμένος να την κοιτώ... χωρίς να πιστεύω στα αυτιά μου.

«Η Ολίβια είναι η μητέρα σου, όχι η Τάνια... η Τάνια και ο Τσάρλι ανακάλυψαν τη σχέση τους και θέλησαν να τους εκδικηθούν από κοινού... αλλά η Τάνια δεν τα ήξερε όλα... άκουγε μόνο ό, τι την πότιζε ο Τσάρλι και τον εμπιστευόταν πιστά... εκείνος την πήγε στον Πάολο... αλλά ο Πάολο δεν την δέχτηκε όταν ένιωσε το μίσος που έκρυβε μέσα της... αλλά πριν την διώξει την εκμεταλλεύτηκε... το καταλαβαίνεις???... την εκμεταλλεύτηκε» έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε πάλι να βρει την αυτοκυριαρχία της με τις ανάσες της για να μπορέσει να συνεχίσει... εγώ και ο Τάηλερ παραμέναμε σιωπηλοί δίνοντας της τον χρόνο που χρειαζόταν για να καλμάρει.

«όταν έσπασαν τα νερά της Τάνιας και άρχισε να πονάει... πήρε πρώτα τον Τσάρλι τηλέφωνο και μετά τον πατέρα σου... γι αυτό και εκείνος άργησε να πάει στο σπίτι... αλλά βλέπεις ήμουν τόσο ανυπόμονη να γευτώ τη ζωή που δεν τους έκανα τη χάρη και έτσι ο πατέρας σου αναγκάστηκε να την βοηθήσει... όμως δεν γεννήθηκα στο σπίτι... αλλά στο ασθενοφόρο... και δεν ήταν ο πατέρας σου αυτός που ήταν μαζί της στο ασθενοφόρο αλλά ο Τσάρλι».

«Γεννήθηκες... εννοείς?»

«Ναι... εγώ είμαι η κόρη της Τάνιας... εμένα εννοούσε Έντουαρντ όχι εσένα... ο Τσάρλι τα κανόνισε έτσι με την Τάνια ώστε να παρουσιάσει εσένα για παιδί της... ενώ της είπε ότι το παιδί που γέννησε... γεννήθηκε νεκρό... και έτσι εκείνος κράτησε εμένα... λέγοντας στην Ολίβια το ίδιο ψέμα».

«Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό?»

«Αυτό ήταν το μόνο εύκολο... η Τάνια αιμορραγούσε από τη στιγμή που έσπασαν τα νερά της και είχε χάσει τις αισθήσεις της πριν έρθει το ασθενοφόρο... την Ολίβια την έριξε από τις σκάλες για να σε γεννήσει πρόωρα και ήταν στην ίδια κατάσταση... και πώς τα φέρνει ο διάβολος... ή μάλλον να πω το καλό χέρι του Πάολο... κανόνισε τους τραυματιοφορείς και κλείσανε το στόμα τους και δεν μίλησε κανένας».

«Πώς τα έμαθες όλα αυτά?»

«Είναι το δώρο μου για τα φετινά μου γενέθλια... βαρέθηκε λέει να περιμένει τον άχρηστο τον Έντουαρντ να δράσει επιτέλους... όλη του η εκπαίδευση πήγε στράφι... οπότε σκέφτηκε να πάρει τα ηνία στα χέρια του».

«Για ποια εκπαίδευση μιλάς?»

«Όλα αυτά τα χρόνια... σε εκπαίδευαν για να με σκοτώσεις Έντουαρντ... και η πιο τρανή απόδειξη... ότι σε αποκαλούσε πάντα με το όνομα μου».

«Με αποκαλούσε?... Για ποιον μιλάς?»

«Δεν ήταν αγορασμένοι εραστές Έντουαρντ... ήταν μόνο ο Τσάρλι... εκείνος ήταν πάντα... και αν το σκεφτείς καλύτερα, θα καταλάβεις ότι λέω αλήθεια από το σημάδι που έχει στον ώμο του».

«Το σημάδι!» αναφώνησα και αμέσως ήρθαν όλες οι εφιαλτικές στιγμές που είχα βιώσει σαν ταινία μέσα στο μυαλό μου.

«Σου έκανε πλύση εγκεφάλου Έντουαρντ... ήταν ένα καλοστημένο κόλπο... όλη μας η ζωή ήταν ένα καλοστημένο κόλπο του Τσάρλι για να εκδικηθεί το πατέρα σου και την Ολίβια... ακόμα και η απαγωγή μου από τον Πάολο ήταν ένα καλοστημένο κόλπο... εκείνος με προώθησε με τρόπο σε εκείνον... και παρακάλαγε κάθε βράδυ να μη βγάλω την επόμενη ημέρα... να βρω τη δύναμη να αυτοκτονήσω... αλλά κανείς από τους δύο τους δεν υπολόγιζαν στον Τζέηκομπ ή ακόμα χειρότερα... ο Τσάρλι δεν μπορούσε να φανταστεί πως ο Πάολο θα μπορούσε ποτέ να με ερωτευτεί»

«Και τα λεφτά?»

«Πού έδινε η Τάνια τόσα λεφτά?»

«Ναι».

«Στα ναρκωτικά... ήταν ναρκομανής, όχι άρρωστη όπως όλοι νομίζανε... την είχε εθίσει στα ναρκωτικά και την έκανε ό, τι ήθελε... ήταν πιόνι του Έντουαρντ... ήταν άλλο ένα του πιόνι».

«Δηλαδή τώρα αυτό σημαίνει ότι ήμαστε αδέλφια?» ρώτησα μπερδεμένος και την κοίταξα με αγωνία στα μάτια αλλά εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Ο πατέρας μου Έντουαρντ... ήταν ο Πάολο... όχι ο πατέρας σου... ήταν ο Πάολο».

Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου... όλα αυτά ήταν τόσα πολλά για μένα... αλλά ακόμα περισσότερο για εκείνην... τώρα μπορώ να καταλάβω γιατί είχε βγει εκτός ορίων... τώρα καταλαβαίνω γιατί μου ζήτησε συγνώμη.

«Άσε με να το κάνω εγώ» την παρακάλεσα αλλά και πάλι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και ήρθε κοντά μου... με κράτησε από τα μπράτσα και με κοίταξε επιβλητικά χωρίς να δέχεται αντίρρηση.

«Ορκίσου μου ότι δεν θα ξαναβλάψεις ποτέ τον εαυτό σου».

«Μπέλα…»

«Μη με ξανά αποκαλέσεις Μπέλα... πόσες φορές θα σου το πω?»

«Σε παρακαλώ…»

«Ορκίσου μου ότι θα κρατήσεις τους όρκους που μου έχεις δώσει... ορκίσου μου ότι δεν θα κοιτάξεις ποτέ ξανά πίσω... δεν ήταν μητέρα σου... όλα τα έκανε εκείνος... και θα πληρώσει... κάθε... πόνο... που... μας... προκάλεσε... κάθε... πόνο... αυτό σου το υπογράφω» είπε σφίγγοντας τα δόντια της για άλλη μια φορά και άρχισε και πάλι να παίρνει ήρεμες ανάσες για να ελέγξει την οργή της που είχε πλέον ξεχειλίσει.

«Δεν υπάρχει για μένα πλέον γυρισμός Έντουαρντ» είπε με πόνο και ανοίγοντας τα μάτια της άρχισαν καινούργια δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλα της.

«δεν υπήρξα ποτέ... μην καταστρέψεις την ζωή σου... ζήσε την κάθε μέρα... κάνε μια νέα αρχή... θυμάσαι τι μου είπες?»

«Μη με αφήνεις, σε παρακαλώ…»

«Θυμάσαι τι μου είπες?... αν μπορούσα να τα διαγράψω όλα αυτά, θα έδινα ολόκληρη την περιουσία μου γι αυτό... δεν ήταν μητέρα σου... και το κάθαρμα που σου προκάλεσε όλον αυτόν τον πόνο... θα πληρώσει για ό, τι έχει κάνει... από τα ίδια μου τα χέρια... θα πληρώσει Έντουαρντ... μην τον αφήσεις να σε καταστρέψει άλλο... μην κοιτάξεις ποτέ πια πίσω... δεν υπάρχει τίποτα να βρεις…»

Έβαλε τα χέρια της πάνω στο πρόσωπο μου και γέρνοντας, μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο μου... παραμένοντας για λίγο εκεί ενώ τα δάκρυα της στάζανε πάνω στο πρόσωπο μου.

«Ξέχασε με... δεν υπήρξα ποτέ» ψιθύρισε και αμέσως σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει φεύγοντας μακριά μου.

Έμεινα για λίγο ακίνητος παγωμένος στην ίδια θέση να προσπαθώ να βρω τις ισορροπίες μου... αλλά μόλις άκουσα την πόρτα να κλείνει άρχισα να τρέχω πίσω της... Άδικος κόπος... Εκείνη είχε φύγει μια για πάντα από την ζωή μου... είχε επιλέξει να την κυριαρχήσει και πάλι η σκοτεινή της πλευρά... και με άφησε πίσω για να μην με επηρεάσει... Όμως αυτό που δεν θα μπορέσω να της συγχωρέσω ποτέ... είναι που δεν γύρισε ξανά όταν όλα αυτά είχαν τελειώσει.

ESCAPE POLH FANTASMA